top of page

Ο Άνθρωπος ως απάντηση...


Ο Άνθρωπος ως Απάντηση – Αγγελιοφόρος Ελπίδας στην Έρημο της Ανυπαρξίας

«Ο Άνθρωπος είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση.» Αντρέ Μπρετόν

Σε έναν τοίχο φθαρμένο απ’ τον χρόνο, ένας αγγελιοφόρος σκύβει να μοιράσει σημάδια ζωής. Από το ξεραμένο χώμα, αναδύονται χέρια, χέρια διψασμένα, χέρια της ανάγκης. Δεν ζητούν να κρατήσουν· ζητούν να ριζώσουν. Και ο αγγελιοφόρος, βουβός, με μάσκα στο στόμα, γίνεται απάντηση χωρίς λόγια.

Η ρήση του Μπρετόν, τοποθετημένη πάνω σε αυτήν τη σιωπηλή σκηνή, αποκτά βαρύτητα υπαρξιακή. Αν ο Άνθρωπος είναι η απάντηση, τότε η ερώτηση δεν είναι παρά το ίδιο το Σύμπαν: το κενό, η απουσία, η κραυγή του πόνου, η δίψα για νόημα. Και ο Άνθρωπος με το σώμα του, τη θέλησή του, τις πράξεις του απαντά με πράξη, όχι με θεωρία.

Ο Άνθρωπος ως Υπόσχεση

Η εικόνα μας φέρνει μπροστά σ’ έναν Άνθρωπο που δε σώζει, δεν κυριαρχεί, δεν εξηγεί. Απλώς μεταδίδει. Όχι λέξεις αλλά πράξεις. Σκορπίζει σύμβολα ελπίδας. Χωρίς βεβαιότητα για το αποτέλεσμα. Ίσως τα χέρια που απλώνονται δεν θα φτάσουν ποτέ το νερό· ίσως η κίνηση να μείνει δίχως αντίκρισμα. Κι όμως, το να διαδώσεις ζωή σε έναν άγονο τόπο είναι πράξη πίστης. Πίστης στον Άλλο, στο Άγνωστο, στον Χρόνο. Ο Άνθρωπος έτσι, είναι απάντηση όχι επειδή έχει τη λύση, αλλά επειδή παραμένει παρών με πράξεις, με σιωπή, με πόνο.

Μπροστά στον Τοίχο της Λήθης

Το να μεταφέρεις ελπίδα μπροστά σε έναν τοίχο δεν έχει καμιά χρηστική αξία. Κι όμως,  αυτή η σιωπηλή παράσταση γίνεται πράξη αντίστασης: ανασύρει από τη λήθη εκείνους που χάνονται τους φτωχούς, τους ξεχασμένους, τους εξόριστους από την καθημερινή αφήγηση. Τα χέρια που ξεπηδούν απ’ το ξεραμένο χώμα δεν είναι πια απλώς μορφές είναι κραυγές δίχως στόμα. Ο Άνθρωπος-Αγγελιοφόρος γίνεται φωνή χωρίς λέξεις. Χωρίς να μιλά. Δε διδάσκει· μαρτυρεί. Δεν παρηγορεί· συνοδοιπορεί. Με το σκύψιμό του, με τη στάση του σώματος, με το ρίγος της πράξης του, γίνεται τόπος συνάντησης ανάμεσα στην ανάγκη και στην ελπίδα.

Ο Σουρεαλισμός ως Οδός Ανάτασης

Ο Αντρέ Μπρετόν, πατέρας του σουρεαλισμού, πίστευε πως η πραγματικότητα δεν είναι το ορατό μόνο, αλλά και το όνειρο, το άδηλο, το φαντασιακό. Μέσα από αυτό το πρίσμα η θέαση τούτη γίνεται σύμβολο μεταφυσικής. Ο Άνθρωπος δε μεταφέρει μόνο βοήθεια μεταφέρει τη δυνατότητα.. Κάθε του πράξη, μια ελπίδα που ίσως δεν δούμε να ανθίζει, αλλά δεν παύει να έχει το δικαίωμα να αγγίξει το έδαφος.

Η Τελευταία Ερώτηση: «Εσύ πού ήσουν;»

Το ερώτημα «εσύ πού ήσουν;»  είναι ίσως η πιο οδυνηρή πρόκληση. Δεν απευθύνεται στον αγγελιοφόρο, αλλά σε εμάς. Εμείς, που περνάμε δίπλα από τοίχους, από ανθρώπους, από χέρια, χωρίς να σκύβουμε. Ο Άνθρωπος που είναι απάντηση, είναι αυτός που διάλεξε να μην αποστρέψει το βλέμμα του. Που τόλμησε να γίνει το αντίβαρο της σιωπής.

