top of page

Το ναυάγιο...


ree

Μανόλης Αναγνωστάκης- Μίκης Θεοδωράκης: To Nαυάγιο

Μια οφειλόμενη προσέγγιση

Του Σίμου Ιωσηφίδη

Μπαίνοντας, αιφνιδίως σχετικά, στον πειρασμό λίγων γραμμών αναφοράς στις χαμηλότονες σελίδες του ‘θεοδωρακικού’ ρεπερτορίου, αποπειρώμαι ένα μέρος διείσδυσης στο τραγούδι «Το ναυάγιο». Πρόκειται για μια σύνθεση του 1975 συμπεριληφθείσα στο άλμπουμ «Μπαλλάντες» σε ποίηση Μανόλη Αναγνωστάκη και ερμηνεία από τον Πέτρο Πανδή (σημεωτέον πως στον δίσκο είχε συμμετοχή και η Μαργαρίτα Ζορμπαλά}.

Ο κατ’ευφημισμόν όρος ‘έντεχνο’, που δόκιμα αποδόθηκε κι εδώ, μάλλον προήλθε παλαιόθεν. Ξέρετε, εκείνων των αδιάλειπτων μελοποιήσεων ποιητικών πονημάτων που θα έμεναν τυπωμένα επί χάρτου. Για να το πω λαϊκιστί, μια μουσική επανεκύπωση λόγιων γραμμών εκ των προτέρων επιτυχών στόχων.

Ο Μίκης ήταν προπάτορας εδώ.

Ανασύρω αυτολεξεί, ως εννοείται, το ποίημα και κατόπιν εξηγώ.

Το Ναυάγιο

Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα

Ύστερα απ’το φριχτό ναυάγιο και το χαμό

Το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά

{Πού πήγαν οι άλλες βάρκες; Ποιοί γλιτώσαν;}

Εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα

Ένα νησί ερημικό όπως στα βιβλία

Εκεί θα χτίσουμε τα σπίτια μας

Γύρω γύρω απ’τη μεγάλη πλατεία

Και στη μέση μια εκκλησιά

Θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία

Του καπετάνιου μας που χάθηκε ψηλά-ψηλά

Λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου, πιο χαμηλά του τρίτου

Θ’αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά

Κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι

Καινούριο, ολοκαίνουριο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα.

Θα ‘χουμε γεράσει μα θα μάς γνωρίζουνε.

Μόνο τα παιδιά μας δεν θα μοιάζουνε μ’ εμάς.

Το άλμπουμ «Μπαλλάντες», όπως προανάφερα, κυκλοφορήθηκε το 1975, το ποίημα γράφτηκε το 1962, εμπεριεχόμενο στην συλλογή «Συνέχεια 3» {ένα από τα χαρακτηρικότερα sequel της αλληγορικής αριστεράς για κάποιους}, αλλά η μουσική συνετέθη το 1972, εν έτει δικτατορίας. Τοποθετείται στην στιχουργική ποιητική του Αναγνωστάκη, επ’ουδενί τω λόγω στην αμιγή ποίηση. Αυτό, ευνοήτως, δεν εκφέρει αρνητισμό αλλά, τουναντίον, μιαν ακούσια προσέγγιση στην ‘θεοδωρακική’ μούσα, πολύγραφη και τόσο ακουσμένη εκείνον τον καιρό.

Ο ποιητής, κι εδώ συνεχίζει ένα γλαφυρό πεσιμισμό {καταμαρτυράται κι από τον καθολικό τίτλο} είναι ένα πολύπαθο άτομο που έχει βιώσει πολλά και φροντίζει να τα κάνει φανερά, διακριτικά διακριτά {ο ποιητής} και μιας Αριστεράς θλιμμένης που μοιραία ναυαγεί σιωπηρά {και η πανταχόθεν μούσα του}.

