top of page

Δικαίωμα


ree

Ξυπνάω ένα πρωί μ΄ εξαιρετική διάθεση να πάω για δουλειά, με το σέικερ στο χέρι. Μη με ρωτήσετε γιατί. Μ΄ αρέσει να πίνω αυτό που φτιάχνω. Βαδίζω με βήμα αργό, με την αβρότητα που με διακρίνει χαιρετώ και την "κουτσή Μαρία". Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί τη λέμε έτσι, ούτε ποια είναι αυτή η Μαρία, που όλη μας τη ζωή την προσφωνούμε "κουτσή". Κοιτιέμαι σε μια βιτρίνα. Η φιγούρα μου με χλευάζει. Αγέρωχη μεν, με αίσθημα χαμηλής αυτοεκτίμησης δε, συνεχίζω το περπάτημα.

Μια μητέρα, υποθέτω, λίγα βήματα πιο πέρα "μαστιγώνει" με τις λέξεις την κόρη της. Τα δυσμενή επίθετα που χρησιμοποιεί με κάνουν να ποθώ να της ρίξω στο πρόσωπο τον ωραίο καφέ μου. Βλέμμα δολοφονικό, χέρι απλωμένο απειλητικά. Το καστανόξανθο κορίτσι την κοιτά με πόνο, πίκρα, απόγνωση, λύπη, απελπισία. Τι να σκεφτώ πρώτο δεν ξέρω. Κούμπωσα τ΄ όμορφο σατέν εκρού πουκάμισο μου στο γνωστό κλασσικό σημείο. Καταραμένο λέω, λίγα κιλά πιο αδύνατη να ήμουν, θα ΄μασταν μια χαρά. Περπατώ με γρήγορο βήμα μη χάσω το δύστυχο πλάσμα απ΄ τα μάτια μου.

Ευτυχώς δεν έχω παιδιά, συλλογίστηκα. Ένας καθημερινός αγώνας να τα μεγαλώσω σωστά... φοβερή λέξη το "σωστά". Να τα μάθω τις Αξίες, την ηθική, ν΄ αγαπούν, να επιθυμούν το καλό, να ζήσουν ευτυχισμένα.

Οι σκέψεις μου σταματούν καθώς το ηχηρό χαστούκι στο πρόσωπο του κοριτσιού αντικατοπτρίζει την κοινωνία που ζούμε. Η αγριεμένη μητέρα συνεχίζει με τον κλασσικό τρόπο, ξεμαλλιάζοντας την κόρη της. Να λοιδορεί το παιδί της έτσι, ανάμεσα σε αδιάφορους πρωινούς περαστικούς!

Κάνω προσπάθεια να καταπιώ τον θυμό μου, μα ο εκρηκτικός χαρακτήρας μου δεν αφήνει περιθώρια, ούτε επιτρέπει λόγια συμπάθειας.

«Αφήστε το κορίτσι, σας παρακαλώ. Σας ζητώ συγνώμη που επέμβ...»

Η υπέροχη μητέρα με κοίτα υποτιμητικά. Πάντα μου άρεσε να ξεγελάω τον κόσμο. Όταν έχεις και μερικά παραπανίσια κιλά, είναι εύκολο να σε τρολλάρουν, θέλοντας να πουν όλα όσα σκέφτονται για σένα, "κακομοίρα", "καημένη" κλπ.

Και φυσικά δεν άργησε η προσβολή.

«Τι θες μωρή χοντρή και ανακατεύεσαι; Τρέχα λίγο να χάσεις κανένα κιλό. Δε σου πέφτει λόγος. Κόρη μου είναι, ότι θέλω την κάνω, αν θέλω να την πνίξω, θα την πνίξω. Άντε, δρόμο τώρα».

Η κοπέλα, όμορφη σαν τα κρύα τα νερά, με κοιτούσε τρομαγμένη. Αγνοώ χαμογελαστή τα υπέροχα διαμάντια που εξαπολύει σα βάτραχος η κυρία μητέρα και απευθύνομαι στο κορίτσι:

«Πόσων χρονών είσαι γλυκιά μου;»

«Δεκαεννιά...», με φωνή ξεψυχισμένη.

Ανοίγω την τσάντα μου δίνοντας την κάρτα μου.

«Εδώ εργάζομαι, έλα όποτε θέλεις να με βρεις σε παρακαλώ».

Της έσφιξα το χέρι και έφυγα πιο γρήγορα αυτή τη φορά, αφού πρώτα έχυσα "κατά λάθος" τον καφέ μου στο φόρεμα της μαμάς χολέρας.

Έφτασα με θυμό στο γραφείο αγνοώντας ανθοδέσμες, καλέσματα σ΄ εγκαίνια και αυλοκόλακες. Το μυαλό μου δεν έφευγε από τη δυσάρεστη σκηνή. Οι άνθρωποι δείχνουν στους αδύναμους πόσο δυνατοί είναι. Χρησιμοποιούν τη βία ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης. Καμία σημασία αν ανήκουν στην αφρόκρεμα της ελίτ ή σε κατώτερα κοινωνικά στρώματα.

