Η προδοσία του χαφιέ...🌹
- ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ
- 18 hours ago
- 5 min read

Η προδοσία του χαφιέ
«Όσο εσύ ουρλιάζεις ακατάπαυστα μέσα στ’ αυτιά μου, τόσο εγώ θα τα κλείνω και δεν θ’ ακούω λέξη απ’ όσα λες.
Βλαστημάς μέσα στο κεφάλι μου, βουίζουν τ’ αυτιά μου και, αντί να μετανιώσεις για όλα, εσύ γίνεσαι καθημερινά χειρότερο τέρας»
Η ειρωνεία και το σαρκαστικό γέλιο έκανε τη Δέσποινα να είναι σίγουρη πως η καρδιά τούτου του ανθρώπου ήταν ένα μαύρο, σκοτεινιασμένο, παγωμένο “κατώι”· έτσι το είχε στο μυαλό της.
Ο Στέλιος ήταν ο παραγιός στο σπίτι τους από μικρός.
Τον συμμάζεψε η οικογένειά της μέσα απ’ τους δρόμους. Κανένας απ’ τους γονείς της δεν πήρε ποτέ είδηση πόσο μικρόψυχος ήταν. Μπροστά τους πάντοτε υποκρινόταν τον ήρωα του σπιτιού που έκανε όλες τις δύσκολες δουλειές.
Νερό έπιναν στ’ όνομά του.
«Στην υγειά του Στέλιου μας, στην υγειά του λεβέντη μας!
Ένα τέτοιο παλικάρι θέλουμε για την Δέσποινα μας!».
Άκουγε συνεχώς, μα ποτέ δεν φαντάστηκε ότι το εννοούσαν. Πραγματικά πίστευε ότι ήταν υποτιμητικό να φαντάζονται πως έχοντας τελειώσει το εξατάξιο θα έπαιρνε τον Στέλιο για άντρα της. Ονειρευόταν να πάει στην πόλη να σπουδάσει κάποια τέχνη, ίσως κομμωτική, για να ‘χει σύντομα κάποιες δραχμές στην τσέπη της, να μπορεί να ζήσει με αξιοπρέπεια.
Ο Στέλιος ήταν ένας υποκριτής ως χαρακτήρας, με κακά βιώματα προφανώς μα το χειρότερο ήταν ότι κρυφά, όταν δεν τον άκουγε κανείς, βλαστημοκοπούσε τόσο, που την έπιανε σιχασιά.
Ήταν και κείνες οι φορές που την κοιτούσε λιγούρικα αλλά δεν του επέτρεπε να τολμήσει καμία κίνηση, θα του έκοβε το χέρι.
Αυτό που την πλήγωνε πιο πολύ ήταν που οι δικοί της άνθρωποι την έδιναν σαν τσουβάλι στον παραγιό τους. Μα η μοίρα τον ανθρώπων είναι αυτή που δεν την ορίζουμε ούτε εμείς, ούτε κανένας.
Ήταν βράδυ, τέλη Ιουλίου και η ζέστη έκανε το κορμί της να λιώνει στα σεντόνια.
Σ’ ένα μήνα από τώρα θα ‘φευγε για την πρωτεύουσα, να βρει το δωμάτιό της και να γραφτεί στη σχολή της.
Ανυπομονούσε, μετά τον Δεκαπενταύγουστο, να φύγει απ’ την Κυπαρισσία και να πάει στην Πάτρα.
Εκεί θα έκανε όσα ονειρευόταν σαν κοπέλα. Δεν ήταν των πάρτι και της άστατης ζωής.
Ηρεμία ήθελε και ήσυχη καθημερινότητα.
Μα ο σατανάς ο Στέλιος μια χαρά τα είχε τακτοποιημένα στο τιποτένιο μυαλό του.
Φωτιά ξέσπασε στο κατώι του σπιτιού και στη μπροστινή κάμαρη των γονιών της.
Μέσα σε μία καταραμένη νύχτα έκλαψε τον χαμό της κυρα-Φωτεινής και του κυρ Γεράσιμου. Όλο το χωριό σπάραξε.
Σώθηκε το μισό σπίτι, το πλυσταριό και το κουζινάκι.
Σαν νοικοκύρης φερόταν ο νεαρός. Δεν της άρεσε το ύφος του και τώρα ήταν πιο μόνη από ποτέ.