Τα προκρίνει πρωτίστως και τα φανερώνει μεθυστέρως, μια φανέρωση απτή και ολιγόλογη, ανθρώπινη, δίχως φανφάρες ή αριστερίστικους θούριους, χωρίς αλαζονικούς τόνους. Ουδόλως επιδεικνύεται, μηδαμώς εντυπωσιάζει. Απεναντίας, μιλάει ψιθυριστά στο αφτί του συναναγνώστη, του ατόμου που είναι παρακείμενα σε εμάς, του εσαεί προσκείμενού μας. Για τον Αναγνωστάκη, ό,τι περιγράφεται είναι μοιραίως μισό, ελλιπές, χαμένο στην τύρβη του εκ δυσμών παραλόγου, άθλιο και θορυβώδες.

Προϊόντος του έργου του παρέμεινε κοφτός, δεν περιέγραφε ούτε εκτεινόταν· άφηνε τα πράγματα να εννοηθούν. Στο «Ναυάγιο» κομίζει αενάως περισσότερο την διάψευση· όχι την ήττα της Αριστεράς: εδώ οι οιηματίες αλλόπιστοι, σηκώνουν τους ώμους, δείχνουν ατάραχοι μα δεν είναι. Λένε κάποιες ιστορίες, κάνουν ένα τσιγάρο, ξεροβήχουν και πίνουν κρασί. Όπως ο ίδιος γράφει σε ποίημα από την «Συνέχεια 2», ‘ελπίζω από απελπισία’.

Ο λόγος του στο ποίημα δεν ισχύει πολιτικά. Καλύτερα, δεν θα πρέπει να λαμβάνεται ως τέτοιος, τουλάχιστον όχι απαραίτητα. Είναι a priori ερωτικός, a posteriori πολιτικός. Η πολιτική στους στίχους, υφέρπει. Να γιατί δεν είναι πρόσκαιρος και εφήμερος, αλλά πάγιος, γραφιάς της διαχρονίας. Σε αυτήν την αντιπαραβολή νοείται η αμεσότητα και η αγωνία του ως ποιητή. Αλλιώς: είναι μία γραφή αυτογνωσίας που τακτικές και στρατηγικές έχουν αποβληθεί ευθύς εξαρχής, κάτι που γίνεται εννοούμενο, αντιληπτό ακόμα και στον πλέον ανυποψίαστο αναγνώστη.

Το εξώφυλλο του άλμπουμ, 1975

Από την άλλη, ο Θεοδωράκης, αξιοποιώντας μια μικρή σχετικά ομάδα οργάνων, για πολλοστή φορά, βάζει τον προβληματισμένο άνθρωπο στο κέντρο της σύνθεσης. Σε αντίθεση με άλλους μουσικούς, της ονομαζόμενης πρωτοπορίας, δυτικούς εν συνόλω εννοείται, η υπαρξιακή ανάγκη του ατόμου, προσδιορισθείσα άμεσα και περιφραστικά, ανάγει με περίσσια δύναμη την διαμαρτυρία και την άρνηση. Μιαν αποδοκιμασία τουτέστιν, στο δήθεν έννομο και αμετάβλητο. Χρησιμοποιεί έναν ορχηστρικό διάλογο πιάνου και τσέλου, εκτεταμένο χρονικά, κι έπειτα εισδύει στο χαμηλό τραγουδιστικό κομμάτι.

Ο Πανδής, πλην ίσως μιας εξαίρεσης, αρκείται σε μιαν στοιχεώδη απαγγελία. Μια απαγγελία με την μεστότητα των χρωμάτων να λειτουργούν σε κυματισμούς θλίψης {όχι απόγνωσης} αλλά και προσδοκούμενης αγωνιστικής ανάτασης. Ο συνθέτης, με τους μελοποιημένους ποιητικούς ογκόλιθους «Canto General», «Επιτάφιος», «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» και «Ρωμιοσύνη» ήδη στο ενεργητικό του, ονειρεύεται έναν λαό σε μέθεξη {η νιρβάνα θα είναι προσωρινή}, έναν λαό που σκύβει οραματιζόμενος σε αυτήν την αγωνιστική ανάταση που θα επέλθει σύντομα, σε λίγα χρόνια, σε λίγους μήνες, από στιγμή σε στιγμή...

