top of page

Αρετή...


ree

Το όνομά μου είναι Αρετή. Γεννήθηκα και έζησα σχεδόν σαν αστραπή.

Τόσο ήταν το πέρασμά μου στη ζωή, μια αστραπή.

Γνώρισα από νωρίς τι θα πει προδοσία, πόνος, θλίψη, απογοήτευση.

Η μόνη χαρά ήταν η οικογένειά μου, οι αδελφές μου, ο αδελφός μου, οι γονείς μου. Άνθρωποι φτωχοί, παιδεμένοι από τη ζωή, αλλά αγαπημένοι. Άνθρωποι του μόχθου, με την επιθυμία και την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο των παιδιών τους, για μια καλύτερη ζωή.

Δεν είμαι σίγουρη ότι τα κατάφεραν. Αγάπη είχαν, μα οι εποχές δεν ήταν γι’ αγάπες και έρωτες.

Ήταν βιοπάλη.

Από μικρούλα έμαθα να ράβω. Στην αρχή ήταν κάτι σαν παιχνίδι˙ μία παλιά κούκλα, φτιαγμένη από κουρέλια, από στρωσίδια, στα παλιά σανίδια του σπιτιού.

Το μικρό χωριό έξω από την Πάτρα ήταν αυτό που γνώριζα όλη μου τη ζωή, μέχρι τα είκοσί μου. Εκεί μεγάλωσα και σιγά-σιγά έμαθα να βγάζω το δικό μου μεροκάματο. Να μαζεύω την προίκα μου, που λένε. Δεν θυμάμαι πως ήταν να είσαι παιδί.

Όλοι, την εποχή εκείνη, προσπαθούσαμε να κάνουμε κάτι, ώστε να στηρίξουμε μ’ ένα κομμάτι ψωμί την οικογένεια. Αγάπη μόνο είχαμε κι αυτή με οικονομία, από φόβο μη μας τύχει κάτι και δεν μπορούμε ν’ αντέξουμε τον πόνο ή την απώλεια.

«Το πιο σημαντικό είναι να έχεις υγεία», έλεγε ο πατερούλης μου, ο κυρ Χρήστος. «Συμφωνείς, κυρά Φωτεινή;», κοιτούσε με αγάπη τη μανούλα μου.

«Μακάρι άντρα μου, μακάρι να μας έχει ο Θεός καλά. Με τη βοήθειά του, όλα γίνονται».  

   Θρήσκοι οι γονείς κι όλη η οικογένειά μας. Μα στον δικό μου δρόμο δεν ήταν όλα ονειρικά και με τα χρόνια να περνούν, γνώρισα του αδερφού μου, του Αργύρη, τον φίλο.

«Αργύρη κόψε τα πολλά νταραβέρια με δαύτον, έχεις αδερφάδες. Μην έχουμε μπελάδες».

 Μία που τα είπε ο κύριος Χρήστος και μία που ήρθα μούρη με μούρη με τον προκομμένο. Γλυνός στο όνομα... Δεν αντιστάθηκα στην καταραμένη γοητεία του. Έπεσα στα δίχτυα του σαν ένα αθώο ψάρι. Η μικρή Αρετή με τον γόη της Πάτρας. Μια δυο φορές τον είδα κρυφά. Μα ήμουν σίγουρη πως θα το μετάνιωνα με τον καιρό. Φυσικά, πίστευα ότι κάτι μου έκρυβε. Δεν ήξερα τι, όμως το ένστικτό μου δε με γελούσε.

   Η γνωριμία μας ούτε δύο μήνες από όταν τον πρωτοείδα, χωρίς να τον ξέρω. Ήρθε στο φτωχικό μου να με ζητήσει. Άναυδοι όλοι στην οικογένεια. Οι αδελφές μου θλιμμένες για την κατάσταση αυτή και πιο πολύ η Ευγενία.

Η αγαπημένη μου Ευγενία, λεπτοκαμωμένη αλλά με τσαγανό να φοβάται το μάτι σου. Φρεσκοπαντρεμένη με τον καλό Ανδρέα, λεβέντη, τον αγκάλιασε αμέσως η οικογένεια μας. Σεβαστικός και τίμιος, δούλευε στο ίδιο εργοστάσιο με την αδελφή μου.

     «Γιατί ψυχούλα μου; Αυτός δεν έχει καλό όνομα. Χάθηκαν τα παλικάρια τα σωστά;»  μου ψιθύριζε στο αυτί.

