top of page

Συνέντευξη στον Παντελή Μαυρομάτη από την Ιωάννα Σταθοπούλου 🌹


ree

1. Με το νέο σας μυθιστόρημα «Χτίσε μια γέφυρα στα σύννεφα» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κάκτος, επιχειρείτε μια επιδέξια μετάβαση από τον κόσμο του φανταστικού της τριλογίας «ΜΟΤΕΛ 430–71» σε μια βαθιά ανθρώπινη και κοινωνική αφήγηση. Τι ήταν εκείνο που σας ώθησε σε αυτή τη μετατόπιση, πόσα βιογραφικά στοιχεία κρύβονται μέσα στην ιστορία και αν καλούσασταν να συνοψίσετε το βιβλίο σας σε μόλις πέντε λέξεις, ποιες θα επιλέγατε;



Καταρχάς θα ήθελα να σας ευχαριστήσω θερμά για την πρόσκληση στο «Λόγω Τιμής». Η αλήθεια είναι πως κι εγώ δεν το είχα προγραμματίσει όλο αυτό. Το «Χτίσε μια Γέφυρα στα Σύννεφα» προέκυψε σαν ιδέα κατά την περίοδο που ολοκλήρωνα τη συγγραφή της τριλογίας «ΜΟΤΕΛ 430-71». Ένα όνειρο που είδα τότε, στάθηκε η αφορμή να μπει στο μυαλό μου η ιδέα του βιβλίου.

Ξεκίνησα να γράφω την ιστορία σχεδόν αμέσως μόλις ολοκλήρωσα την τριλογία, βάζοντας –όπως πολύ εύστοχα αναφέρετε– αρκετά βιογραφικά στοιχεία μέσα. Δεν θα ήθελα να μπω σε επιμέρους λεπτομέρειες, υπό τον κίνδυνο να κάνω κάποιο σπόιλερ, όμως όποιος το έχει διαβάσει θεωρώ πως κατάλαβε λίγο πολύ ποια είναι αυτά. Τούτος είναι, εξάλλου, και ένας από τους βασικούς λόγους που χρησιμοποιώ κατά κόρον την πρωτοπρόσωπη αφήγησης σε όλα μου τα βιβλία, επιδιώκοντας έτσι να ταυτιστώ κατά το δυνατόν περισσότερο με τον εκάστοτε πρωταγωνιστή των ιστοριών μου, σαν να ήμουν πραγματικά εγώ.

Τώρα, αν προσπαθούσα να συνοψίσω το γενικότερο νόημα του βιβλίου σε ελάχιστες λέξεις, τούτες πιθανότατα θα ήταν οι εξής: «Όσο κι αν πονέσεις, ποτέ μην τα παρατήσεις».



2. Συναισθηματικά και πνευματικά, πόσο απαιτητικό ήταν για εσάς να «μπείτε στο πετσί» ενός χαρακτήρα που βιώνει την απώλεια της όρασης; Παράλληλα, πώς αντιλαμβάνεστε τον ρόλο της οικογένειας και της κοινωνίας στη διαμόρφωση ενός ανθρώπου που καλείται να σταθεί ξανά όρθιος μετά από μια τόσο βαθιά απώλεια;



Εδώ πραγματικά χτυπήσατε φλέβα! Μπορεί όντως να δυσκολεύτηκα να αφομοιώσω τον ρόλο του νέου μου πρωταγωνιστή, καθώς μια τέτοια κατάσταση –εννοώντας την απώλεια της όρασης– με τρομάζει και μόνο σκέψη. Καθώς όμως η πλοκή προχωρούσε, με έκπληξη διαπίστωσα το εξής: Από τη στιγμή που το κατάφερα αυτό, να ταυτιστώ δηλαδή με τον τυφλό άντρα της ιστορίας μου, τότε ξεκινούσαν τα πραγματικά δύσκολα για μένα. Κάθε τι που έκανε ο πρωταγωνιστής μου, κάθε του κίνηση, κάθε του ανάγκη, κάθε μια σκέψη του ξεχωριστά, με έβρισκαν –έστω και νοερά– συμμέτοχό του. Πονούσα κυριολεκτικά μαζί του, σε βαθμό που από ένα σημείο κι έπειτα αισθανόμουν την ανάγκη να σταματάω κάθε λίγο την αφήγηση, προκειμένου να πάρω μια «ανάσα». Μεγάλη εμπειρία όλο αυτό για μένα, ενώ εκτός των άλλων μου άφησε και πολύ δυνατά διδάγματα για τη ζωή.

