Η σκιά της σιωπής...
- ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΛΑΛΟΠΟΥΛΟΥ-ΜΕΞΗ 
- 9 hours ago
- 2 min read

Το σπίτι έτριξε ελαφρά, καθώς ο Ρένος κατέβηκε βιαστικά τη σκάλα. Ο πρωινός ήλιος περνούσε μέσα από τα ξύλινα παντζούρια, ρίχνοντας λοξές γραμμές φωτός πάνω στους πέτρινους τοίχους. Ξεφύσησε, κοίταξε το ρολόι στο χέρι του, έριξε μια τελευταία ματιά, και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά προς τον κήπο, διαπίστωσε ότι η πόρτα της αυλής, η μεγάλη, βαριά, σιδερένια πόρτα, ήταν… μισάνοιχτη. Σταμάτησε απότομα.
Η καρδιά του χτύπησε δυνατά. «Είμαι σίγουρος ότι την έκλεισα!» σκέφτηκε και το πρόσωπό του ράγισε σαν λεπτό γυαλί, οι γραμμές απλώθηκαν, σαν να είχε σχιστεί η ίδια η στιγμή. Πήγε κοντά της και την άγγιξε.
Το χέρι του έτρεμε.
Ένα ελαφρύ τρίξιμο, ένας ανεπαίσθητος ψίθυρος μετάλλου πάνω σε μέταλλο σφύριξε στα αυτιά του. Έσπρωξε διστακτικά.
«θα γυρίσω!
Το απόγευμα θα είμαι πίσω» είπε ψιθυριστά κλείνοντας την απαλά. Τα δάχτυλά του έπιασαν το παλτό που φορούσε και το έσφιξαν επάνω του, παρόλο που δεν έκανε τόσο κρύο.
Ο Ρένος έφτασε στην εταιρεία όπου δούλευε, μπήκε στον προθάλαμο και κατευθύνθηκε στο γυάλινο ασανσέρ. Ανέβηκε μέχρι το γραφείο του, χωρίς να κοιτάξει ή να χαιρετήσει κανέναν.
Έτσι έκανε τρία ολόκληρα χρόνια, από τότε που συνέβη εκείνο το τραγικό γεγονός. Κανένας δεν προσπαθούσε να του μιλήσει, κανένας δεν τον κουτσομπόλευε, απλά περίμεναν να συνέλθει από εκείνην την τραγωδία και να μπορέσει να συνεχίσει τη ζωή του. Έκατσε στο γραφείο, τα δάχτυλά του άρχισαν να χτυπούν ρυθμικά στο τραπέζι, οι παλάμες του άρχισαν να ιδρώνουν και τα πόδια του δεν ησύχασαν ποτέ. Σηκώθηκε, σχεδόν παραπατώντας βγήκε στο δρόμο «Θα δουλέψω από το σπίτι» σκέφτηκε.
Κοίταξε τα κτίρια γύρω του, εκείνα έμοιαζαν να γέρνουν, να λυγίζουν, σαν γιγάντια σώματα που ήταν έτοιμα να τον κατασπαράξουν. Οι προσόψεις τους ήταν γεμάτες ρωγμές, σαν βαθιές πληγές σε πέτρινα πρόσωπα.
Άρχισε να περπατάει γρήγορα, πιο γρήγορα ώσπου έφτασε στην εξώπορτα. Εκείνη, ανοιχτή όπως κάθε μέρα, τον περίμενε.
«Ήρθα» είπε κλείνοντας την απαλά. Μπήκε στο σπίτι και έμεινε ώρα ακίνητος στο σκοτάδι, κοιτάζοντας το πάτωμα, εκεί που ξεκίνησαν όλα, εκεί που άλλαξε όλη του η ζωή.
Τα μάτια του έχασαν για μια στιγμή τη σταθερότητα τους, το βλέμμα του έμοιαζε να διαλύεται σε κομμάτια, σαν αντανάκλαση που διαταράχθηκε από μια σταγόνα νερού.
Ξεκούμπωσε ασυναίσθητα το παλτό του και το άφησε να πέσει.
Ησυχία. Αλλά όχι ανακούφιση.
Το πάτωμα άρχισε να τρίζει.
Μέσα στο δωμάτιο, μέσα του, κάτι συνέχιζε να κινείται, κάτι έσφιγγε το στήθος του, του έτρωγε τα σωθικά.
Τα χείλη του τρεμόπαιξαν, σαν να επρόκειτο να μιλήσει.
Σαν να ήθελε να πει κάτι πριν όλα καταρρεύσουν.
Το βλέμμα του έμεινε χαμένο στις ατέλειες του δαπέδου, ακολουθώντας τις γραμμές, που έκρυβαν μια αλήθεια που δεν έπρεπε να ειπωθεί.
Κάθε σκέψη που προσπαθούσε να διώξει ξαναγυρνούσε, πιο βαριά από πριν.
Και έτσι έμεινε εκεί, με το βάρος να τον κρατάει ακίνητο, χαμένο στις σκιές.
Αγγελική Λαλοπούλου Μέξη🌹




Comments