   Μα απάντηση δεν είχα. Νόμιζα ότι θ’ άλλαζε η ζωή μου, ότι θα γινόταν κομματάκι καλύτερη. Αθώα κι άβγαλτη ήμουν, μα δεν το τίμησε ο Γλυνός. Ήταν σκληρός χαρακτήρας, παράξενος άνθρωπος και ψυχρός. Άλλο πρόσωπο στην αρχή, άλλο μετά.

   Ο αδελφός μου ήταν ενοχλημένος που ο φίλος του πίσω από την πλάτη του γλυκοκοίταζε και θάμπωσε την αδερφή του, μα τι να έκανε… Με τον γάμο σιγά-σιγά μαλάκωσαν όλοι κι εγώ στο νέο σπιτικό, στην Πάτρα, άρχισα τον έγγαμο βίο μου.

Μία φωτογραφία γάμου μαρτυρούσε στα πρόσωπα όλων πόσο αντίθετοι ήταν γι’ αυτόν. Δεν είχαν άδικο. Λέξη δεν ξέραμε για τη σκούφια του αγαπημένου μου συζύγου. Άρχισα να ράβω πιο τακτικά στο σπίτι και να μαζεύω το χαρτζιλίκι μου. Το φυλούσα όμως για εκείνη την καταραμένη ανάγκη, έτσι όπως μας είχε μάθει ο πατέρας μου.

  Με τον ιδρώτα του και τα λιγοστά χρήματά του, αποφάσισε να μας αγοράσει ένα μικρό δυαράκι να έχουμε το δικό μας κεραμίδι, όπως έλεγε. Το πόστιαξα μια χαρά. Ένα μικρό παλατάκι, στο όνομά μου και στ’ όνομα του ανδρός μου. Απαράβατος όρος του πατέρα μου να μπει και το δικό μου όνομα στο συμβόλαιο. Μέρα με τη μέρα, ο Γλυνός γινόταν πιο αδιάφορος, πιο βίαιος. Γιατί; Ποιος ξέρει γιατί; Τα είχε με την ίδια τη ζωή. Πάντοτε οι άλλοι έφταιγαν. Πάντα ήταν ο σωστός. Όλοι τον μισούσαν, όλοι τον ζήλευαν, όλοι τον φθονούσαν κι αυτός μέσα στα νεύρα. Καλή κουβέντα το στόμα του δεν έλεγε για άνθρωπο.

   Όσο έβλεπε την οικογένειά μου αγαπημένη, τόσο αυτό τον διαόλιζε και πάλι με απομάκρυνε απ’ αυτούς, ώσπου έμεινα έγκυος στον πρώτο μου γιο! Η χαρά μου απερίγραπτη. Θα είχαμε ένα παιδάκι! Ποιος ξέρει… Ίσως ν’ άλλαζε κι αυτός με την εγκυμοσύνη μου.

   Μα τελικά καμία σημασία. Τι ήταν αυτό που τον ώθησε να με παντρευτεί; Ούτε το μαχαίρι στο λαιμό να του είχαν βάλει...

   Παλιοχαρακτήρας. Δεινοπάθησα μέχρι να γεννήσω. Μα σαν ήρθε ο γιος μας στο κόσμο, περνούσαν οι ώρες πιο ευχάριστα. Τα παιδιά είναι χαρά, ευλογία Θεού, σκεφτόμουν, μα κι ο Στέλιος μου ήσυχο παιδάκι, άκουγε.  Μια μέρα, στα δύο του χρόνια, μου ψιθύρισε ό,τι θέλει παρέα ένα αδερφάκι. Προφυλάξεις δεν παίρναμε. Δεν χρειαζόταν. "Δεν θα σου δίνω και χαρά συνέχεια, κάθε νύχτα!", έλεγε ο αγροίκος.

   Η μία πικρή κουβέντα πίσω από την άλλη. Τα έλεγα στις αδελφές μου, στεναχώρια στο σπίτι των γονιών μου, ο πατέρας μου πικρό καφέ στο φλιτζάνι του.

    «Του δώσαμε το κορίτσι μας, Φωτεινή μου. "Όχι" έπρεπε να πούμε στο ρεμάλι. Να τώρα, το τσουπρί μας μαραζώνει. Το κορί

τσι μας δεν είναι ευχαριστημένο. Γυναίκα, θα του μιλήσουμε προκειμένου ν’ αλλάξει κι αν δεν δω την κοπέλα μας χαρούμενη, θα την πάρω πίσω!».

