top of page

Η βαλίτσα της Αμάλ

ree

Η Αμάλ κρατούσε σφιχτά τη μικρή μπλε βαλίτσα. Ξεθωριασμένη, μ’ ένα σπασμένο φερμουάρ και έναν ήχο τροχών που ακουγόταν σαν λυγμός πάνω στις πλάκες του λιμανιού. Κι όμως, αυτή η βαλίτσα κουβαλούσε έναν ολόκληρο κόσμο, τον δικό της κόσμο: ένα παλιό φουλάρι της μητέρας της, μια φωτογραφία του πατέρα της στην αυλή με τη λεμονιά, ένα σκισμένο τετράδιο μαθηματικών και μια πέτρα· "για να θυμάμαι τν τόπο μας", της είχε πει ο αδερφός της.

Τώρα η Αμάλ ήταν μόνη.

Οι βάρκες έρχονταν μία-μία, σαν φαντάσματα στο σκοτάδι. Οι άντρες δεν μιλούσαν. Κουβαλούσαν μπόγους μ’ ό,τι είχαν ξεχωρίσει να πάρουν μαζί τους, κάτι χρήσιμο ή αναγκαίο. Οι γυναίκες κρατούσαν μωρά τυλιγμένα με κουβέρτες, ενώ τα μεγαλύτερα παιδιά κρεμασμένα από τις φούστες τους έκλαιγαν ή τρομαγμένα, με μάτια γεμάτα απόγνωση. Όλοι κοιτούσαν μπροστά, εκεί που το νερό συναντούσε ένα φως που κανείς δεν ήξερε αν ήταν σωτηρία ή άλλη μία απογοήτευση.

Ένας άντρας με σπαστά ελληνικά της είπε να αφήσει τη βαλίτσα. «Εδώ, κορίτσι μου, δεν έχεις ανάγκη τίποτα από τα παλιά». Εκείνη τον κοίταξε και για πρώτη φορά από τότε που έφυγε από το Χαλέπι, ένιωσε να την πνίγει ο θυμός. Όχι με τον άνθρωπο αλλά με την αδικία που σου ζητά να ξεχάσεις, για να σωθείς. Να κουβαλάς μόνο το κορμί σου και τίποτα από την ψυχή σου.

Έτσι, κράτησε τη βαλίτσα.

Στην άλλη όχθη, σε ένα νησί που μύριζε θάλασσα και ρίγανη, μια γυναίκα την πλησίασε. Είχε κι εκείνη μια βαλίτσα, παλιά, καφέ, με ραφές που ξηλώνονταν. «Κι εγώ είχα φύγει κάποτε», της είπε. «Από τη Σμύρνη. Το ’22. Ήμουν μικρό κορίτσι, όπως εσύ.»

Η Αμάλ άκουσε για πρώτη φορά ιστορίες σε μια γλώσσα που δεν ήξερε, αλλά ένιωθε την κάθε λέξη, την κάθε σύσπαση του προσώπου της ηλικιωμένης γυναίκας, το κάθε δάκρυ της. Γιατί η προσφυγιά δεν έχει εθνικότητα. Έχει βλέμμα γεμάτο απελπισία. Έχει καρδιά γεμάτη μνήμες. Έχει νύχτες χωρίς όνειρα. Η βαλίτσα της γυναίκας είχε μέσα ένα κομποσκοίνι, μια ξύλινη εικονίτσα και λίγη στάχτη. Κι όμως, ήταν η ίδια βαλίτσα με τη δική της.

Το βράδυ, κάτω από τον ουρανό, η Αμάλ ξάπλωσε δίπλα στη βαλίτσα της και για πρώτη φορά δεν ένιωθε ξένη. Έκλεισε τα μάτια της και φαντάστηκε μια τάξη με παιδιά, ένα τετράδιο γεμάτο πράξεις, και μια φωνή να της λέει: «Εδώ θα φτιάξεις καινούργιες ρίζες». Και τότε κατάλαβε. Δεν ήταν η βαλίτσα που την κρατούσε ζωντανή.


Ήταν το δικαίωμα να μη χρειάζεται ποτέ ξανά να τη μαζέψει.

 


Μαρία Καραθανάση 🌹

Comments


bottom of page