Οι βίσωνες της Μπιαλοβιέζα
- ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΛΥΖΟΣ
- 11 hours ago
- 5 min read

Γιάννης Πολύζος
1.
Για ’μένα,
θα ήτανε θείο δώρο
να ’χα μία ερωμένη για την ερωμένη μου.
Τάχα δεν ξέρω τι σημαίνει πόλεμος.
Μέσα στις φλέβες μου
κυλάει ένας αλλιώτικος θυμός·
σαν ξινισμένο κρασί
δηλητηριάζει τις φραγμένες αρτηρίες.
Μα σαν ορμάει στην καρδιά
η οργισμένη εμπροσθοφυλακή,
τα χείλη αναζητούν το τρυφερό της άγγιγμα.
Αναριγώ ολόκληρος·
έτσι το θέλησαν οι Μοίρες.
2.
Ακόμα όμως, δεν τρελάθηκα.
Έχω χρόνια να γευτώ απ’ το γλυκόπικρο βαρέλι τής Βαστίλης.
Κοιτάξτε με, λοιπόν, επέστρεψα.
Κορμί και σκιά,
τίποτε άλλο δε μου χρειάζεται.
Αναπηδώντας σε κεφάλια βουβαλιών
σφυρίζω έναν εύθυμο σκοπό.
Εγώ, ο ανίδεος χορωδός,
ήμουνα κάποτε παιδί τής Μπιαλοβιέζα.
3.
Απ’ την αιώρα τώρα,
θα τους μπω στο μάτι.
Καλύτερο άραγμα δε θα βρω
για να ανατρέψω τα όνειρά τους.
Στα ουράνια χαρακώματα
πρώτος εγώ, θα πέσω·
τα σύννεφα θα γίνουν οι ερωμένες μου,
πάει και τελείωσε.
Να δικαστούν, ζητώ,
απ’ τους ομορφότερους αμπελουργούς
που τρύγησε η εξόριστη φυλή μου.
Σπουδαίος είναι ο λόγος.
Ο τάφος των προδομένων έχει πολλά ονόματα,
των προδοτών κανένα.
4.
Άφησα το αρχαίο δάσος,
τις καλοχτένιστες βελανιδιές,
για να ’ρθω εδώ,
στις άσπαρτες πεδιάδες
και στις ρεματιές,
στη θλιμμένη πολιτεία της νιότης μου.
Μου έλειψε η κάμα τού καλοκαιριού
και οι αλωνιστικές σας μηχανές.
Με τις ωραίες σας πλατείες,
τα τσιμεντένια σιντριβάνια,
τους κήπους
και τα δικαστικά σας μέγαρα,
εκεί όπου τα πουλιά νηστεύουν το μελωδικό τιτίβισμα.
Τύλιξα σ’ ένα μπογαλάκι ατόφιο μέλι
και μία ράβδο κερήθρας,
σουβλερή και τραχιά
σαν σκουριασμένη ξιφολόγχη,
φτιαγμένη από το πιο άγριο μελίσσι τής ψυχής μου.
Άραγε, τι με ξαναφέρνει εδώ κάτω;
Η ανάγκη σπρώχνει τα κόκαλα·
κατεβαίνω τα σκαλοπάτια μιας βουβής απόγνωσης.
Χέρια και πόδια,
χείλη και γλώσσα,
παραγκωνίζονται διαρκώς
για μια θέση στο θερινό ηλιοστάσιο.
Ποθώ να συναντήσω κάποιον σαν εμένα,
να τον λογχίσω πέρα ως πέρα,
παντοτινό εχθρό να τον αποκαλώ.
Κι ύστερα, να τον γλείψω με κάθε επιδεξιότητα
σαν να ’τανε ο μεγαλύτερος έρωτάς μου.
5.
Μα κάτι άλλο ζητώ!
Θυμάμαι τις εποχές που ρέμβαζα στην κοίτη του μεγάλου ποταμού.
Εγώ, ο δανδής μιας άλλης εποχής.
Λίγο πιο πέρα από τ’ αγάλματα,
υπήρχε μία μισογκρεμισμένη γέφυρα·
μόλις που κρατιόταν όρθια
από τις μεσημεριανές ηλιαχτίδες.
Εκεί, στις παρυφές του παλιού νεκροταφείου,
έπαιζαν νυχθημερόν
κι ένα σωρό μικρά προσφυγόπουλα.