Μια φιλενάδα είχε, κι αυτή είχε φύγει ήδη στην Αθήνα, να δουλέψει σε σπίτι ως εσωτερική βοηθός.
Ήταν η μέρα που θα ανακοίνωνε στον Στέλιο ότι έπρεπε να φύγει από το σπίτι της, ποιο σπίτι δηλαδή, τ’ αποκαΐδια, το καμένο μαύρο ερείπιο, ένα με την ψυχή της και φυσικά δεν φαντάστηκε ότι η συζήτηση θα κατέληγε σε “μακελειό” μεταξύ τους.
«Δεσποινούλα, πόσα πράγματα οι γέροι σου έπρεπε να σου ‘χουν πει και στα κράτησαν κρυφά; Αναγκάζομαι εγώ τώρα να απολογούμαι και να πρέπει να σου δώσω τόσες εξηγήσεις».
Όσο κι αν την τρέλαινε η φωνή του, τώρα έπρεπε να λύσει τα προβλήματα και να ξεκουμπιστεί ο αγενέστατος.
«Στέλιο, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να φύγεις από ‘δώ.
Το ‘χουμε ξανασυζητήσει· ήσουν παραγιός για τους γονείς μου, για την οικογένειά μου, όχι για μένα. Δεν μου είσαι τίποτα. Έφυγαν απ’ τη ζωή οι γονείς μου άδικα, θα ήθελα να φύγεις κι εσύ».
«Δεσποινούλα, νομίζω ότι εσύ θα πρέπει να μου ζητήσεις να μείνεις εδώ γιατί εμένα αυτό είναι το σπίτι μου».
Γελούσε σαν να περίμενε τη στιγμή που θα συνέβαινε αυτό, σαν να ήταν όλα ένα καλά οργανωμένο σχέδιο στο μυαλό του και φυσικά είχε δίκιο.
Είχε δίκιο γιατί την πρόδωσαν οι ίδιοι της οι γονείς.
Ο Στέλιος έβγαλε με αργές, θεατρινίστικες κινήσεις το χαρτί απ’ την τσέπη του, που έγραφε τη διαθήκη της οικογένειάς της. Το σπίτι το άφηναν στον Στέλιο Δαμίγο, όπως επίσης κι όλο το στρέμμα, όλο το οικόπεδο, με τις κότες και τα ζωντανά. Φυσικά, η ίδια δεν είχε κανένα δικαίωμα σ’ αυτά. Θα είχε μόνο αν παντρευόταν τον Στέλιο της καρδιάς τους. Νόμιζε ότι όλο αυτό ήταν ένας εφιάλτης.
Αυτοί οι άνθρωποι αποκλείεται να ήταν γονείς της. Δεν ήθελαν το καλό της. Δεν ήθελαν να είναι ευτυχισμένη και επέλεξαν να την παντρέψουν με το ζόρι με κάποιον άνθρωπο που δεν την αγαπούσε και, που αυτή δεν ήταν ερωτευμένη κάτι σαν τις παλιές ελληνικές ταινίες. Και φυσικά, δεν ήθελε αυτό το σπίτι αν επρόκειτο να μείνει με τον στραβούλιακα και να τον παντρευτεί.
Κάπως έτσι, δεν απάντησε και έσκυψε το κεφάλι, έχοντας στο μυαλό της το δικό της σχέδιο.
«'Εντάξει λοιπόν, Στέλιο, είναι δικό σου σπίτι, να το χαίρεσαι. Αν αυτός ήταν ο σκοπός σου, το κατάφερες».
Τη νύχτα, μάζεψε τα πράγματά της, λιγοστά χρήματα κι αποφάσισε να φύγει.
Μα ο “έξω από ‘δώ” τα είχε όλα μια χαρά πιθωμένα στο μυαλό του. Και λουκέτο στην πόρτα και μάνταλα στα παράθυρα.
Η κατάληξη σίγουρα θα ήταν άσχημη. Και ήταν. Τη βούτηξε απ’ τα μαλλιά και την πέταξε στο κατώι σαν ζώο.
«Δεσποινούλα μου, αν δεν θες την τύχη των γονιών σου, μούγκα και συνεργάσου. Δεν έκανα τον μαλάκα άδικα, τόσα χρόνια. Όλα αυτά μου ανήκουν.