 Στο μεταξύ, δεύτερη φορά έγκυος. Ήμουν σίγουρη, είχα τα ίδια συμπτώματα και η επίσκεψη στον γιατρό το σιγούρεψε. Τον περίμενα να γυρίσει απ’ τη δουλειά. Ήταν εργοδηγός, υπεύθυνος για τους εργάτες στους δρόμους. Ούτε καλησπέρα δεν του έλεγαν οι άνθρωποι, δεν τον είχαν σε υπόληψη. Ούτε καλησπέρα εκτός δουλειάς δεν ανταλλάζαν ποτέ. Με κοιτούσαν κι έβλεπα στα μάτια τους τον οίκτο. "Υπομονή Αρετή. Ας είναι καλά ο Στέλιος σου και τ’ άλλο που θα έρθει και δεν πειράζει, όλα θα πάνε καλά", μονολογούσα. Μα όταν είπα πως είμαι έγκυος, ούτε ματιά δεν έριξε.

     «Πάλι γεννητούρια;» μου είπε.

     «Δεν το έπιασα με τον κρίνο», απάντησα για πρώτη φορά στη ζωή μου ειρωνικά.

     «Κόψε τη γλώσσα σου Αρετούλα, γιατί θα στην κόψω εγώ!»

   Δεν μίλησα. Ο μικρός κοιτούσε τρομαγμένος. Ένα παραμύθι απ’ το μυαλό μου κι αμέσως ξεχάστηκε η προηγούμενη συνομιλία. Μα δεν κατάπινα την πίκρα και πώς να την καταπιώ άλλωστε… Κάθε βράδυ και πιο αργά ο προκομμένος οικογενειάρχης στο σπίτι. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, ψαχνόταν για καυγάδες. Δεν έδινα αφορμές, μα δεν έφτανε αυτό, τις έπαιρνε από μόνος του. Και τι δεν θα ‘δινα να είμαστε χαρούμενοι στο σπιτικό μας κι αγκαλιασμένοι με τον γιο μας, να περιμένουμε μ’ ανυπομονησία το άλλο μας παιδάκι.

   Δεν ήταν τυχερό όμως... Τα μάτια μου καίνε από δάκρυα στη θύμηση του περιστατικού. Μόνο μία φορά μίλησα κι έφερε την ταραχή. Θα πήγαινα, του είπα, στο σπίτι του γονιών μου ν’ αφήσω δύο ρουχαλάκια που είχα ετοιμάσει, να τα πάρει απ’ το σπίτι της μητέρας μου, η γειτόνισσα, η κυρά Ειρήνη.

   Όταν γύρισε, δεν ήταν πιάτο στο στρωμένο τραπέζι, ούτε σερβιρισμένο φαγητό. Οι θυμωμένες φωνές ακούστηκαν σ’ όλη την πολυκατοικία κι οι κλωτσιές έγραψαν την αποβολή στην εγκυμοσύνη μου. Ξύπνησα στο κρεβάτι του νοσοκομείου, με τις αγαπημένες μου αδελφές στο προσκέφαλό μου και τον πατέρα μου να συγκρατεί τα βουρκωμένα του μάτια.

   Η κύηση ήταν δίδυμα... Έχασα δύο μωρά μέσα σε λίγα λεπτά κι αυτό από έναν θυμωμένο, κακό άνθρωπο, τον πατέρα τους. Άφαντος στο νοσοκομείο, όπως και σ’ όλα όσα αφορούσαν την κοινή ζωή μας.

   Για ακόμα μια φορά, ο αγώνας να κρατήσω την οικογένεια μου τραγικός. Μαζεμένοι κι ενωμένοι οι γονείς μου, ήταν χολωμένοι. Δεν άντεχαν ό,τι περνούσα. Ο αγαπητός τους γαμπρός έβγαζε φουσκάλες σαν άκουγε γι’ αυτούς, μα κι αυτοί το ίδιο. Η ρήξη ήταν αγεφύρωτη πια. Στο μεταξύ και οι άλλες μου αδερφές παντρεύτηκαν και κάναν τις δικές τους οικογένειες. Τα βάσανα και τα μυστικά μου τ’ άκουγε μόνο η αγαπημένη μου αδελφή, η Ευγενία.

 

   Στα ψυχρά περνούσε ο καιρός, ως εκείνες τις μέρες του παγωμένου Φλεβάρη, που με πλησίασε ξανά στο κρεβάτι μας. Πιο σοβαρός και πιο μαλακωμένος, ζήτησε  να προσπαθήσουμε να τα πάμε καλύτερα. Φυσικά, ήξερα ότι φάνταζε ουτοπία, μιας που η ανάσα του ήταν μυρωδιά από ουζάκι. Μα πίστευα πώς μπορεί να τα καταφέρουμε και να υπάρξει ελπίδα.