Μία κοπέλα,
με μεγάλα μάτια
σαν καθρέφτες τηλεσκοπίων
και χέρια ολόλευκα
σαν το αγέννητο μάρμαρο τής Θάσου,
ακτινοβολούσε την ομορφιά της απ’ την αντίπερα όχθη.
Επέλεξα να την αγαπήσω·
το ίδιο κι εκείνη.
Τη μέρα που συναντηθήκαμε από κοντά
ήτανε καλοκαίρι,
μήνας Ιούλιος.
Θυμάμαι τον ιδρώτα στο μέτωπο.
Την έφεραν ξάπλα,
επάνω σε μια ανοιχτή άμαξα,
στολισμένη μ’ ένα μαύρο, δαντελωτό φόρεμα.
Το άλογο χλιμίντριζε.
«Άνια!», είπα, κι έβγαλα το μαντίλι απ’ την τσέπη.
6.
Αποφάσισα να ξεγυμνωθώ,
εδώ, μπροστά σας·
εν ριπή οφθαλμού.
Το πατρικό μου σπίτι θαρρώ πως βλέπω,
’κει δα,
στην άκρη του δρόμου,
καταχωνιασμένο.
Ψηλά στρέφω το πηγούνι
στα ανήλιαγα μπαλκόνια
και στις παλιές πολυκατοικίες.
Σαν τηλεβόας σε πορεία μυρμηγκιών
αναφωνώ την άφιξή μου.
«Μάνα! Επέστρεψα».
Μία εργάτρια σαν με άκουσε
έριξε χάμω ένα δυστυχισμένο βλέμμα.
Ανεβασμένη σ’ ένα Λάμδα
καθαρίζει τη φωτεινή ρεκλάμα μιας τράπεζας.
‛‛Άτοκα δάνεια’’, τελεία.
‛‛Έντοκες πληρωμές’’, πάλι τελεία.
Στον ουρανό διακρίνω
ένα λερωμένο σύννεφο.
Σε λίγο, θα μας καταβρέξει.
Τα κόκαλα κουδουνίζουν από χαρά
καθώς πηγαίνω στο σωστό μέρος.
Ω! Τι όμορφη που ήταν η εφηβεία μου.
Χτυπώ την εξώπορτα.
Τακ, τακ
-Εγώ είμαι. Ήρθα!
-Όποιος και να ’σαι, κάνε μεταβολή και φύγε, δε δεχόμαστε επιστροφές και τα τοιαύτα.
Ποιος θυρωρός είναι άξιος να ανοίξει το κεφάλι μου στα δύο;
7.
Ελάτε να διαγωνιστούμε,
στον χαρτοπόλεμο,
σκέφτομαι τώρα.
Αυτός που έχει τα πιο μακριά χέρια
θα αυτοανακηρυχθεί ο αρχηγός μας.
Ζήτω ο νέος αρχηγός!
Μπράβο, μπράβο πουλάκια μου·
στην ίδια λακκούβα σκοντάφτουν πάλι,
τα ποδάρια μας.
Ας ακονίσουμε τις γλώσσες μας, λοιπόν,
στον αιώνιο τόρνο,
γέροι και νέοι,
φτωχοί και εξαθλιωμένοι,
τι περιμένουμε,
ας εξεγερθούμε,
με πλακάτ και ντουντούκες
ας βανδαλίσουμε κάθε μας δυστυχία,
με την Άνια, μπροστάρισσα,
ένα χειροπιαστό κουφάρι για τον αγώνα.
8.
Ακόμα, πενθώ
κι ας διένυσα έτη φωτός
κι ας φίμωσα το γαλατά και τη γυναίκα του
κι ας άλλαξα μεζούρα.
Άνια! Άνια!
Γιατί ρίχτηκες στο ποτάμι με τα μούτρα;
Γιατί ζάρωσε το πετσί σου;
Νιώθω τη ρίγη τής αναμονής
τις ώρες πριν το ικρίωμα.
Ανακωχή!
Επικαλούμαι τον άγραφο νόμο των εξαρτημένων.
Ανακωχή!
Στα δάχτυλα, τώρα,
κρατώ μια σφαίρα,
μία ασημένια σφαίρα,
μία ασημένια, γυαλιστερή σφαίρα
μία ασημένια, γυαλιστερή σφαίρα σοβιετικής προέλευσης
μία…
Τη φέρνω στο στόμα,
στα μπροστινά τα δόντια,
στους μοντέρνους κοπτήρες.