Όλοι έχουν βιώματα. Όση ώρα σκεφτόμουν την τύχη της μικρής, αναρωτιόμουν γιατί κάποιοι αποφασίζουν να γίνουν γονείς.

Για να ολοκληρώσουν τον τετράγωνο κύκλο της ζωής τους;

Για να μεταφέρουν στα παιδιά τους τις περιουσίες τους;

Μήπως για ν΄ ασκήσουν στα παιδιά τους την ίδια χειραγώγηση που υπέστησαν οι ίδιοι;

Για να μη χαθεί το πολυπόθητο επίθετο;

Πονοκέφαλος μ΄ έπιασε μ΄ ένα σωρό "γιατί".

"Κι εσύ κυρία Μαριλού, γιατί δεν έκανες παιδιά;" ρωτώ τον εαυτό μου.

Γιατί κάποιοι άνθρωποι δε μπορούν ή δε θέλουν να γίνουν γονείς.

Γιατί κάποιοι δεν πρέπει να γίνονται.

Γιατί πρέπει να υπάρχει αυτογνωσία.

Παραδοχή και μόνο. Δικαίωμα στην επιλογή.

Οι σκέψεις διακόπηκαν. Ζητούσαν επίμονα να με δουν. Πάλεψα για να κλείσω ξανά το καταραμένο κουμπί μου. Πάλι δεν καθόταν στη θέση του. Το έκλεισα ξανά. Τέντωσα το παντελόνι στα πόδια μου και είπα:

«Περάστε».

Η δυστυχισμένη πριγκίπισσα με πλησίασε τρομαγμένη. Το μόνο που δε φανταζόμουν ήταν αυτό.

«Με λένε Ιφιγένεια... σας παρακαλώ βοηθήστε με να δουλέψω, μιλήστε για μένα στ΄ αφεντικό σας. Θα κάνω οτιδήποτε, αρκεί να φύγω από εκεί που ζω. Δώστε μου έναν μικρό καναπέ να κοιμάμαι μέχρι να πληρωθώ…».

«Δε θα ρωτήσω τι συμβαίνει, αλλά μόνο τι όνειρα έχεις».

«Η κυρία που είδατε το πρωί είναι η μητέρα μου. Απ΄ όταν χάθηκε ο πατέρας μου σε μικρή ηλικία, δεν σταματά να με χτυπάει. Καθημερινά, με λέξεις, με πράξεις. Έχω περάσει στη Νομική μα δε μ΄ αφήνει να φύγω, ενώ μπορώ να εργαστώ συγχρόνως με τις σπουδές μου. Αυτή θέλει να παντρευτώ. Σας παρακαλώ θέλω να δουλέψω, μόνο αυτό. Έχει νοσηλευτεί στο παρελθόν σε κάποιες κλινικές αλλά… η κατάσταση δεν άλλαζε, γιατί πάντοτε ήταν προσωρινό. Αν δεν πληρώσεις, δεν υπάρχει βοήθεια».

Σηκώθηκα όρθια. Τελικά σάπια δεν είναι μόνο η κοινωνία μας, αλλά ολόκληρο το σύστημα που ζούμε.

«Σήκω Ιφιγένεια, έχουμε δουλειές».

«Κυρία Μαριλού, εγώ τον διευθυντή θέλω, να με προσλάβει...»

«Αυτό λέω κι εγώ Ιφιγένεια… σήκω. Έχουμε δουλειές».

Τέσσερις μήνες μετά…

Η κυρία Ειρήνη, ήρεμη στην κλινική, διαβάζει το βιβλίο της. Κοιτώντας με, χαμογελά. Με δάκρυα συγκίνησης μου αποκρίθηκε:

«Κυρία Μαριλού, σας ευχαριστώ για όλα. Είμαι καλύτερα, θα σας το είπαν και οι γιατροί».

«Φυσικά και είστε και χαίρομαι κυρία Ειρήνη, αλλά έχουμε δρόμο ακόμη!»

«Η κόρη μου, η Ιφιγένεια τι κάνει; Άραγε θα με συγχωρέσει ποτέ;»

«Έρχεται σύντομα, κυρία Ειρήνη. Κλείνει το πανεπιστήμιο για λίγο και το κορίτσι σας θα έρθει να σας δει! Θα σας συγχωρέσει! Ο δρόμος του γονέα είναι δύσκολος, με λάθη…»

Τη φίλησα στο μάγουλο κι έφυγα.

Γονιός δε γίνεσαι από εγωισμό. Αγάπησε για ν΄ αγαπηθείς! Κι εσύ Μαριλού αγάπα τον εαυτό σου παραπάνω! Το κουμπί μου ξανάνοιξε στο ίδιο σημείο. Δεν θα το κλείσω, έχει άλλωστε δικαίωμα να κάνει ότι θέλει! Δικαίωμα.


Εύα Αλιβιζάτου 🌹

Comments


bottom of page