Φραγκόσυκο...
- ΙΩΑΝΝΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ

- 15 hours ago
- 3 min read

Υπάρχουν άνθρωποι που περνούν από τη ζωή μας σαν αχνές σκιές. Αθόρυβα, διακριτικά κι όμως αφήνουν πίσω τους ίχνη ανεξίτηλα, σαν άρωμα καλοκαιρινού σούρουπου που επιμένει να αιωρείται στον αέρα ακόμη κι όταν η μορφή τους έχει χαθεί.
Μια τέτοια γυναίκα γνώρισα. Σκληρή στην όψη, μα γεμάτη μια γλύκα απροσδόκητη για όποιον τολμούσε να την πλησιάσει.
Έμενε λίγο πιο κάτω από το σπίτι μου.
Θαύμαζα τον κήπο της που στόλιζε το μικρό πέτρινο σπίτι σαν έναν πίνακα ζωγραφικής γεμάτο με πολύχρωμες πινελιές από λουλούδια και λαχανικά.
Έμοιαζε με μια μικρή όαση που ανέπνεε σιωπηλά στη μέση του ξερού χωριού μας.
Συχνά την έβλεπα σκυμμένη να μιλάει στις γλάστρες της, να τους ψιθυρίζει σαν να εμπιστευόταν σε εκείνες μυστικά που οι άνθρωποι γύρω της αδιαφορούσαν να ακούσουν.
Αναλογιζόμουν τη μοναξιά της. Χωρίς σύζυγο, χωρίς παιδιά, χωρίς εγγόνια.
Την πρώτη φορά που τόλμησα να της πω «Καλημέρα», με κοίταξε με μια παγερή, εξεταστική ματιά.
Η καλημέρα της ήταν κοφτή, χωρίς να αφήνει περιθώρια για παραπάνω λόγια.
Κάθε μέρα απαντούσε με τον ίδιο ψυχρό τρόπο, μέχρι που μια μέρα, η φωνή της με σταμάτησε.
«Καλημέρα! Έλα, κόπιασε.
Έχω ψήσει καφέ».
Έκπληκτη μπήκα διστακτικά στην ανθοστόλιστη αυλή της κι ήταν σαν να μπαίνω στον παράδεισο.
Στο τραπέζι περίμεναν δυο φλιτζάνια αχνιστού, μυρωδάτου καφέ, ένα πιατελάκι με λουκούμια και ένα βάζο φρεσκοκομμένα τριαντάφυλλα.
Όλα έμοιαζαν σαν να είχε προετοιμάσει τη στιγμή από καιρό. Σαν να είχε φυλάξει μια θέση στη μοναξιά της και για μένα.
Κι έτσι άρχισαν οι συναντήσεις μας κι εκείνη ξεκίνησε να μου ανοίγει όλο και πιο πολύ τα φύλλα της ψυχής της.
Μου μιλούσε για λουλούδια που ανθίζουν μέσα στην άνυδρη γη.
Για τις εποχές που έρχονται και φεύγουν σαν τις παλιές αγάπες ή για την ίδια τη ζωή που πληγώνει και θρέφει με τον ίδιο αδιάψευστο τρόπο.
Ένα μουντό πρωινό, μου μίλησε για την μοναδική της αγάπη σαν να σκάλιζε μια ανοιχτή πληγή.
«Μου τον πήρε η θάλασσα ένα χειμωνιάτικο δειλινό», είπε.
«Τα κύματα φούσκωσαν σαν τέρατα και τον κατάπιαν.
Ο άνεμος ούρλιαζε και ούρλιαζα κι εγώ μαζί του όταν χάθηκε με το καΐκι του στα βάθη, δίχως να επιστρέψει ποτέ».
Το βλέμμα της σκοτείνιασε, ο ουρανός μέσα της θόλωσε και συνέχισε προσπαθώντας να κρατήσει με δυσκολία τα δάκρυά της.
«Από τότε, οι άνθρωποι με κοιτούσαν με οίκτο. Μου έλεγαν με ψεύτικη καλοσύνη πως έπρεπε να συνεχίσω. Μα τι ήξεραν;
Κανείς τους δεν είχε γνωρίσει το μέγεθος της αγάπης μας.
Κανείς τους δεν είχε νιώσει τον πόνο της απώλειάς του.
Ο οίκτος τους πλήγωνε πιο πολύ κι από τη σιωπή.
Κι έτσι απομακρύνθηκα απ' όλους και απ' όλα.
Έκτοτε ο πόνος με έκανε αγκάθι.
Το σώμα μου έγινε τραχύ, άγριο, αφιλόξενο στο άγγιγμα και στο χάδι».
Ένα δροσερό πρωινό έφυγε κι εκείνη απρόσμενα.
Την βρήκα ξαπλωμένη στον κήπο της, να κοιτά τον ουρανό χαμογελαστή, ανάμεσα στα λουλούδια της που είχαν γίνει μια μοσχοβολιστή αγκαλιά.
Έφυγε εκεί όπου είχε ριζώσει η ψυχή της.
Μέσα στο χώμα και τα άνθη που την άκουγαν τόσα χρόνια να μοιράζει τους καημούς της.
Από εκείνη έμαθα να μη στέκομαι στην όψη. Γιατί η ομορφιά δεν είναι πάντα ρόδο. Μπορεί να είναι και φραγκόσυκο που ανθίζει στην έρημο, σιωπηλό και γενναίο, δώρο απρόσμενο για όποιον τολμά να τρυπήσει τα δάχτυλα του με τα αγκάθια του και να φτάσει στην μαλακή του ψίχα.
Ναι, είναι σκληρό στην αφή το φραγκόσυκο, μα γεμάτο χυμό μέσα του που θρέφει την ψυχή σου.
Κάθε φορά που περνώ μπροστά από το σπίτι της, νομίζω πως θα τη δω να με καλεί με δυο φλιτζάνια καφέ στο χέρι και σκέφτομαι πως πίσω από κάθε αγκάθι, πίσω από κάθε τραχιά όψη, υπάρχει μια καρδιά που διψά να αγαπηθεί και να αγαπήσει. Κι ότι ακόμη κι όταν η αγάπη χάνεται στα βάθη μιας θυμωμένης θάλασσας, η γεύση της κρυφής καλοσύνης μένει ανεξίτηλη.
Σαν άνεμος που ησύχασε, μα η ανάσα του εξακολουθεί να θροΐζει μέσα στο αυτί μας.
• Στη μνήμη μιας γυναίκας που άνθιζε ανάμεσα στα αγκάθια.
Ιωάννα Σταθοπούλου 🌹



Comments