Εδώ θα ήθελα να τονίσω το εξής, σε συνέχεια των παραπάνω μου σκέψεων: Την απώλεια της όρασης δεν είναι καθόλου εύκολο να την διαχειριστεί κάποιος. Προσωπικά, και μόνο στη σκέψη ενός τέτοιου ενδεχόμενου, τρομάζω. Κι εδώ ακριβώς είναι που μπαίνει το στοιχείο που πολύ εύστοχα αναφέρατε, ο ρόλος της οικογένειας αλλά και της ευρύτερης κοινωνίας. Ειδικά η οικογένεια, η πρώτη κοινωνία μέσα στην οποία μεγαλώνει κάποιος, έχει αναμφισβήτητα τον δυσκολότερο αλλά και τον πιο καθοριστικό ρόλο σε όλο αυτό. Αν δεν στηρίξουν τα πιο οικεία πρόσωπα κάποιον που χάνει την όρασή του, κακά τα ψέματα, κανείς δεν θα καταφέρει να το κάνει. Τεράστιο θέμα και εξαιρετικά ενδιαφέρον όλο αυτό, θα μπορούσα να μιλάω με τις ώρες. Από εκεί και πέρα, η κοινωνία θεωρώ προς δρα αισθητά υποδεέστερο ρόλο στην αντιμετώπιση μιας τόσο δύσκολης κατάστασης, και μάλιστα το μαχαίρι εδώ είναι πραγματικά δίκοπο. Αντί να βοηθήσει ένα τέτοιο άτομο να αποδεχθεί μια τόσο μεγάλη αλλαγή στη ζωή του, μπορεί να το ωθήσει στο ακριβώς αντίθετο άκρο. Όλα αυτά τα στοιχεία πραγματεύομαι στο βιβλίο, καθώς με βάλανε σε μεγάλη σκέψη όσο διαμόρφωνα την γενικότερη πλοκή μέσα στο μυαλό μου.



3. Η απώλεια της όρασης στο «Χτίσε μια γέφυρα στα σύννεφα» μοιάζει να υπερβαίνει τη βιολογική της διάσταση και να λειτουργεί και ως βαθύς συμβολισμός. Κατά τη γνώμη σας, ποιοι είναι τελικά οι πραγματικά «τυφλοί» άνθρωποι στη σύγχρονη κοινωνία μας;



Πολύ εύστοχο και αυτό το θέμα που θέτετε. Η γνώμη μου σε αυτό είναι η εξής: Από τη στιγμή που σήμερα «βλέπουμε» τα πάντα και τα χειριζόμαστε μέσα από μια οθόνη, δυστυχώς έχουμε φτάσει σε μια κατάσταση γενικότερης τύφλωσης της κοινωνίας μας. Η φάρμα στο βιβλίο «Χτίσε μια Γέφυρα στα Σύννεφα», αυτή ακριβώς τη σημασία έχει. Γυρίζει τον αναγνώστη αρκετά χρόνια πίσω, τότε που χτυπούσες την πόρτα στον γείτονά σου για να του πεις καλημέρα, δίχως να χρειαστεί να πληκτρολογήσεις ψυχρά την λέξη αυτή κι εκείνος με την σειρά του να την «δει» σε μια οθόνη. Αντιστοίχως, συζητούσες με τους ανθρώπους, με τους οικείους σου, με τον κόσμο, με φυσική σας παρουσία και όχι διαδικτυακά. Αλήθεια, ποιο είναι πιο ωραίο; Να πεις κάτι που σε απασχολεί με μηνύματα, ή να βρεθείς με κάποιον που τον εμπιστεύεσαι, να φτιάξετε έναν καφέ ή να βάλετε ένα τσίπουρο και να καθίσετε κάτω από ένα δέντρο ή δίπλα στο τζάκι και να το συζητήσετε; Αυτές τις εικόνες δυστυχώς σήμερα δεν τις συναντάμε εύκολα.. Το να κοιτάζεις με τις ώρες μια οθόνη, αντί να βλέπεις τον άλλον στα μάτια, δεν σημαίνει απαραιτήτως και ότι «βλέπεις». Οπότε, για να καταλήξω σε αυτό που πολύ εύστοχα ρωτήσατε, δυστυχώς οι περισσότεροι σήμερα «εθελοτυφλούμε» σε αρκετούς τομείς.

