"Το ταξίδι της νηνεμίας"💦
- ΜΙΝΑ ΜΠΟΥΛΕΚΟΥ

- Sep 3
- 3 min read

Η θάλασσα πίσω τους απλωνόταν σαν μια αέναη ανάσα, το κύμα σβήνοντας απαλά στην ακτή, σαν μουσική που έμοιαζε από μια άλλη μακρινή εποχή, σαν ευχή κεντημένη γεμάτη αλμύρα και φως.
Η Άννα και ο Μάρκος περπατούσαν δίπλα-δίπλα, τα βήματά τους συγχρονισμένα, σαν να ακολουθούσαν ένα μονοπάτι φτιαγμένο από τα ίδια τα όνειρά τους.
Το μονοπάτι που αγκάλιαζε τη θάλασσα, τα βράχια και τις αμμουδιές, και που φαινόταν να τους οδηγεί σε έναν τόπο που δεν υπήρχε ακόμη, αλλά ήταν ήδη χαραγμένος στις καρδιές τους.
Η σιωπή τους ήταν η πιο γλυκιά απάντηση, γεμάτη από έναν ήχο αόρατο, αλλά λυτρωτικό με το αίσθημα της νηνεμίας που έρχεται μετά από κάθε καταιγίδα.
Κάθε ματιά, κάθε μικρή κίνηση, ακόμη και ο τρόπος που ανέπνεαν, ήταν μια σιωπηλή γλώσσα που δεν χρειαζόταν λέξεις για να εκφραστεί. Ήταν σαν να είχαν μιλήσει με τον χρόνο και να είχαν βρει μια απάντηση στα άδυτα του εαυτού τους.
Είχαν καταφέρει κάτι πιο μεγάλο από ό,τι κάθε λέξη θα μπορούσε να αποδώσει: είχαν συμφιλιωθεί με τις αλήθειες τους και με το παρελθόν που τους ακολουθούσε. Ο Μάρκος, πάντα αθόρυβος, την κοίταξε με ένα βλέμμα που έμοιαζε με καθρέφτη, αντανακλώντας την κατανόηση που υπήρχε μεταξύ τους, και το χαμόγελό του έλαμψε σαν το πρώτο φως της αυγής, σβήνοντας τη σκοτεινιά της νύχτας με τα πιο απαλά χρώματα.
«Ξέρεις,» είπε η Άννα ξαφνικά, με τη φωνή της να αντηχεί απαλά στον αέρα, «ίσως η γαλήνη να μην είναι ένας τόπος. Ίσως να είναι ο τρόπος που βαδίζεις προς αυτόν. Η αίσθηση του βήματος, το κάθε μικρό μας βήμα που μας φέρνει πιο κοντά στο να γίνουμε αυτό που πρέπει να είμαστε, χωρίς φόβο.»
Ο Μάρκος σταμάτησε και γύρισε προς αυτήν, το βλέμμα του έμοιαζε φωτεινό και απέραντο σαν τον καθάριο ουρανό. Τα μάτια του την κοίταξαν βαθιά, σαν να διάβαζαν τις σκέψεις της, με μια ήρεμη και ακατανίκητη δύναμη, και η σιωπή που τους τύλιγε φάνταζε πιο δυνατή από οποιαδήποτε λέξη. Το βλέμμα του ταξίδεψε μακριά, προς τον ορίζοντα, όπου η θάλασσα απλωνόταν ατελείωτη μπροστά τους, και με μια ηρεμία που ξεχείλιζε από σιγουριά, είπε: «Ας βαδίζουμε έτσι... Μέρα τη μέρα. Χωρίς βιασύνη. Χωρίς να ξεχνάμε πως ακόμα κι ο πιο ασήμαντος άνεμος μπορεί να φέρει την ευλογία μιας αλλαγής.»
Η Άννα έσκυψε και έπιασε ένα βότσαλο που είχε ξεχωρίσει στην άμμο, με την επιφάνειά του να αντανακλά το φως του ήλιου σαν μικρές λάμψεις που ξεχύνονταν στην ατμόσφαιρα.
Το κράτησε για μια στιγμή στην παλάμη της, αισθανόμενη την ψυχρότητα του πετρώματος που αντιστεκόταν στη ζεστασιά του ήλιου. Με μια κίνηση γεμάτη από μια εσωτερική ηρεμία, το πέταξε στη θάλασσα. Το βότσαλο έσκασε με έναν ανεπαίσθητο ήχο στο νερό, δημιουργώντας μικρούς κύκλους που άρχισαν να διασπείρονται αργά, απλώνοντας τα αόρατα νήματα τους σε κάθε κατεύθυνση, σαν να συνδέουν το παρελθόν και το μέλλον, το δικό τους κόσμο μεσ’ τον αχανή ωκεανό του χρόνου.
«Θα χτίσουμε τη ζωή μας έτσι,» είπε η Άννα με χαμόγελο και μια ήρεμη πεποίθηση στη φωνή της. «Όπως αυτό το βότσαλο που πέφτει στη θάλασσα. Μικρές πράξεις, μικρά όνειρα, κύκλοι που ξεκινούν από εδώ και συνεχίζονται μέχρι το άπειρο. Κάθε μας πράξη θα αφήνει το αποτύπωμά της, κι έτσι, ό,τι και να συμβεί, η ζωή θα συνεχίσει να κυλάει σαν το νερό.»
Ο Μάρκος, με την ψυχή του γαλήνια και τα χέρια του ανοιχτά, σαν να ήθελε να αγκαλιάσει ολόκληρο το τοπίο γύρω τους, της έδωσε ένα κλωνάρι ελιάς που είχε βρει κοντά στο μονοπάτι. Το κλωνάρι, με τα ασημένια του φύλλα που χόρευαν ελαφρά στον αέρα, έμοιαζε σαν σύμβολο ελπίδας και αναγέννησης.
«Για τη συμφιλίωση,» είπε χαμηλόφωνα, «με εμάς, με το παρελθόν, με όλα όσα δεν καταλάβαμε τότε, όλα όσα χάσαμε.»
Η Άννα το κράτησε κοντά στην καρδιά της, αφήνοντας τα δάχτυλά της να αγγίξουν τα φύλλα του, σαν να προσπαθούσε να νιώσει όλη την ενέργεια που εκείνη η μικρή πράξη μπορούσε να της προσφέρει. Το βλέμμα της ανυψώθηκε στον ουρανό, σαν ένα ουράνιο τόξο που είχε ανοίξει διάπλατα, στεφανώνοντας τη γη και τη θάλασσα, που έμοιαζε με σιωπηλή υπόσχεση.
«Κοίτα,» είπε με δάκρυα στα μάτια, «το ταξίδι μας μόλις άρχισε, και είναι το πιο αληθινό από όλα.»
Και ενώ οι κύκλοι γύρω τους μεγάλωναν και η θάλασσα συνέχιζε να απλώνεται στο άπειρο, ήξεραν και οι δύο πως αυτή η γαλήνη, η αληθινή, βρισκόταν μέσα τους και ότι τίποτα δεν θα μπορούσε να τους τη στερήσει πια.
© Βy Mina Boulekou




Comments