Ο Αναγνωστάκης των ‘Συνεχειών’, ειδικά του ΄Ναυαγίου’, μεταλάσσεται σε συγγραφέας προσωπικού χαρακτήρα. Ακολουθεί ο Θεοδωράκης που ‘προζάρει’ τον Πανδή {τις περισσότερες φορές εξάλλου, ο καλλιτέχνης απήγγελλε τον συνθέτη, δεν τον τραγουδούσε}. Μοιάζει να μην μελοποιεί ατομιστικά αλλά, όπως κι ο ποιητής στην γραφή του, προσωπικά, για μία ευρεία γκάμα ακροατών, ουχί αφ’εαυτού. Γι’ αυτό άλλωστε κερδίζει το στοίχημα. Από άτομο γίνεται πρόσωπο μέλος μιας μικρής κοινωνίας ακροατών ή ενός σώματος. Δεν είναι απομονωμένος, δρων εκ περιστάσεως που συμφύρει νότες, αλλά συνειδητός, μια οντότητα ενιαία με μουσική ομόρριζη με την, ως τότε, δισκογραφική του δράση. Καταδείχνει ευθαρσώς πόσο φωνήεσσα είναι η χαμηλή σύνθεση και πόσο περιφρονητέα για εκείνον είναι τα στολίδια που δύνανται να κοσμήσουν το τραγούδι και τα οποία, ευνοήτως, παραλείπονται. Ομοίως με το ποίημα, κάνει διακριτή την μοναξιά μέσα από την ομάδα, διαβλέπει την ατομικότητα που κρύβεται στην μάζα. Αλλιώς: η μουσική του κατατρύχεται από το τραγικό τέλος του συλλογικού αγώνα, της ελπίδας και της ομαδικής δράσης. Είναι εσχατολογική. Μαύρη ρομάντζα για την αποσυναρμολόγηση ενός λαού που πίστευε, πλήρης αδυναμία συγκρότησης του συλλογικού υποκειμένου, μια μπαλλάντα για τον απωλεσθέντα πολιτικό λόγο. Η μονολιθικότητα της Αριστεράς, η χωρίς διάσταση μονότονη γλώσσα της και ο άκρατος δογματισμός μεταφέρονται στο τραγούδι, εξίσου μονοδιάστατο με αυτήν, εξίσου υπαινικτικό. Ναυαγήσαμε φίλε πια... Ανάμεσα σε αιχμηρά συρματοπλέγματα και λαχανιάσματα τόσων διωγμών...

Ο τίτλος, συμβολιστικός στα άκρα, είναι σαφής, ένα μουσικό μνημόσυνο αστόλιστο κι ανέκφραστο. Ένας καινούριος κόσμος αναδύεται. Τόσο συγκεχυμένος, ώστε αδιανόητος. Αναδευμένος, απαρηγόρητος και αδήριτος. Ένας νέος κόσμος μάταιος, Einstürzende Neubauten {1}. Για την συντριβή δεν έχει ιδέα. Τα συντρίμμια είναι αμάζευτα, στον μεγάλο βυθό της λησμοσύνης. Τώρα βλέπει κανείς αναφανδόν ίσιες γραμμές, τετράγωνα και ορθογώνια σχήματα δίχως καμπύλες που, κατοπινά, θα γίνουν η γεννήτρια ακτίνων, ευθείων ψηφιακών γραμμών μιας ζωής άχρωμης και ανεπικοινώνητης. Ένας νέος κόσμος αμμόχωστος και laser ταυτόχρονα που αναγκάζει κατοπινά τον Αναγνωστάκη να γίνει σάτυρος και κριτικός, ένας μυστικός περιαγόμενος ως Φάσσης. Ο φιλοτομαρισμός υπερισχύει. Εδώ, ‘πρόχνυ καθεζομένοι’ προσευχόμαστε τω αγνώστω Θεώ, στον υλισμό.

