ΜΑΡΙΝΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ 🌹
- ΜΑΡΙΝΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ 
- Sep 24
- 6 min read

Ταξί τέσσερις πάρα τέταρτο
Ο ήχος της μηχανής του αυτοκινήτου γεμίζει την αυλή.
Η ασημένια κούρσα ταξί πεντακάθαρη γυαλίζει στο φως του δυνατού ήλιου.
Το τζάμι χαμηλώνει, μία βαριά φωνή βγαίνει με χαρά,
-Καλησπέρα, τι κάνεις;
-Καλά εσύ;
Απο τη βεράντα απαντάει ο Γιώργος,που μόλις κατέβασε μία γουλιά ελληνικό καφέ!
Το ψηλό σκυλί γαβγίζει μανιασμένα, πότε του δεν συμπάθησε το ταξί, ούτε τον οδηγό.
Είναι τέσσερις πάρα τέταρτο, η Βάσω φορτωμένη με τη τσάντα της προπόνησης, φαίνεται στην πόρτα, την κλείνει γρήγορα και φοράει μηχανικά τα καλά της παπούτσια.
Τρέχει, μπαίνει μέσα,το δερμάτινο σαλόνι βγάζει μία μυρωδιά.
Το κινητό της είναι φορτισμένο, αλλά τελειώνει πολύ γρήγορα η μπαταρία.
Δεν το ακουμπάει, μήπως το χρειαστεί αργότερα, γιατί μετά θα βγεί με τις φίλες της.
Αν σταματήσουν, να της κρατάνε μούτρα, αλλιώς σπίτι κατευθείαν.
Στο πέρασμα τους χωράφια απλωμένα , δρόμος ζωγραφισμένος με λακκούβες, οι στροφές πετάγονται απότομα που με επιδέξιες κινήσεις τα χοντρά χέρια χειρίζονται.
Στην είσοδο της πόλης αυτή την ώρα ο δρόμος είναι άδειος, η πόλη ξεκουράζεται βυθισμένη στον μεσημεριανό ύπνο.
Ενώ κάποιοι δουλεύουν παράλληλα.
Οι ρόδες γυρίζουν σταθερά.
Μέχρι που σταματάνε μπροστά από το γήπεδο και ο ήχος της μηχανής ηχεί μαλακά.
Το κλείσιμο της πόρτας μένει πίσω της .
Μέσα στα μάτια της μπαίνει η εικόνα του σταδίου και μακριά παρατηρεί τα κορίτσια και τους δασκάλους.
Μπροστά από το ντουλαπάκι της ετοιμάζεται.
Το ασημί κινητό με τη βυσσινί ρίγα είναι ακουμπισμένο μπροστά της στο σιδερένιο ντουλάπι.
Απέναντί του ένα αποσμητικό, μία κολόνια, χαρτομάντιλα .
Μία ζωγραφιά στα δεξιά της smile με φοίνικα, πάνω στη πόρτα του ντουλαπιού τρία αρχικά ονομάτων το δικό της,της Μαρίας και της Ελένης ίσον καλύτερες φίλες για πάντα με λατινικούς χαρακτήρες.
Με το μπουστάκι και έτοιμη να αλλάξει το κάτω, η άκρη του ματιού της πέφτει στον δάσκαλο που στέκεται στην πόρτα. Πανύψηλος, λεπτός με πλάτες. Άβολα συναισθήματα ξεφυτρώνουν μέσα της.
Κάνει ότι δεν τον πρόσεξε, δήθεν κάτι ψάχνει στο ντουλάπι.
Τα αθλητικά του αφήνουν ήχους στο πλακάκι, η αναπνοή του δυνατή πλησιάζει όλο ένα και πιο κοντά της .
Πιάνει το τηλέφωνο, γυρίζει πλάτη και παριστάνει ότι μιλάει με τη μαμά της .
Ο προπονητής λείπει, μόλις κλείνει το κινητό ,μα φοβάται να κοιτάξει, αλλά δειλά επιβεβαιώνει την απουσία του .
Μπορεί τώρα να έφυγε, όμως δεν μπορεί, να ρισκάρει, πρέπει να σταματήσει τον στίβο.
Αλλιώς..
Όταν τελειώνει, βγαίνει στο πεζοδρόμιο, έχει νυχτώσει, η ψυχρά την αγκαλιάζει, έπρεπε να έβαζε τη ζακέτα της στο σακίδιο.
Οι λάμπες φώτισαν τον φαρδύ δρόμο.