Τα μάγουλα αλλάζουν διάθεση,
παραμορφώνονται ελαφρώς,
σάμπως να έβαζα και πούδρα;
Ένας κλόουν μόλις ανέβηκε στη σκηνή.
Παύση, πρώτη.
Παύση, δεύτερη.
Ας τον χειροκροτήσουμε, επιτέλους,
αυτή είναι η δουλειά μας.
Σαν βίσωνας κορδώνομαι,
ευθυτενής και ειλικρινής,
ή τέλος πάντων…
Τινάζω τις μπούκλες στον αέρα,
χτυπώ τις οπλές στο χώμα,
ή τα ευμεγέθη υποδήματα,
όπως το θέλετε,
και με το πασχαλιάτικο περίστροφο
σημαδεύω τον εαυτό μου.
Μονολογώ: «Άνια, γιατί μου έμαθες να κολυμπώ;»
9.
Κάτω από μια ομπρελά στέκομαι·
μοιάζει με ’κείνες που διακοσμούν τις ταράτσες των καλών εστιατορίων.
Γύρω μου, ανθρώπινες στήλες,
κάθε λογής,
μουτρωμένοι, χαρούμενοι, μεροκαματιάρηδες, χαμηλοσυνταξιούχοι.
Αυτοί οι τελευταίοι,
έχουν ένα βλέμμα άκρως διεισδυτικό.
Τα μάτια τους πηδούν από τη μία διάσταση στην άλλη,
ενώ το σώμα κάθεται άπραγο σε μια καρέκλα καφενείου.
Ξεκίνησε να βρέχει.
«Τι θα πάρετε;», ρωτάει με ευπρέπεια η κοπέλα στον γκισέ.
«Κι εδώ, γυναικά;», συλλογιέμαι.
10.
Σε λίγο, θα πεθάνω
μιας και αυτοπυροβολήθηκα
επάνω στη σκηνή τής λόξας μου.
Πόσο απρόσεκτος, φάνηκα;
Το είδατε με τα μάτια σας,
τ’ ακούσατε με τα αυτιά σας,
κι όμως δε με πιστέψατε.
Ο κλόουν, ήτανε κάποιου είδους απασχόλησης,
για ’σας πρωτίστως,
τους ευτυχείς πολίτες,
και δευτερευόντως για ’μένα,
το δύσμοιρο κυνηγό
από τη μακρινή Μπιαλοβιέζα.
Φαίνεται,
λάθεψα τα επαγγέλματα.
Έπρεπε να ’χα φανερώσει έναν νομομαθή ψυχίατρο,
με μυτερό γενάκι,
να ’χει κι έναν ανεπαίσθητο τραυλισμό,
έτσι για να τον καταλαβαίνω.
Τουλάχιστον, τώρα,
θα ήμουν αραχτός
σε έναν δερμάτινο καναπέ
και πίνοντας κονιάκ ή παίζοντας Κουμ Καν
θα καταδίκαζα τα παιδικά μου όνειρα.
Το ξέρω καλά,
αυτό το μελαγχολικό πρελούδιο.
Βιολιά και βιόλες
και ένα βόλι σοβιετικό
σφηνώθηκε στον λάρυγγα.
Πάει, αυτή ήταν η ζωή μου.
Έρχεται, νά,
από ’κει, μακριά,
ο νυχτωμένος ουρανός.
Τον διακρίνω πεντακάθαρα·
σέρνεται από μία άλλη γη
που τώρα ξημερώνει.
Ας κάτσω εδώ,
στην άκρη τού πάλκου,
αντάμα με τις αδέσποτες γάτες.
Τα άκρα μου αρχίζουν και μουδιάζουν.
Μπας και ανέβασα και πυρετό;
Σταμάτα κλόουν, σταμάτα αστείε εαυτέ,
τι κακόγουστη φάρσα μού σκάρωσες, κατεργάρη;
Και άρρωστος και νεκρός, αυτό παραπάει.
«Άνια! Καλή μου Άνια,
έρχομαι κι εγώ στις όχθες του μεγάλου ποταμού.
Μια ιστορία θλιβερή φέρνω μαζί, που πολύ θα σε συγκινήσει».
Τι γύρεψα να βρω,
σ’ αυτόν τον βλογιοκομμένο τόπο·
τού βάζω πωλητήριο και τραβώ για τον αγύριστο.
τέλος
Γιάννης Πολύζος 🌹
Comments