top of page

Στα χρόνια εκείνα...🌹


ree

Στα μέρη μας παλιά, στα μετακατοχικά μεταεμφυλιακά χρόνια , οι φαμελιές ήταν μεγάλες, τα στόματα πολλά και το ψωμί λιγοστό και μετρημένο

Τα σπίτια φτωχόσπιτα απλά ,με την αυλίτσα τους στην υποδοχή και δύο δωμάτια συνήθως, τη σάλα για τους ξένους και τις γιορτές , την κάμαρη για τον ύπνο ,την κουζίνα στη συνέχεια και αποχωρητήριο στην άκρη του κήπου.

Δεν είχαμε ηλεκτρικό και τρεχούμενο νερό και τις νύχτες φωτίζαμε τα σκοτάδια μας με τη λάμπα και το φανάρι ,τον τσιμπλή, και γύρω από εκείνο το τρεμάμενο ασθενικό φως, σχεδόν στο μισοσκόταδο, διαβάζαμε εμείς τα παιδιά και οι γυναίκες έραβαν έπλεκαν και κεντούσαν.

Το νερό πολύτιμο και στερημένο και αυτό το κουβαλούσαμε με ποτίστρες στο κεφάλι, από την άλλη άκρη του χωριού και το αντλούσαμε από μία χειροκίνητη βρύση ,που μας έφευγε η πλάτη και πάντα ήταν λιγοστό και που να πρωτοφτάσει...

Τότε ήταν όλα λιγοστά και στερημένα και τα αποφόρια, τα μπαλώματα και ξεπολησιά ήταν τρόπος ζωής και η καθημερινότητά μας.

Το χειμώνα όλες οι χαραμάδες έμπαζαν χιονιά και παγώναμε ,μουσκεύαμε στις νεροποντές και τα ανεμοβρόχια , καθώς έκαναν εισβολή τα νερά από τα σπασμένα κεραμίδια και επιστρατεύαμε κατσαρολικά και κουβάδες να κρατήσουμε το χώρο στεγνό και να απαγγειάσουμε το βράδυ.

Στρωματσάδα φυσικά, όλοι μαζί ,ο ένας κολλητά στον άλλον σχεδόν παστωμένοι, για να κρατάμε σφιχτά τη ζεστασιά και το όνειρο και να ξορκίζουμε τους φόβους μας στα σκοτάδια.

Παλιά στις φαμελιές ζούσαμε όλοι μαζί, παππούδες, γιαγιάδες, κουνιάδες ,κουνιάδια, νύφες και πεθερές και υπήρχε μία σχοινοβατούσα υποταγή στο πεπρωμένο και όλοι φρόντιζαν να κρατούν τις ισορροπίες ,για να μη δίνουν δικαιώματα στη γειτονιά ,κρύβοντας ο καθένας χωριστά κάτω από το προσκεφάλι του τον πόνο και το καημό του. Τη ζωή της κάθε οικογένειας την όριζε ο πατήρ φαμίλιας και η ανάγκη. Εκείνος διάλεγε τη νύφη για το γιο ,εκείνος ενέκρινε το γαμπρό για την κόρη, εκείνος κανόνιζε στον καφενέ προίκα και όλα τα σχετικά.

Από παράδοση πάντοτε στον καλοστέριωτο γάμο προπορευόταν μπροστάρης ,το προικιό,

Πόσα δίνεις??? τόσα θέλω.. ήτοι χωράφια ποτιστικά και ξερικά περιβόλια και λιοστάσια όλων των ειδών τα ζωντανά , κιλίμια , βελέτζες και διπλοσέντονα και και ό,τι άλλο χρειαζόταν ένα σπίτι και όριζε η συμφωνία.

Πολύ γάμοι χαλούσαν την παραμονή για το προικιό και πολλές νύφες δυστυχούσαν στο νέο τους σπίτι από την αφερεγγυότητα στο θέμα της προίκας, ενώ πολλοί γονείς θεωρούσαν τα θηλυκά κατάρα, μεγαλύτερη από το χτικιό και την πανούκλα.

Κάποτε οι γυναίκες κοιλοπονούσαν βογκώντας καρτερικά και γεννούσαν στο στρώμα και τις αυλακιές και μετά ασαράντιστες έτρεχαν στο μεροκάματο ,με το νεογνό στη σαρμανίτσα, και τα φουσκωμένα στήθη τους έσταζαν το γάλα στο χώμα.

