" Το πιστό λυκόσκυλο "
- ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΛΑΙΣΤΗΣ

- Aug 18
- 6 min read
Το πιστό λυκόσκυλο
«Γνώρισα τους ανθρώπους και αγάπησα τα ζώα.»
Μενέλαος Λουντέμης, Έλληνας συγγραφέας (1912-1977)
Θεσσαλονίκη, Μελισσοχώρι , 17:49 31 Οκτωβρίου 2024
Το ασήμι τζιπ TOYOTA ανέβαινε με ευκολία τον φιδογυριστό βουνίσιο δρόμο, με τη μηχανή του να γουργουρίζει σαν μια πεινασμένη τίγρη της Βεγγάζης. Από τα δεξιά του δρόμου υπήρχε ο γκρεμός που οδηγούσε σε βαθιές χαράδρες κατάφυτες με καταπράσινα έλατα. Όποιος έφευγε εκεί κάτω με το αμάξι του θα γίνονταν μια μόνιμη προσθήκη στο τοπίο καθώς οι πιθανότητες να τον ανακαλύψουν τα σωστικά συνεργεία θα ήταν μηδαμινές. Ενώ από τα δεξιά του υπήρχε ο γρανιτένιους όγκους του βουνού με τους χαμηλούς πρασινωπούς θάμνους του και τα μικρά έλατα που προσπαθούσαν να μεγαλώσουν σαν τους αιωνόβιους συγγενείς τους. Ο καιρός ήταν μουντός καθώς πυκνά μαύρα σύννεφα είχαν καλύψει τον ουρανό της συμπρωτεύουσας. Εδώ και αρκετή ώρα είχε πιάσει ένα ψιλόβροχο και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο μονότονος ήχος των υαλοκαθαριστήρων που δούλευαν στο ρελαντί.
Στη θέση του συνοδηγού καθόταν ένας γερμανικός ποιμενικός, με τα χαρακτηριστικά χρώματα του μαύρου με πυρόξανθο. Το τετράποδο μια κοίταζε το τοπίο που ανοίγονταν μπροστά τους και μια τον κοκκινομάλλη τριαντάχρονο οδηγό. Όταν το βλέμμα του γύριζε στον άντρα μπορούσες να δεις τα μάτια του να γυαλίζουν από αφοσίωση και αγάπη προς το πρόσωπό του.
Ο ψηλός μουσάτος οδηγός ήταν ανέκφραστος ενώ μεμονωμένα δάκρυα αυλάκωναν το νεανικό του πρόσωπο. Ποτέ του δεν θα μπορούσε να αναλογιστεί πως θα αναγκαζόταν να εγκαταλείψει τον αγαπημένο του σκύλο, ο οποίος τον συντροφεύε εδώ και πέντε χρόνια. Θυμήθηκε πως τον είχε βρει κουτάβι, εγκαταλελειμμένο σε ένα σοκάκι πίσω από την εκκλησία της Αγίας Σοφίας, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Υποσιτισμένος και άρρωστος, περίμενε το φιλάνθρωπο δρεπάνι του θεριστή. Τον πήρε στην αγκαλιά του, τον μετέφερε στη φίλη του την Νάντια που είχε κτηνιατρείο στην Μενεμένη και μέσα σε τρεις ημέρες το κουτάβι χοροπηδούσε χαρούμενα στο πατρικό σπίτι του, στο Ωραιόκαστρο. Το λυκόσκυλο, καθώς μεγάλωνε, έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας του Ορφέα. Μια μέρα με καταιγίδα, με τις αστραπές και τους κεραυνούς να εναλλάσσονται, ο Ορφέας πρόσεξε πως ο γερμανικός ποιμενικός απολάμβανε χωρίς φόβο το υπερθέαμα της άγριας φύσης. Έτσι τον ονόμασε Κεραυνό. Κάθε πρωί ξυπνούσαν και έτρεχαν μαζί τουλάχιστον πέντε χιλιόμετρα στο μονοπάτι ανάμεσα στα έλατα, στις βελανιδιές και στις καρυδιές του όρους Σιβρί. Δύο χιλιόμετρα περισσότερα από όσα χρειάζονται για τη διατήρηση της φυσικής κατάστασης του Κεραυνού. Μια φορά που ο Ορφέας έσπασε το πόδι του, ο Κεραυνός δεν το κουνούσε ρουπία από το πλάι του με την μαύρη μουσούδα του να είναι μονίμως κολλημένη στον γύψινο νάρθηκα που κάλυπτε το δεξί του πόδι από το γόνατο και κάτω. Τα χρόνια πέρασαν και η μακρόχρονη σχέση του Ορφέα, η Ευρυδίκη, έγινε η σύζυγός του. Ευτυχώς, ο Κεραυνός έδειχνε μια φυσική συμπάθεια προς την Ευρυδίκη και το ζευγάρι ζούσε ευτυχισμένο στην Λητή, όπου είχαν τυροκομείο. Δυστυχώς, όμως, ήταν αναγκασμένος να τον αφήσει. Πριν από δύο ώρες επιτέθηκε στην Ευρυδίκη και στην νεογέννητη κόρη τους, την Δήμητρα, καθώς η σύζυγός του ήθελε να αφήσει το μωρό στο ροζ παιδικό κρεβατάκι της. Η Ευρυδίκη του έδωσε ένα σαφές τελεσίγραφο: ή φεύγει ο Κεραυνός ή παίρνει την κόρη της και πηγαίνει στην μητέρα της. Ο Ορφέας δεν είχε επιλογή.
