Μη με ξεχνάς...🌹
- ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΛΑΛΟΠΟΥΛΟΥ-ΜΕΞΗ

- Oct 15
- 2 min read

Άνοιξα τα μάτια μου.
Το φως έμπαινε από τις γρίλιες, σχηματίζοντας λεπτές λωρίδες πάνω στο κρεβάτι.
Χασμουρήθηκα και ένιωσα κάτι μαλακό να αγγίζει το χέρι μου.
Φοίβη.
Δεν ξέρω πώς, αλλά το όνομά της βγήκε φυσικά από το στόμα μου. Ένας μικρός κόμπος έσφιξε το στήθος μου.
Κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά δεν ήξερα τι.
Σηκώθηκα αργά.
Τα πόδια μου έμοιαζαν βαριά, σαν να μην τα είχα χρησιμοποιήσει για καιρό.
Η Φοίβη, με ακολούθησε μέχρι την κουζίνα κουνώντας την ουρά της, τα νύχια της χτυπούσαν ρυθμικά στα πλακάκια.
Έφτιαξα καφέ.
Οι κινήσεις μου γνώριμες, αυτόματες, αλλά το μυαλό μου… άδειο.
Πήρα την κούπα μου και πήγα στο σαλόνι.
Κάθισα στον καναπέ.
Το τάμπλετ περίμενε πάνω στο τραπέζι, ανοιχτό.
Κάτι μέσα μου μού έλεγε πως έπρεπε να γράψω.
Πάντα έγραφα.
Άνοιξα τα αρχεία.
Στην οθόνη υπήρχαν ημερομηνίες. 31 Δεκεμβρίου 2018. 5 Ιανουαρίου 2019. 10 Οκτωβρίου 2020.
Διάλεξα ένα τυχαίο αρχείο.
Μια σελίδα γεμάτη λέξεις, αναμνήσεις, που δεν θυμόμουν πως είχα ζήσει.
Η πόρτα άνοιξε.
Ήταν η μητέρα μου.
«Καλημέρα κορίτσι μου.
Πώς είσαι σήμερα;»
Η φωνή της ήρεμη, ζεστή, σαν κουβέρτα που τυλίγεται γύρω μου.
«Καλά… νομίζω.»
Ήταν περίεργη ερώτηση.
Κάτι δεν ταίριαζε.
«Σήμερα θα έρθει η Σοφία να πάμε για καφέ» είπα.
Μια παύση.
Το βλέμμα της σκοτείνιασε, αλλά αμέσως επανήλθε στην προηγούμενη γαλήνια έκφραση. Κάθισε δίπλα μου και με πήρε αγκαλιά.
«Αγάπη μου…»
Κάτι στον τόνο της με πάγωσε.
«Η Σοφία…»
Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει πιο γρήγορα.
«Η Σοφία τι;»
Εκείνη αναστέναξε.
«Έγινε ένα ατύχημα.
Πριν δυο χρόνια.
Η Σοφία… δεν είναι πια εδώ.»
Το δωμάτιο έγειρε.
Μια κραυγή κόλλησε στον λαιμό μου.
Όχι, όχι, αυτό δεν μπορούσε να είναι αλήθεια.
Ένιωσα ένα βάρος στο στήθος, σαν να είχε πέσει πάνω μου ολόκληρος ο ουρανός.
Ο αέρας έγινε βαρύς, αδιαπέραστος.
Έπιασα το τάμπλετ.
Αναζήτησα.
Σε κάθε αρχείο, οι ίδιες λέξεις.
Η ίδια αποκάλυψη.
Κάθε φορά που ξυπνούσα.
Κάθε μέρα.
Κάθε μέρα ξανά.
Κάθε βράδυ ξεχνούσα.
Κάθε μέρα το ξαναζούσα.
Ένιωσα ένα χέρι να πιάνει το δικό μου.
Η μητέρα μου.
Με τράβηξε στην αγκαλιά της, όπως τότε που ήμουν παιδί και έβλεπα εφιάλτες.
«Γι’ αυτό δεν ήρθε…» ψιθύρισα.
«Γι’ αυτό δεν έρχεται ποτέ».
Το βράδυ, ήμουν στο γραφείο μου.
Άνοιξα το αρχείο.
Σήμερα έμαθα ότι η Σοφία πέθανε.
Το έγραψα, για να μην το ξεχάσω.
Ήξερα πως αύριο θα ξυπνήσω και θα την περιμένω.
Ήξερα πως θα διαβάσω πάλι αυτές τις λέξεις και θα καταλάβω.
Όμως…
Όταν αποκοιμήθηκα, η μητέρα μου μπήκε στο δωμάτιο.
Πλησίασε το τάμπλετ.
Διστακτικά, πάτησε «διαγραφή».
Το αρχείο εξαφανίστηκε.
Η μητέρα μου έκλεισε τα μάτια και αναστέναξε.
«Αύριο… θα έχει μια ήσυχη μέρα» ψιθύρισε.
Το φως έσβησε.
Το επόμενο πρωί ανοίγοντας τα μάτια μου, είδα το φως να μπαίνει από τις γρίλιες, κόβοντας το χώρο σε σκιές.
Χασμουρήθηκα και ένιωσα κάτι μαλακό να αγγίζει το χέρι μου.
Η Φοίβη.
Δεν ήξερα γιατί, αλλά ένα σφίξιμο στο στήθος έκανε την ανάσα μου βαριά.
Σηκώθηκα.
Η Φοίβη με ακολούθησε μέχρι την κουζίνα.
Έφτιαξα καφέ.
Κάθισα στο σαλόνι.
Το τάμπλετ ήταν ανοιχτό.
Άρχισα να γράφω.
Έγραφα.
Έγραφα.
Έγραφα.
Η μητέρα μου κατέβηκε τα σκαλιά.
Μου χαμογέλασε.
«Καλημέρα κορίτσι μου.
Πώς είσαι;»
«Καλά… Σήμερα θα έρθει η Σοφία να πάμε για καφέ».
Για τη δική μου Σοφία, που μου έμαθε πολλά- και μου λείπει βαθιά.
Λαλοπούλου Μέξη Αγγελική 🌹





Comments