Οι γυναίκες, μάνες, αδερφέςκαι κόρες ,πέρα από τη δουλειά στα χωράφια είχαν τη λάτρα του σπιτιού, σκούπισμα πλύσιμο στη σκάφη , γνέσιμο ,πλέξιμο ,

μπάλωμα, ζύμωμα, φούρνισμα, μαγείρεμα στην πυροστιά σε μία φωτιά, που σιγοκάπνιζε και αργόσβηνε, σκέτος μπελάς, και ταλαιπώρια.

Είχαν ακόμη την έγνοια των παιδιών ,τη φροντίδα του κήπου ,των ζωντανών και των ηλικιωμένων, και έτρεχαν ολημερίς αγκομαχώντας και αποξεχνούσαν τον εαυτό τους και τη ζωή τους.

Κάποτε οι άνθρωποι όργωναν τη γη με το αλέτρι,έσκαβαν το πετρωμένο χώμα με το τσαπί ,θέριζαν με το δρεπάνι,έχυναν ποτάμια ιδρώτα και το ψωμί λειψό και πολυκαιρισμένο..

Κάποτε οι άνθρωποι πέθαιναν βασανισμένοι και αβοήθητοι στο στρώμα, χωρίς γιατρό και γιατρικά και τα σπίτια ορφάνευαν και μαυροφορούσαν..

Κάποτε εμείς τα παιδιά, παίζαμε στις αλάνες με αυτοσχέδια παιχνίδια και ξεσηκώναμε με τα γέλια και τις φωνές μας τη γειτονιά στο πόδι,μέχρι που να μας αγγαρέψουν σε κάποια δουλειά, ενώ από τα τρυφερά χρόνια του σχολειού, μας έζευαν στη φύλαξη των ζωντανών και τις αγροτικές δουλειές, και έτσι κοιμόμασταν παιδιά και ξημερωνόμασταν μεγάλοι, σχεδόν γέροι..

Αυτή η στερημένη ζωή και η σκληρή επιβίωση ήταν η μοίρα και το πεπρωμένο μας ,δεν είχαμε επιλογές.

Έτσι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης γινόταν τιμόνι και πυξίδα της ζωής μας και απαιτούσε αντοχή υπομονή και αγώνα.. έτσι οι αντιστάσεις των ανθρώπων οι αντιστάσεις μας ,ατσαλώθηκαν στις φτωχογειτονιές και στα φιλόξενα σπιτάκια με τις αυλές, που ο κοινός μόχθος και τα κοινά βάσανα,έκαναν τους ανθρώπους γείτονες, συγχωριανούς και συνανθρώπους..

Παράλληλα η πίστη στο θεό, οι μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης, τα πατροπαράδοτα έθιμα ,τα πανηγύρια οι γάμοι και τα βαφτίσια, προπάντων οι κυριακές μας, ήταν η άμυνά μας στη μιζέρια και την κατήφεια και η λιακάδα της ψυχής μας.

Αν και αναμφισβήτητα εκείνα τα χρόνια τα βασανισμένα και στερημένα είχαν τις μικρές και τις μεγάλες χαρές τους, εγώ αν είχα επιλογή θα ήθελα η μανούλα μου να μην είχε καταξοδέψει τη ζωή της στα καπνοχώραφα , στις λιάστρες και τη σκάφη ,για να μας μεγαλώσει και να μας σπουδάσει.

Ακόμα εύχομαι κανένα παιδάκι να μη στερηθεί το ψωμί τη ζεστασιά του και το παιχνίδι του ,για να μην μαυρίσει πρόωρα η ψυχή του και κουβαλά τη μουτζούρα, ισόβια καταχωνιασμένη στα μυστικά της.

Επίσης από τα παλιά χρόνια ,θα ήθελα να κρατήσω μόνο τις χαρές και το μεγαλείο της ψυχής των ανθρώπων και να διαγράψω μονοκοντυλιά τις ταλαιπώριες και τα βάσανά τους, γιατί δεν ήταν όλα τόσα ρομαντικά όσο φαντάζονται μερικοί ή όσο επιμένουν να αναμασάνε και

αν σήμερα χάσαμε εντελώς το μέτρο και το φιλότιμο και αυτοκαταστραφήκαμε αυτό είναι άλλη ιστορία..




19/8/2025

Λιάνα Πουρνάρα

🌹

Comments


bottom of page