ree

4. Όταν καταπιάνεστε με σκοτεινές και οδυνηρές ανθρώπινες καταστάσεις, πώς διαχειρίζεστε τον δικό σας ψυχισμό μέσα στη γραφή και πόσο συνειδητά επιδιώκετε, πέρα από την πλοκή, να αγγίξετε και να «αναταράξετε» τις ψυχές των αναγνωστών σας;



Εξαιρετικά εύστοχη και αυτή η ερώτησή σας! Όσον αφορά το πρώτο σκέλος αυτής, είναι ξεκάθαρο πως πραγματικά «πονάω» με τον πόνο των πρωταγωνιστών μου. Αν δεν ταυτιστώ πρωτίστως εγώ με τους πόνους τους, δεν μπορώ να έχω καμία απαίτηση να το κάνει αυτό ο αναγνώστης μου. Για τον λόγο αυτό, επιδιώκω με διάφορα λογοτεχνικά «τεχνάσματα» να μεταφέρω όλα αυτά τα έντονα συναισθήματα και βιώματα στο χαρτί, το οποίο επαναλαμβάνω δεν είναι καθόλου εύκολο. Με αρκετή επιμονή και υπομονή όμως, θεωρώ πως τα καταφέρνω σε αρκετά σημαντικό βαθμό.

Σχετικά με το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, έχω σε όλα μου τα βιβλία ως τώρα έχω μια αρχή: Θέλω μέσα από τις δυσκολίες και τον πόνο που αποπνέουν οι ιστορίες μου, να μεταφέρω στον αναγνώστη και κάποια μηνύματα. Τούτο συμβαίνει τόσο κατά τη ροή της αφήγησης, αλλά κυρίως προς το τέλος αυτής. Το να γράψω ψυχρά ένα βιβλίο body horror ή άλλου είδους ακραίου τρόμου, ή ακόμα και ένα κοινωνικό μυθιστόρημα –όπως είναι το «Χτίσε μια Γέφυρα στα Σύννεφα»– χωρίς να καταλήξω κάπου, δεν μου λέει τίποτα απολύτως. Και δεδομένου πως εκτός των έργων που δημιουργώ είμαι και αναγνώστης, έχω πάρα πολλά παραδείγματα αντιστοίχων βιβλίων, ευρέως γνωστών μάλιστα, που έχω διαβάσει και τα οποία μέσα σε λίγους μήνες από την κυκλοφορία τους «χάθηκαν» εντελώς. Και ο λόγος είναι αυτός ακριβώς που ανέφερα παραπάνω. Η δική μου διαρκής προσπάθεια είναι να μην φτάσω ποτέ σε αυτό το σημείο, να διαβάσει δηλαδή κάποιος ένα βιβλίο μου, περνώντας απλώς όμορφα για όσες ώρες το διάβαζε. Θέλω να του μείνουν και κάποια διδάγματα στο μυαλό, κάποια διαχρονικά μηνύματα.



5. Πώς βλέπετε το ελληνικό αναγνωστικό κοινό σήμερα; Είναι, κατά τη γνώμη σας, πρόθυμο να αφουγκραστεί ιστορίες που μιλούν ανοιχτά για πόνο, αγάπη και βαθιά κοινωνικά ζητήματα;



Τα αναγνωστικά ενδιαφέροντα σήμερα στη χώρα μας –αλλά κι όχι μόνο– ποικίλλουν και αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό αλλά και θεμιτό. Ο καθένας επιλέγει να διαβάσει τις ιστορίες που τον γεμίζουν, είτε αυτές μιλούν για πόνο, είτε για αγάπη, είτε για οποιοδήποτε άλλο θέμα. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι πόση εμβάθυνση είναι διατεθειμένος να κάνει ο συγγραφέας σε αυτές τις ιστορίες. Μια επιφανειακή κοινωνική ιστορία για παράδειγμα, μιας και μιλάμε για το «Χτίσε μια Γέφυρα στα Σύννεφα», δεν θεωρώ πως είναι ικανή να προκαλέσει κάποιον προβληματισμό ή να τραβήξει έντονα το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Αναμφισβήτητα ο κάθε δημιουργός έχει το δικό του στυλ γραφής, με τη τελική απόφαση ως προς τη θεματολογία και τα βιβλία που θα αναγνωστούν να επαφίεται αποκλειστικά στην κρίση του αναγνώστη.



