top of page

Στάχτες και αποκαϊδια

ree

Μία μαύρη σελίδα γραμμένη με κάρβουνο και τό όνειρο θαμμένο στη στάχτη.

Μία φορά και έναν καιρό στα παραμύθια μας, υπήρχε ένα δάσος πυκνόφυλλο και σκιερό, που το διέσχιζε η κοκκινοσκουφίτσα ,με την ανεμελιά της ηλικίας της και το καλαθάκι της στο χέρι ,σιγοτραγουδώντας..

___Μες στο δάσος περπατώ ,περπατώ και τραγουδώ ,λύκε λύκε είσαι εδώ???

Κάποτε ανάμεσα στο μεσιανό φρύδι των δέντρων, φώλιαζαν όλου του κόσμου τα πουλιά, και έστηναν αχάραγα την ορχήστρα τους τα αηδόνια. Κάποτε τον άγριο χειμώνα, τα πεύκα και τα έλατα σφιχταγκαλιάζονταν,να αποφύγουν την παγωνιά, και κρατούσαν στην πλάτη τους το χιονιά ,για να μην παγώσει ο κάμπος...

Μετά ,μόλις άνοιγε το βλέφαρο η Άνοιξη, φορούσαν τα μαρτάκια τους στο χέρι, και άρμεγαν λαίμαργα χρώματα και αρώματα για το μαγιάτικο στεφάνι..

Κάποτε είχαμε δάση παρθένα και απερπάτητα, και δέντρα ,πεύκα,ελάτια, φτελιές και αγριοπούρναρα ,φτέρες και λατσούδες, που έριχναν ίσκιο βαθύ, να ξαποσταίνει ο διαβάτης και να δροσίζεται η ψυχή του. Κάποτε είχαμε δάση πολλά και εκεί στην ανοιχτωσιά τους, έστηναν οι άνθρωποι τις καλύβες τους, που κάπνιζε η καμινάδα τους τα βράδια και η γιαγιά μας αποκοίμιζε στο παραγώνι με παραμύθια. Μετά πλάκωναν οι νεράιδες στο όνειρο ,έπιαναν το κυνηγητό στα δάση, και γλύκαιναν των ύπνο μας και τη ζωή μας..

Κάποτε ο τόπος τούτος με τα βράχια του, τα δέντρα του και τα νερά του, ήταν ο παράδεισος ,που απίθωσε ο θεός στη γη μας ,να τον κοιτάζει από ψηλά και να θαυμάζει την ομορφιά του.

Κάποτε, σε χρόνο παρελθοντικό, εκεί που λαγοκοιμάται η μνήμη, και τα καταχωνιάζει όλα στα περασμένα και μετά αναπολεί, σκόρπιες εικόνες και σκόρπιες χαρές από τον προπτωτικό παράδεισο..

Σκαλώνει επίμονα και εμμονικά εκεί,στον παράδεισο προ της πτώσεως, γιατί μετά εντελώς , ανεπαίσθητα και ύπουλα, όπως ακριβώς το σαράκι ροκανίζει αθόρυβα και αφανίζει το ξύλο, ξερριζώθηκαν και αφανίστηκαν τα δάση, ξεψύχησαν τα δέντρα στα απόκαΐδια, και τα πουλιά πέταξαν τρομαγμένα σε άλλους τόπους.

Τώρα αράξαμε στην ξέρα και πιάσαμε πάτο. Παντού πένθος, σκοτεινιά, στάχτη και αποκαΐδια..

Ο παράδεισος οριστικά απολεσθείς, το μάτι του ουρανού σκοτεινό , το μάτι του θεού οργισμένο, οι νύχτες πύρινη κόλαση ,οι μέρες μαυροντυμένες.Γέμισε η ψυχή μας κάρβουνο και καπνό, πλαντάξαμε στη μαυρίλα και μας κόπηκε η ανάσα. Ο παράδεισος αμετάκλητα απολεσθείς, το μέλλον δυσοίωνο , η ζωή σε μαύρο φόντο.. και το αύριο με πένθιμο περιβραχιόνιο στο χέρι.

Απελπισία, αγωνία και κατήφεια.

Μερικοί λόξοκοιτάνε ανήσυχοι πίσω , και αποτολμάνε ένα σύντομο απολογισμό .Μετράνε λάθη και παραλείψεις, τότε που τυφλωμένοι από έπαρση, μοιραίοι αποστάτες, προσκυνήσαμε τη μηχανή, ξεπουλήσαμε αξίες και ιδεολογίες ,βγάλαμε στο σφυρί τα δάση και τα βουνά μπαζώσαμε τα ποτάμια και τα ρέματα και στριμώξαμε στο κλουβί την ψυχή μας . Τότε που χάσαμε το μέτρο , απαρνηθήκαμε το θεό , κάναμε σημαία της ζωής μας τα αναλώσιμα αγαθά και το χρήμα, και πασπαλίσαμε πρόχειρα το ψυχικό μας κενό, με το λούστρο της κενοδοξίας και της υπερφίαλης ανοησίας.... Όμως, για τιμωρία μας όσο κι αν το στουμπώσαμε, από τις χαραμάδες του μπαινοβγαίνει αδέσποτη η κατάθλιψη, η μοναξιά και η ερημιά της ψυχής μας.

Δεκαπενταύγουστο, ανήμερα της γιορτής της παναγιάς, όλη η Ελλάδα στο πένθος, για τα καμένα δάση,τις πυρπολημένες ζωές, τις μαυρισμένες ψυχές και το αδιέξοδο μέλλον... Και ανάμεσα σε όλη τούτη τη μαυρίλα, σαν ουράνιο τόξο σε φονική νεροποντή, ένα μισοκαμένο πεύκο ,που παλεύει να κρατηθεί στη ζωή , ένα κυκλάμινο ,που προβάλει τη μούρη του στο βράχο, κάτι αλλαφιασμένα εικοσάχρονα παλικάρια με τη μάνικα στο χέρι ,που παλεύουν να περισσώσουν ό,τι σώζεται , κάτι άνθρωποι ξεσπιτωμένοι ξερριζωμένοι ,που τρέχουν αλλόφρονες, μέσα στην κόλαση σφίγγοντας παραμάσχαλα την εικόνα της παναγιάς, τη φωτό των γονιών τους και το αγαπημένο αρκουδάκι των παιδιών τους.. Και καθώς τρέχουν με τα μάτια στραμμένα στο αύριο και τη ζωή, αφήνουν πίσω τους μια θημωνιά λιακάδας και ένα κομμάτι ουρανού ανάμεσα στα αποκαϊδια... κάτι σαν θεϊκό σημάδι σαν μία σταλιά μαγιά αναγέννησης και μία υποψία σωτηρίας..



Λιάνα Πουρνάρα

Comments


bottom of page