   Δεν ήταν ελπίδα. Απλά... ήταν ο αγαπημένος μου γιος, ο Θοδωρής μου, που ήρθε στη ζωή τον Οκτώβρη του ’76.  Ένα υπέροχο μωρό, που με κοιτούσε στα μάτια με αγάπη. Είχα δυο πανέμορφους γιους, τον Στέλιο μου και τον Θοδωρή μου. Ήταν η χαρά στο μικρό μας σπιτικό.  Μα τα προβλήματα σε καθημερινή βάση, η γκρίνια, η φαγωμάρα, τα "εγώ" του αφέντη…  Μια μόνιμη, εμφανής, αδιαφορία υπέπεφτε στην αντίληψη μου για το δεύτερο παιδί μας, που δεν ήθελα να την βάλω στο μυαλό μου. Αγνοούσε τον Θοδωρή μου, μα έκανα τα στραβά μάτια.

   Και τα κακά μαντάτα χτυπάνε πάντα τις πόρτες των δυνατών. Ένας πόνος στο στήθος, ένα μικρό, στρογγυλό σαν μπαλάκι, μ’ ενοχλούσε. Ο γιατρός αποφάνθηκε… Το γάλα ήταν ανύπαρκτο και η διάγνωση του, ακλόνητη. Καρκίνος στο μαστό. Και τώρα Αρετή, ετοιμάσου για τον Γολγοθά που θα διαβείς. Δάκρυα κυλούσαν απ’ τα μάτια μου. Δύο μικρά παιδιά και εγώ δεν θα προλάβω ούτε να τα δω να μεγαλώνουν. Αναρωτιόμουν γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν απ’ το τέρας που λέγεται καρκίνος;

   Οι εξηγήσεις συγκεκριμένες. Αιτία, η αποβολή στην εγκυμοσύνη των διδύμων από τη βιοπραγία. Ήμουν τεσσάρων μηνών και το στήθος, από αμέλεια δική μου, δημιούργησε "πετρώματα", αυτά που αγνόησα στη συνέχεια. Στον γιατρό δεν πήγαινα και συχνά, το απέφευγα. Στήριγμα μου ξανά η οικογένειά μου. Βράχος δίπλα μου σ’ όλη μου τη θεραπεία. Την χημειοθεραπεία που ξεκίνησα, με δύο παιδιά στην αγκαλιά. Ο Γληνός, αν πω ότι ένιωσε μία ανακούφιση θα φανώ υπερβολική. Μα τελικά, τι ήμουν γι’ αυτόν τον άνθρωπο; Γιατί με παντρεύτηκε; Σε τι με στήριξε; Εργαζόταν, όπως όλοι οι άντρες για την οικογένειά τους. Αλλά, απ’ το μεσημέρι έως το βράδυ, γιατί δεν ένιωθε αυτή την αγάπη για μας, για μένα; Γιατί έπρεπε τον Γολγοθά μου να τον βιώσω χωρίς αυτόν; Μια αγκαλιά, ένα χάδι, ένα "μη φοβάσαι", τα είχα ανάγκη. Τα χρειαζόμουν, αλλά ήταν ανύπαρκτα.

   Καταραμένη αρρώστια… Μου σβήνεις τα όνειρα, μου παίρνεις τα παιδιά μου, τη ζωή μου, μόνο πόνο μου προσφέρεις. Ταξίδια από την Πάτρα στην Αθήνα για τις χημειοθεραπείες. Ένα λεωφορείο όλη μου η ζωή ξαφνικά. Τα παιδιά μου μετακόμισαν στο σπιτικό των γονιών μου. Δεύτεροι γονείς γι’ αυτά, με τον πόνο τους να γίνεται καθημερινά μαράζι κι ένας άντρας αναίσθητος.

   Σιγά-σιγά, άρχισα ν’ αντιλαμβάνομαι τα λάθη μου. Οι ψίθυροι έφτασαν στ’ αυτιά μου. Εκείνη την εποχή, ούτε λίγο, ούτε πολύ, προσπαθούσε ν’ αποφύγει έναν άλλο γάμο, που θα τον υποχρέωναν να κάνει, επειδή έμπλεξε με μια ανήλικη κοπέλα. Έτσι έτρεξε ν’ αρραβωνιαστεί και να παντρευτεί μ’ εμένα για να μην την πάρει... Τσιγγανοπούλα, βλέπεις. Όταν θα γινόμουν καλά, πρώτα ο Θεός, προτεραιότητά μου θα ήταν το διαζύγιο μου.