6. Σε έναν κόσμο που ολοένα και περισσότερο δηλητηριάζεται από τοξικότητα, σκληρότητα, ρατσισμό και φτώχεια, όπως ακριβώς πραγματεύεστε και στο νέο σας βιβλίο, πόσο δύσκολο είναι τελικά να κρατήσει κανείς ζωντανή την ανθρωπιά του και ποιος πιστεύετε ότι είναι ο καλύτερος γιατρός αυτών των κοινωνικών πληγών; Η πολιτεία, η παιδεία, η τέχνη ή ο ίδιος ο άνθρωπος;



Σε μια εποχή όπου η πλειοψηφία των Μ.Μ.Ε. διαδραματίζει δυστυχώς έναν ρόλο εντελώς διαφορετικό από αυτόν που καθορίζει η λέξη «ενημέρωση», δεν είναι καθόλου εύκολο κάποιος να παραμείνει «άνθρωπος». Αρκεί μια σύντομη αναζήτηση στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων και στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, για να το διαπιστώσει κάποιος του λόγου το αληθές. Θάνατοι, δολοφονίες, καταστροφές, ατέλειωτες συνωμοσιολογίες και προώθηση συγκεκριμένων πολιτικών θέσεων, αποτελούν πλέον το σύνολο της «εύκολης ενημέρωσης» που μας παρέχεται σήμερα. Με τι σθένος μετά απ’ όλα αυτά να καταφέρει κάποιος να παραμείνει «άνθρωπος», μπρος σε όλη αυτή την ατελείωτη κατρακύλα που του πλασάρεται ως η μόνη πραγματικότητα;

Ο μεγαλύτερος γιατρός σε όλα αυτά, είναι ένας: Η αμφισβήτηση και κατ’ επέκταση η εις βάθος αναζήτηση της αλήθειας. Θέλει κόπο, θέλει χρόνο, μα κυρίως μεγάλη επιμονή.



7. Πόσο βαθιά έχει χαράξει τη συγγραφική σας φωνή η heavy metal μουσική και πώς συνομιλεί αυτή η μουσική με την αφοσίωσή σας στο «σκοτεινό» φανταστικό; Είναι τελικά ο φόβος, η γοητεία ή η αλήθεια που σας έλκει περισσότερο στο σκοτάδι και ποιον θεωρείτε τον μεγαλύτερο σύγχρονο «κοσμικό τρόμο» του ανθρώπου;



Η μουσική metal είναι η ζωή μου. Χωρίς αυτή, δεν θα είχα καταφέρει τίποτα ως τώρα. Εκτός του ότι αποτέλεσε την καλύτερη παρέα στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωής μου, με συντρόφευε και κατά την συγγραφή όλων μου των έργων ως τώρα, συμπεριλαμβανομένου και ενός καινούριου πρότζεκτ που ετοιμάζω αυτό τον καιρό.

Φόβος – σκοτάδι – άγνωστο: Τρεις έννοιες που πάντα με γοήτευαν στην τέχνη. Στη μουσική, στη λογοτεχνία, στον κινηματογράφο. Όσο για το ποιος είναι ο μεγαλύτερος κοσμικός τρόμος, εδώ θα μου επιτρέψετε να δανειστώ ένα από τα αγαπημένα μου αποσπάσματα του κορυφαίου συγγραφέα τρόμου για μένα, του H.P. Lovecraft: «Το αρχαιότερο και ισχυρότερο συναίσθημα της ανθρωπότητας είναι ο φόβος, και το αρχαιότερο κι ισχυρότερο είδος φόβου είναι ο φόβος του αγνώστου.



8. Πώς βιώνετε τη συνεργασία σας με τις Εκδόσεις Κάκτος και τι θέση καταλαμβάνει αυτή η κοινή πορεία στη διαδρομή σας ως συγγραφέα;



Με τις εκδόσεις Κάκτος έχουμε συνεργαστεί ως τώρα μόνο στο τελευταίο βιβλίο μου, το «Χτίσε μια Γέφυρα στα Σύννεφα». Από την αρχή της επικοινωνίας μας μου έδειξαν πως πίστεψαν στο έργο μου και πως ήταν πρόθυμοι να αναλάβουν την έκδοσή του. Από εκεί και πέρα, μόλις με το καλό φτάσει η ώρα να κυκλοφορήσει το επόμενο έργο μου, θα δούμε ξανά τα δεδομένα από την αρχή.