Ο δίσκος «Μπαλλάντες» δεν ακούστηκε. Τουλάχιστον όσο θα ‘πρεπε. Η άρτι αφιχθείσα εκ Σοβιετικής Ένωσης Μαργαρίτα Ζορμπαλά, δεν εντυπωσίασε παρ’ότι στο «Δρόμοι παλιοί» απέκτησε αιφνίδια δημοφιλία και, ως εκ τούτου, επέφερε αρκετές επανεκδόσεις στον δίσκο.

Το τραγούδι «Το ναυάγιο» ανακαλύφθηκε, αν έγινε ποτέ κάτι τέτοιο, συν τω χρόνω. Ο Πέτρος Πανδής, φτασμένος ήδη, μια συναυλιακή περσόνα του Θεοδωράκη την εποχή της δικτατορίας, ‘τραγουδάει’ θαυμαστά. Η εισαγωγή είναι ιδιαίτερα εκτεταμένη, σχεδόν αγγίζει τα δύο λεπτά. Το πιάνο οδηγεί την μουσική, ενώ το τσέλο συγκλίνει της άρχουσας μελωδικής γραμμής. Όπως και γράφτηκε, μια συζήτηση εναλλάξ. Μία καταπτωτική εισαγωγή που παρέχει τις ενδείξεις της μελαγχολικής ήττας του ποιητή και κάνει τον συνθέτη ‘οιωνοσκόπο’ της εξέλιξης· ζοφερής όσο τίποτε, που μετατρέπει τους μουσικούς σε δυσοίωνους μάντεις. Προμηνυτής του μουσικού συνόλου και το όμποε που συνάδει γλυκά και εκκωφαντικά. Το μπουζούκι εισαγάγει κατοπινά, αναφανδόν, την λαϊκότητα, μια, κατά την γνώμη μου, περιττή παρουσία. Άλλωστε τούτο το λαϊκό δεν αποδεικνύεται οργανικά με το έγχορδο αλλά είναι αυταπόδεικτο στιχουργικά αρχήθεν της σύνθεσης.

Πρόκειται για ένα ρεαλιστικό γενικά τραγούδι, ρεαλιστικό όπως το αναγιγνώσκει ο καθείς. Για την Αριστερά ήταν και παραμένει αληθινό. Για να γίνω σαφέστερος, όταν αντικρίζω το οτιδήποτε, έχω μια γνώμη γι’αυτό, η οποία, βαθμηδόν, επηρεάζει την διάθεσή μου. Ο έναντι, παρακολουθώντας την αυτήν εικόνα, εξάγει μιαν άλλη προς την δική μου αντίληψη παρασάγγης διαφορετική, άλλης ισχύος και άλλης δυναμικής. Κι όμως, βλέπουμε ή ακούμε εικονίζοντας νοητικώς και οι δύο ακριβώς το ίδιο. Πόση αντίθεση χωράει εδώ! Πόσο ανόμοια οράματα αναπηδούν από την ίδια ρεαλιστική απεικόνιση! Χάνεται ο στίχος μονομιάς και μένει η μουσική. Μια μουσική πέρα από το γιγαντισμό, μιας προδιαγεγραμμένης λαϊκής μούσας ή μιας κατασκευαστικής ‘απάτης’ αλλά, χαμηλή, με τις φανφάρες και τους μεγαλοπρεπείς παιάνες εκτός· θύραθεν κάθε εντυπωσιασμού και πρόκλησης ιδεών.


{1} Θυμήθηκα την ομώνυμη θρυλική μπάντα της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.



Σίμος Ιωσηφίδης 🌹

Comments


bottom of page