   Οι γείτονες, με τα λυπημένα πρόσωπα, μου έδειχναν τη συμπόνια τους, σαν μαθεύτηκε το νέο σύντομα. Η κακή μου ψυχολογία και η αδυναμία μ’ έφεραν στο κρεβάτι της κλινικής. Τα έξοδα τεράστια, πληρωμένα κι αυτά απ’ τους δικούς μου. Ήταν πολλά για να μπορέσει να κινήσει γη και ουρανό για το στεφάνι του, να παλέψει για τη μάνα των παιδιών του. Ήταν κι αυτή η απουσία...

   Η κατάπτωση μου, μέρα με τη μέρα, ήτανε εμφανής. Δεν είχα κουράγιο πια να παλέψω. Ο Στέλιος μου και ο Θοδωρής μου, ευαίσθητα τα παλικαράκια μου, δεν τα χάρηκα, δεν τους πρόσφερα μια μητέρα αληθινή, χαρούμενη και χαμογελαστή. Τα αγαπημένα μου παιδάκια ζούσαν την πικρή πραγματικότητα.

   Ώσπου μια αποκλειστική νοσοκόμα ήρθε στο δωμάτιο, να συμβάλει στην νοσηλευτική μου υποστήριξη, μια... Ελίνα. Μελαχρινή, ψυχρή, αντιπαθητική απ’ το πρώτο βλέμμα που μου έριξε. Ήταν από την Ήπειρο. Δεν κατάλαβα κάτι τέτοιο. Απ’ τον τρόπο ομιλίας της, μου θύμιζε μία φυλή των Ρομά, όχι πως έχει ιδιαίτερη σημασία. Θα ήταν πλάι μου στα γεύματά μου, στη νοσηλεία μου, στην καθαριότητά μου. Ξαφνικά, οι καθημερινές επισκέψεις του Γλυνού έδιναν ρεσιτάλ ερμηνείας. Μοναδικές στιγμές… Γαμπρός ντυμένος. Είχα χρόνια να τον δω έτσι, περιποιημένο. Ειρωνεία της τύχης. Εγώ με το εμπριμέ νυχτικό μου να λιώνω ώρα με την ώρα...

   Ο λεβέντης καμία στεναχώρια, εκτός από μία απροσδιόριστη ηρεμία. Ένα κλείσιμο των ματιών μου, μεταξύ φαρμάκων κι απογοήτευσης και η αλήθεια αποκαλύφθηκε ολόκληρη μπροστά μου. Ένα παθιασμένο φιλί του Γλυνού στην αποκλειστική μου νοσοκόμα ήταν το μαχαίρι που καρφώθηκε στην καρδιά μου. Πότε πρόλαβε να την ρίξει στην αγκαλιά του, πότε πρόλαβε να μ’ αντικαταστήσει; Μια γυναίκα που δεν σεβάστηκε την αρρώστια μου, ένας άντρας που δεν με κοίταξε στα μάτια ποτέ ξανά.

   Χαροπάλευα. Έκλεινα τα μάτια, να μη βλέπω τα τρυφερά τους "τετ-α- τετ".

     «Αδερφή μου, δεν θέλω να’ ναι αυτή εδώ… Διώξτε την, Ευγενία μου… Τα έχει μ’ αυτόν, τον σιχαμένο… Κλείνω τα μάτια μου και τους ακούω που χαριεντίζονται».

   Η αγκαλιά της, ένα βάλσαμο. Δεν άργησε να το επιβεβαιώσει και η ίδια. Ο έρωτας, βλέπεις, δεν κρύβεται. Αν δεν προσέχεις λίγο... Τους παρακολούθησε και τους έπιασε στο μικρό καμαράκι, δίπλα απ’ το δωμάτιο. Η στιχομυθία ακουγόταν μέχρι μέσα σ’ εμένα. Θεέ μου, γιατί να ζω τόσο πόνο; Τα παιδιά μου, σκεφτόμουν, πού θα μεγαλώσουν;

     «Δεν ντρέπεσαι! Η αδερφή μου χαροπαλεύει κι εσείς κάνετε τις βρωμιές σας εδώ μέσα, μπροστά στα μάτια της!»

