top of page

Αγκαλιάς παρειδωλία


Σε μια αγκαλιά όλα χωρούν


και τα μαύρα και τα άσπρα


κι εκείνα τα άχρωμα,


που ντρέπονται ν' αναμετρηθούν με τον ήλιο.



Αντέχει η αγκαλιά —


φτάνει τα χέρια να ’ναι

ορθάνοιχτα


σαν τα δικά μου.


Κι ας λερώθηκε!


Έχω στέρνο καθαρό


κι αυτό μου φτάνει.


Σε καλοδέχομαι!


Σε γνωρίζω, όπως το αίμα


γνωρίζει τις φλέβες - απόλυτα.


Από την αναδυόμενη όψη -

απο τη λεία χειρουργική σου κόψη.


Έτσι, μια μικρή, σχεδόν αόρατη πληγή


κρατά το δέρμα μου ανοιχτό,


σαν αγκαλιά.


Δεν λερώνεται - Αιμορραγεί.



Εκπνέει σκίασμα πόνου ,όπως ο καταρράκτης


το καλοκαίρι που στερεύει —


όπως ο θρήνος του Αυγούστου


που θυμίζει έρωτα.


Τον δικό σου.


Τον δικό μου.



Ο χρόνος ζει με αναμνήσεις —


κλεισμένος σε ψυχιατρείο ηδονών,


λαμβάνοντας βαριά αγωγή


με δραστική ουσία: Προδοσία.



Προδοσία —


η πόρνη που ερωτεύεσαι


για τα άνομά της τερτίπια.


Την αποζητάς.


Την αρνείσαι.


Την αποκληρώνεις.


Πόθος και αγανάκτηση!



Διπολικότητα ευυπόληπτης παρακμής.



Δεν σε στοχάζομαι πια.


Θέλω να φύγεις.


Να φύγεις — και να ξανάρθεις.


Σαν τον έρωτα που, για να μείνει άκαμπτος


πρέπει πρώτα να προδοθεί.



Μόνο έτσι ,λοιπόν,  βρίσκει νόημα η αγκαλιά.


Λερωμένη.


Σαν εμένα.


Σαν εσένα.



Βασίλης Πασιπουλαρίδης 🌹

Comments


bottom of page