Σε ένα πλάτωμα μερικά χιλιόμετρα μακριά από το Μελισσοχώρι σταμάτησε το όχημά του. Βγήκε από το αμάξι και έβγαλε έξω τον Κεραυνό. Του αφαίρεσε το κολάρο του και τον αγκάλιασε για μια τελευταία φορά. Του είπε μια τελευταία εντολή «Μείνε». Ο γερμανικός ποιμενικός έμεινε σταθερός στη θέση του, υπακούοντας στην εντολή του Ορφέα. Ο Ορφέας έριξε μια τελευταία ματιά στον πιστό του φίλο. Ήλπιζε πως, επειδή ο Κεραυνός ήταν πολύ συμπαθητικός, θα έβρισκε κάποιο φιλικό σπίτι που θα τον φρόντιζε.
Έβαλε μπροστά το καινούργιο τζιπ και ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής. Δεν κοίταξε από τον εσωτερικό καθρέφτη καθώς φοβόταν πως θα γυρνούσε πίσω. Η βροχή δυνάμωσε και σε συνδυασμό με το πέπλο της νύχτας που έπεφτε γοργά, ελαττώθηκε αισθητά η ορατότητα του Ορφέα. Ξαφνικά, πετάχτηκε μπροστά του ένα νεαρό καφέ ελάφι. Ο Ορφέας κοκάλωσε το φρένο και έστριψε το αμάξι άγρια προς τα δεξιά, προς τον γκρεμό. Το αμάξι κατευθύνθηκε προς το βάραθρο. Ευτυχώς την πορεία του αυτοκινήτου την σταμάτησαν δύο πανύψηλα έλατα με βαθιές ρίζες. Το τζιπ έπεσε πάνω τους αλλά γλύτωσε την ελεύθερη πτώση από εξήντα μέτρα. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή αλλά τα δίδυμα δέντρα άντεξαν. Το καπό του αμαξιού πετάχτηκε στο παρμπρίζ, το οποίο έσπασε. Λευκοί καπνοί έβγαιναν από τη μηχανή του, που σταμάτησε να λειτουργεί. Νερά έτρεχαν από το ψυγείο του αυτοκινήτου, ενώ βενζίνη κυλούσε στο χώμα. Σπινθήρες έβγαιναν από κομμένα καλώδια. Ο Ορφέας που φορούσε τη ζώνη ασφαλείας του δεν είχε σοβαρά τραύματα. Απλώς θραύσματα από το κομματιασμένο παρμπρίζ είχαν καρφωθεί στο κεφάλι του και ρυάκια αίματος κυλούσαν από το μέτωπό του. Με δυσκολία άνοιξε την πόρτα, αφαίρεσε τη ζώνη του και ήταν έτοιμος να βγει από το αμάξι όταν οι δυνάμεις του τον εγκατέλειψαν και λιποθύμησε, μισός μέσα και μισός έξω από το τζιπ, με τη βροχή να πέφτει πάνω στο καλοξυρισμένο πρόσωπό του.
Η συχνότητα από τις σπίθες κάτω από την εξάτμιση είχε αυξηθεί. Μια σπίθα έπεσε πάνω στην βενζίνη που είχε μουσκέψει το χώμα κάτω από το αμάξι και η φωτιά ξεκίνησε. Μέσα σε δευτερόλεπτα μαύρος καπνός άρχισε να βγαίνει κάτω από το αμάξι ενώ οι σταγόνες της βροχής έπεφταν πάνω στο εξωτερικό αμάξωμα.