Ξέρεις γιατί;
Επειδή ο πατέρας σου ήταν ρουφιάνος, χαφιές των Γερμανών. Τι νόμιζες, έτσι τα απέκτησε όλα; Έτσι έχεις σπίτι, στρέμματα και ζωντανά;
Αλλά δεν τα εκτίμησες ποτέ κι ονειρεύεσαι την πρωτεύουσα.
Τον δικό μου πατέρα τον πήραν εξόριστο, τη μάνα μου την κακοποιούσαν εξαιτίας του χαφιέ πατέρα σου.
Δεν περίμενε ότι θα επιζήσω απ’ το γάλα της κατσίκας της συγχωρεμένης κυρα-Διαμαντούλας, αλλά, όπως βλέπεις, και το ρωγοβύζι της κατσίκας με μεγάλωσε.
Όλα εδώ πληρώνονται, Δεσποινάκι. Θα γίνεις γυναίκα μου και τα παιδιά μας θα πλουτίσουν απ’ τη γη μου… Τη γη σου, που εσύ θα τη δουλέψεις να ξεχρεώσεις τον δικό μου πόνο».
“Έγω τι έφταιξα;” σκεφτόταν.
“Τι φταίω για όσα δεν γνώριζα;
Γιατί να καταστρέψω τη ζωή μου; Μα πρέπει να βρω τρόπο να ξεφύγω απ’ τον τρελό τον Στέλιο”.
«Κατάλαβα», αποκρίθηκε στεγνά. «Δεν χρειάζεται να με κρατάς εδώ. Ούτε εσύ φταις, μα ούτε και ‘γω».
Ο Στέλιος ξαφνιάστηκε αλλά δεν πονηρεύτηκε με την ηρεμία της και καθότι δεούτελο, πείστηκε.
Οι επόμενες μέρες τη βρήκαν πολύ προσεκτική.
Έπρεπε να βρει πρώτα τη διαθήκη, που τη φυλούσε σαν τον Τίμιο Σταυρό μέσα στο βρώμικο σακάκι του.
Τα κατάφερε όταν παριστάνοντας την κοιμισμένη, άκουσε στη κάμαρή του το νερό να τρέχει στη βρύση.
Η διαθήκη του πατέρα της έγραφε, για μεγάλη της έκπληξη, κι άλλα περιουσιακά στοιχεία, που έκρυβε φυσικά ώστε να μην της δώσει καν εξηγήσεις που τα είχε βρει.
Δεν φαντάστηκε πως ο Στέλιος, ενώ ήταν γιος αξιωματικού που πολέμησε στην Ελλάδα στα κατοχικά χρόνια, κράτησε το επώνυμο της μητέρας του για ευνόητους λόγους.
Τα χαρτιά, το ίδιο βράδυ, τα έκαψε στο τζάκι και το μπουχαρί έκανε πάρτι μαζί της για τόσες αδικίες που αισθανόταν.
Το μπιτόνι με το πετρέλαιο την περίμενε καρτερικά μέρες τώρα. Και επιτέλους, το κρασί τον κουζούλανε τόσο που τρύπωσε στη ζέστη από το τζάκι.
Μέρες μετά, στη σχολή κομμωτικής, άκουσε για κάποιον παραγιό που έχασε άδοξα τη ζωή του.
Δεν ήξερε τι υποθέσεις έκαναν…Αυτή πια, ήταν η κυρία Γεωργία Σαμαρά, με υποκαταστήματα σε όλη την Ελλάδα. Και η ζωή συνεχίζεται, και ο σώζων εαυτόν σωθήτω.

Στο χωριό της δεν πάτησε ποτέ ξανά.
Στο κτήμα και στο σπίτι των γονιών της ο Δήμαρχος έχτισε έναν μικρό κοιτώνα ορφανών παιδιών, που, σε συνεργασία μαζί του, κλείνοντας τα δεκαοκτώ, είχε την τιμή, να έρχονται στην σχολή της δωρεάν, να μαθαίνουν την τέχνη και να παλεύουν μ’ εντιμότητα για τον βιοπορισμό τους.
Στον τάφο των γονιών της δεν πήγε ποτέ, με μόνη διαφορά ότι τα καντήλια τους ήταν πάντοτε αναμμένα και η κυρα-Άννα δεχόταν μια επιταγή παχυλή κάθε χρόνο, με τη συμφωνία να φροντίζει την αξιοπρέπειά τους μετά θάνατον.
Πεζογράφημα:
Ευαγγελία Αλιβιζάτου 🌹
Comments