9. Τι αποτύπωμα έχει αφήσει η Πάτρα στη συγγραφική σας ταυτότητα και πόσο συνομιλεί αυτό το αποτύπωμα με το εσωτερικό σας ταξίδι προς τις “παγωμένες χώρες του Βορρά” που συχνά ονειρεύεστε;



Η Πάτρα είναι ο πόλη μου. Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα κι εδώ απέκτησα τα πιο έντονα βιώματά μου ως τώρα. Στην πορεία χρειάστηκε να φύγω για περισσότερα από δέκα χρόνια, λόγω δουλειάς. Δεν είναι τυχαίο που το κεφάλαιο της συγγραφής για μένα ξεκίνησε με το που επέστρεψα εδώ. Είναι σαν να βρήκα την ηρεμία που αναζητούσα, την συγκέντρωση και την απαραίτητη αυτοπεποίθηση ώστε να αρχίσω να γράφω τις ιστορίες που είχα στο μυαλό μου.

Αχ, αυτές οι παγωμένες χώρες του Βορρά! Νορβηγία, Σουηδία, Φινλανδία… Αγαπώ να βλέπω φωτογραφίες και να αναζητώ στοιχεία από αυτές, ενώ μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός πως το σκανδιναβικό metal είναι και το αγαπημένο μου παγκοσμίως. Ευελπιστώ μία από τις επόμενες δουλειές μου να εκτυλιχθεί κάπου εκεί ψηλά!


10. Βρίσκεστε αυτή την περίοδο σε δημιουργική μετάβαση προς ένα νέο έργο; Και αν ναι, θα μπορούσατε να μας χαρίσετε ένα μικρό spoiler από ό,τι γεννιέται αυτή τη στιγμή στο συγγραφικό σας σύμπαν;



Βεβαίως! Να σας πω λοιπόν εδώ πως το επόμενο βιβλίο μου είναι σχεδόν έτοιμο. Ανήκει στο λογοτεχνικό είδος του τρόμου και βασίζεται στην πραγματική ιστορία ενός από τα πιο «στοιχειωμένα» μέρη πάνω στη Γη. Δεν έχει μεταφυσικά στοιχεία, είναι εξ’ ολοκλήρου μια ρεαλιστική ιστορία (ναι, ήθελα να το κάνω και αυτό κάποια στιγμή!) Εν καιρώ θα αναφερθούμε εκτενέστερα επ’ αυτού, πραγματικά ανυπομονώ να μοιραστώ και αυτή την ιστορία μου με τους αναγνώστες!

Κλείνοντας αυτή την όμορφη κουβέντα μας, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω και πάλι για τις πολύ εύστοχες και ενδιαφέρουσες ερωτήσεις σας και να ευχηθώ σε όλους χαρούμενες γιορτές!



Για τον συγγραφέα...




Ο Παντελής Μαυρομμάτης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πάτρα όπου και εξακολουθεί να διαμένει. Λατρεύει τους συγγραφείς του φανταστικού της παλιάς σχολής, όπως τους αποκαλεί, έχοντας ως ίνδαλμά του τον H.P. Lovecraft, και είναι φανατικός οπαδός της μουσικής χέβι μέταλ. Αρθρογραφεί στο λογοτεχνικό στο site «Authoring Melodies» και δεν περνάει μέρα που να μην ασχοληθεί με τη βιβλιοθήκη του, την οποία εκτός των άλλων κοσμούν διάφορες μινιατούρες του Κθούλου. Είναι ο συγγραφέας της τριλογίας τρόμου «ΜΟΤΕΛ 430-71» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΠΗΓΗ, ενώ τα διηγήματά του «Ο Διάβολος του Γκούλκαντρι», «B.Y.M.R.», «Όταν πέθανα για δεύτερη φορά» και «Τα κανονικά παιδιά» έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς και κυκλοφορούν ήδη σε ανθολογίες. Το «Χτίσε μια Γέφυρα στα Σύννεφα» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Κάκτος.


Η συνέντευξη δόθηκε στην αρθρογράφο: Ιωάννα Σταθοπούλου 🌹


Comments


bottom of page