Ο Άνθρωπος ως Ερώτηση και Απάντηση

Ίσως, τελικά, η φράση του Μπρετόν να μην δηλώνει βεβαιότητα, αλλά κάλεσμα. Ο Άνθρωπος δεν είναι απλώς η απάντηση είναι αυτός που τολμά να σταθεί απέναντι στην ερώτηση του κόσμου και να ψιθυρίσει: είμαι εδώ.Ακόμα κι αν δεν γνωρίζω τι ζητείται από εμένα.Αρκεί που είμαι.Αρκεί που μεταφέρω ελπίδα.Αρκεί που προσφέρω χωρίς ανταπόδοση.Αρκεί που υπάρχω με νόημα.


 

🔹 Για το Θεατρικό Κείμενο

  • Δεν πρόκειται για απλό μονόλογο· μοιάζει με θεατρική προσευχή ή τελετουργικό εξομολόγησης, όπου η φιλοσοφία γίνεται φωνή και σιωπή ταυτόχρονα.

  • Ο ρόλος του Αγγελιοφόρου δεν έχει ταυτότητα στερεότυπη. Δεν είναι άγιος ούτε επαναστάτης. Είναι μια συμβολική μορφή, ένας μετέωρος άνθρωπος ανάμεσα στο "μηδέν" και στο "είμαι".

******************

«Αγγελιοφόρος της Σιωπής»

(Θεατρικός μονόλογος εμπνευσμένος από τη ρήση του Αντρέ Μπρετόν)

(Αχνοφωτισμένος δρόμος. Τοίχος ραγισμένος. Μια σκιά προχωρά αργά. Στα χέρια της ένας σάκος, βαρύς και σιωπηλός. Ο ήχος της ανάσας.)

ΦωνήΟ Άνθρωπος…είναι η απάντηση,όποια κι αν είναι η ερώτηση.

Το είπε όχι σαν ρήση, μα σαν κραυγή ο Μπρετόν.Κι εγώ, ένα σώμα που κάποτε είχε όνομα,το πήρα μέσα μου σαν φωτιάπου δεν ζητά να κάψει, μα να ξυπνήσει.

(Σκύβει. Ρίχνει κάτι στο έδαφος. Σιωπή. Χέρια από τον τοίχο απλώνονται εικονικά.)

ΦωνήΔεν ήμουν ποιμένας,ούτε προφήτης,ούτε φωνή σε πλατεία με ήχους.Εγώ…αγγελιοφόρος.

Φέρω νέα που δε γράφονται.Σπορά που δεν είναι καρπός,μα υπόσχεση.Κάθε σπόρος,μια σιωπηλή κραυγή προς τον ουρανό.

 

 

(Στρέφεται προς τα χέρια του τοίχου. Τα κοιτάζει σαν να αναγνωρίζει πρόσωπα.)

ΦωνήΒρήκα τα χέρια σας στο χώμα όχι πτώματα,μα φλόγες που δεν έσβησαν.Κι όπως τα είδα, κατάλαβα·πως αν κάποιος πρέπει να μιλήσει για εσάς,δεν είναι αυτός που κρατά μικρόφωνο,αλλά εκείνος που κρατά σιωπή.

(Κρατά τον σάκο στα χέρια του. Τον ακουμπά στο στήθος σαν ιερό λείψανο.)

ΦωνήΝαι.Αγγελιοφόρος.Όχι της εξουσίας,ούτε του θριάμβου.Μα του βλέμματος που δεν πρόλαβε να μιλήσει.Της πείνας που δεν φώναξε.Της ύπαρξης που δεν καταγράφηκε.

Είμαι εδώ για να θυμίσω πως κάπου,ανάμεσα σε τοίχους και φθορά,ακόμα αναπνέει η δυνατότητα.Η δυνατότητα του ανθρώπουνα είναι η απάντηση.

(Μια μικρή παύση. Γυρίζει προς το κοινό, με μάτια υγρά.)

ΦωνήΚι εσύ;Εσύ, διαβάτη της ασφάλτου,που κοίταξες κι έστρεψες αλλού το βλέμμα πού ήσουν όταν απλώνονταν τα χέρια;Όταν το χώμα μιλούσε με σιωπή;

(Το φως χαμηλώνει. Μένει μόνο ο ήχος από κάτι που πέφτει στο έδαφος  σαν δάκρυ ή σπόρος.)

Φωνή (ψιθυριστά)Εγώ ήμουν εδώ.Όχι για να σώσω.Μα για να θυμίσω.

 

Μίνα Μπουλέκου

Συγγραφέας

Comments


bottom of page