Μέσα από το σκοτάδι μια τετράποδη μορφή έκανε την εμφάνισή της. Παρότι το αμάξι είχε αρχίσει να καίγεται από κάτω, ο Κεραυνός πλησίασε τον Ορφέα κλαψουρίζοντας. Άρχισε να γαβγίζει δυνατά και να του γλείφει το πρόσωπο για να τον ξυπνήσει. Ο Ορφέας όμως παρέμεινε ακλόνητος στο βασίλειο του Μορφέα. Το λυκόσκυλο με τα δυνατά του δόντια άρπαξε τον Ορφέα από το κολάρο του χειμωνιάτικου μπουφάν του και άρχισε να τον μεταφέρει μακριά από το καιγόμενο αμάξι. Τον έσυρε στην μέση του δρόμου, μακριά από το τζιπ που πλέον είχε γίνει παρανάλωμα του πυρός. Από μακριά, στον δρόμο την εμφάνιση τους έκαναν δύο δυνατά λευκά πορείας. Ένα αυτοκίνητο ερχόταν καταπάνω τους. Ο Κεραυνός, άφοβος, στάθηκε μπροστά από τον Ορφέα κατευθείαν στην πορεία του αμαξιού και άρχισε να γαβγίζει δυνατά, με την ηχώ από τους βράχους να μεταφέρει το γάβγισμα του.
Θεσσαλονίκη, Νοσοκομείο Παπαγεωργίου , 11:10 01 Νοεμβρίου 2024
Ο κοκκινομάλλης άνοιξε αργά αργά τα βλέφαρά του. Αντίκρισε τη γυναίκα του, που είχε στην αγκαλιά της την κόρη τους ενώ με το δεξί χέρι της χάιδευε τη ράχη του Κεραυνού. Οι πρωινές ηλιακές ακτίνες διαπερνούσαν με ευκολία τα μεγάλα παράθυρα του δωματίου, ενώ από το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε ο ζωογόνος βουνίσιος αέρας και υπήρχε η χαρακτηριστική μυρωδιά των πεύκων και των κέδρων. Έξω από τα παράθυρα υπήρχε μια απότομη πλαγιά βουνού κατάφυτη με θηριώδη πεύκα και καταπράσινους κέδρους.
«Ευρυδίκη τι έγινε;» ρώτησε ο Ορφέας που συνειδητοποίησε πως βρισκόταν ξαπλωμένος στο αναπαυτικό κρεβάτι ενός μονόκλινου δωματίου νοσοκομείου. Το κεφάλι του ήταν καλυμμένο με επιδέσμους.
«Αγάπη μου, τράκαρες στο βουνό. Το αμάξι σου πήρε φωτιά και ευτυχώς ο Κεραυνός σε έβγαλε από το τζιπ και σε απομάκρυνε από τη φωτιά. Ένας περαστικός σάς είδε και σε μετέφεραν με ασθενοφόρο στο νοσοκομείο Παπαγεωργίου. Ευτυχώς, έχεις μόνο επιφανειακές αμυχές, δεν έσπασες τίποτα. Ο Κεραυνός δεν έφυγε στιγμή από το πλευρό σου».
«Με έσωσες φίλε μου», μονολόγησε ο Ορφέας καθώς κοιτούσε τον θαρραλέο σύντροφό του.
«Ορφέα, δεν έσωσε μόνο εσένα αλλά και την κόρη μας. Στο παιδικό κρεβατάκι υπήρχε μια οχιά. Πρέπει να ήρθε από το βουνό. Τη βρήκα καθώς έφευγε από το παιδικό δωμάτιο και τη σκότωσα με την σιδεριά από το τζάκι. Έπρεπε να την έβλεπες, ήταν τουλάχιστον ένα μέτρο και είχε χρώμα σταχτί. Χρωστάμε τα πάντα στον Κεραυνό», απάντησε η εικοσιπεντάχρονη ξανθιά γυναίκα, με ειλικρίνεια.
Ο Ορφέας είδε πως ο γερμανικός ποιμενικός του, κοίταζε τον μακρινό ορίζοντα που είχε αρχίσει να γεμίζει με σκούρους όγκους. Ήταν μαύρα σύννεφα που κουβαλούσαν πολλούς τόνους νερού.
Η καταιγίδα έκανε την εμφάνισή της μετά από μία ώρα, με απίστευτη σφοδρότητα, προκαλώντας τοπική διακοπή του ρεύματος. Η βροχή έπεφτε ορμητική χωρίς σταματημό και ο ορμητικός άνεμος λυσσομανούσε έξω καθώς χτυπούσε αλύπητα το ενισχυμένο τζάμι. Στο δωμάτιο του νοσοκομείου η Ευρυδίκη συνομιλούσε σιγανά με τον Ορφέα για να μην ξυπνήσουν την κόρη τους, η οποία είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της μητέρας της. Ο Κεραυνός πάλι, είχε την μαύρη μουσούδα του ακουμπισμένη πάνω στο δεξί χέρι του Ορφέα, με τα καφέ μελί μάτια του να γυαλίζουν από ευτυχία.
ΤΕΛΟΣ





Comments