     «Και τι θες να κάνω εγώ; Αυτή θα πεθάνει, εγώ τι θα κάνω;», η φωνή του άχρηστου, του αθεόφοβου».

   Λίγες μέρες μετά τη φασαρία, απολύθηκε η δεσποινίς Ελίνα με εντολή του διευθυντή της κλινικής.

  Έπειτα, ούτε που θυμάμαι τι έγινε. Ήρθε ένα φως και με πήρε, με πήγε κάπου που δεν πονούσα και έψελναν οι Άγγελοι. Κοιτούσα τα παιδιά μου, απο ψηλά...

   Λίγα χρόνια μετά ήρθαν και οι γονείς μου. Μ’ αγκάλιασαν, χάρηκαν που με είδαν. Μου είπαν για όλα όσα συνέβαιναν στη γη, για τα παιδιά μου…

   Το μεγάλο μου, ο Στέλιος, την φώναζε μαμά. Είναι η μαμά τους, έτσι λέει... Απαιτούσε να τη λένε. Δύο μήνες μετά τον θάνατό μου, ο πατέρας τους, παντρεύτηκε εκείνη τη νοσοκόμα, την Ελίνα. Δικά της παιδιά δεν έκανε ποτέ. Δεν μπορούσε… Πολλές οι αμαρτίες της στην εφηβεία και μετά, για να της επιτρέψουν να γίνει βιολογική μητέρα. Ο Στέλιος μου την αποδέχτηκε, έγινε ο κανακάρης της. Δεν του κρατώ κακία. Ο Θοδωρής μου όχι. Παιδάκι σοβαρό, μελαγχολικό. Έφυγε σύντομα απ’ το σπίτι, να βρει τον δρόμο του. Έκανε οικογένεια όπως και ο Στέλιος μου.

Την οικογένεια μου την απέκοψαν. Δεν τους αφήσαν ποτέ να δουν τα παιδιά μου. Καημός για τους δικούς μου. Επικοινωνία κομμένη μαχαίρι ˙ τα παιδιά ήταν του Γλυνού και της Ελίνας.

    Όταν ήρθε όμως και η αδερφή μου η Μαρικούλα κοντά μας, εδώ ψηλά, μου ‘φερε άλλα μαντάτα... Ο Θοδωρής μου παντρεύτηκε μια γυναίκα για δεύτερη φορά. Την πρώτη δεν την ένοιαξε ποτέ ο θάνατός μου. Μετά τον αποτυχημένο του γάμο, η γυναίκα του αυτή, η δεύτερη, μεγαλώνει μαζί του τα παιδιά του. Έχει την φωτογραφία μου, λένε, στον πάγκο της τραπεζαρίας και τους μιλάει για μένα κάθε μέρα. Όσα έχει μάθει από την εργασία της και τους συγγενείς μου, θα τα κάνει βιβλίο. Η αδελφή μου, η Ευγενία, την έχει μέσα στην καρδιά της. Την λατρεύει. Την αγαπώ αυτή τη γυναίκα κι ας μην την γνώρισα ποτέ. Ξέρω ότι αφού αγαπά τον γιο μου και τα εγγόνια μου, αγαπά κι εμένα. Έμαθα πως, γράφει για ‘μένα…

   Να προσέχεις Θοδωρή μου, να την αγαπάς, να σέβεσαι τους ανθρώπους που έχεις δίπλα σου. Σ’ αγκάλιασε όλη η οικογένεια η δική της, έμαθα...

   Χάθηκαν ο Γλυνός κι αυτή η Ελίνα. Ζουν δηλαδή, αλλά ζουν στο σκοτάδι… του καπνού απ’ τα τσιγάρα και της μιζέριας. Καμιά φορά έχουν παρέα τον αδερφό σου, τον Στέλιο. Του κάνουν όλα τα χατίρια, μα δεν πειράζει. Να 'ναι καλά το παιδί μου. Κακία δεν κρατώ.

   Η ζωή κύκλους κάνει Θοδωρή μου κι όλα στη ζωή πληρώνονται. 

Έμαθα έχεις και μια κόρη.T’ όνομά της είναι Αρετή και το δικό μου το όνομα είναι Αρετή.

Σας βλέπω από ψηλά και είμαι περήφανη. Συγγνώμη που έφυγα νωρίς… δεν το ήθελα. Ήταν θέλημα... μη με ρωτήσετε ποιανών. _

 


Εύα Αλιβιζάτου

Συγγραφέας


 

 

 


 

 

 

 

Comments


bottom of page