Αυτοκίνητα πάνε και έρχονται, από τη στροφή φαίνεται ένα ταξί, μα μόλις αντιλαμβάνεται ότι είναι άλλος, απαγοητεύεται..
Ποτέ θα έρθει; Της τελείωσε η κάρτα, δεν έχει να πάρει τηλέφωνο.
Μπαίνει μέσα, στο κυλικείο βρίσκει την κυρία Σούλα, της δίνει, να καλέσει ταξί, ο Τάκης απαντάει αρνητικά, έχει έκτακτο δρομολόγιο προς Θεσσαλονίκη.
Μόλις κλείνει, παρατηρεί τον κόσμο μέσα, πατεράδες πίνουν καφέ όσο περιμένουν τα παιδιά, να τελειώσουν.
Οι γνωστοί φίλοι που δίνουν ραντεβού στο ίδιο σημείο, όπου κάποτε ήταν αθλητές και παίζανε αντί να κάθονται.
Πως περνάνε τα χρόνια έλεγε και ξανά έλεγε ο κύριος Νίκος κάθε φορά που ερχόταν να πάρει τον εγγονό του.
Βγαίνει έξω, με το σακίδιο στη πλάτη, οι τρίχες όρθιες από το κρύο, ενώ ένα απαλό ροζ απλώνεται στα μάγουλα.
Ένα χάδι στον αυχένα από ένα απαλό χέρι, τινάχτηκε μπροστά μα την κράτησε.
Σκυμμένος πάνω από το κεφάλι της με το ψεύτικο χαμόγελο, να κουνάει τα χείλη, μα η ίδια να μην τον ακούει.
Η κυρία Μίνα φορτωμένη με μπάλες ζητάει τη βοήθεια της,μία ηλιαχτίδα εμφανίζεται και ξεγλιστρά από τα χέρια του.
-Ναι κυρία έρχομαι αμέσως!
Είναι πια αργά, αφού βοηθάει την κυρία της,τραβάει προς τα αστικά. Ο δρόμος άδειος πια με λίγα αδέσποτα που δεν πειράζουν, γιατί την ξέρουν, τα ταΐζει ,είναι φίλοι της .
Όσο πιο κοντά στο κέντρο φτάνει, κόσμος και κοσμάκης εμφανίζεται στα πεζοδρόμια, στα μαγαζιά.
Ταβέρνες, βιτρίνες, σούπερ μάρκετ, καφέ και άλλα πολλά, είναι λίγο πριν το κλείσιμο κάποια. Δεν προλαβαίνει, να πάρει κάτι, ίσα ίσα αγοράζει εισιτήριο και περιμένει,να ανοίξει ο οδηγός την πόρτα .
Είναι γνωστή λόγω των μεταλλίων της .
Όμως αρκετά μικρή για να κυκλοφορεί μόνη τέτοια ώρα εννιά πάρα το βράδυ σε μία πόλη με τόσους κινδύνους.
Δωδεκάμιση χρόνων χρειάζεσαι μία φίλη, έναν συγγενή, κάποιον για παρέα ώστε να νιώθεις εντάξει.
Η κυρία Όλια οικονομική μετανάστρια από τη Ρωσία στέκεται δίπλα της.
Φορτωμένη με σακούλες από το σούπερ μάρκετ δεν μοιάζει να κουράζεται, όλη μέρα δουλεύει ασταμάτητα από σπίτι σε σπίτι να καθαρίζει και παρόλα αυτά να προλάβει τα ψώνια και το αστικό. Άξια!
Ο οδηγός ανοίγει την αυτόματη πόρτα, μυρωδιές ιδρώτα, χνώτου και κλεισούρας χτυπάνε τη μύτη της, μα είναι πιο κοντά στο σπίτι, αυτό έχει σημασία.
Πιάνει τη θέση μπροστά μπροστά πίσω από τον ξανθό μακρυμάλλη οδηγό.
Ο οποίος είναι χαλαρός με τη μουσικούλα του, επιτέλους καθαρός αέρας ξεπλένει τον χώρο, χάρη στη γυναίκα του που άνοιξε τα παράθυρα, μόλις ανέβηκε από τη στάση μπροστά από το σπίτι τους.
Στέκεται όρθια, συζητάει μαζί του για τα παιδιά.
Από όσα καταλαβαίνει, μιλάνε για τον εκφοβισμό που τρώει ο μεγάλος στο δημοτικό.
Καημένο το χτυπάνε, το κοροϊδεύουν και η δασκάλα δεν ασχολείται, ούτε ο διευθυντής ενδιαφέρεται.
Ευτυχώς δημοτικό πήγε στο χωριό, όπως και γυμνάσιο εκεί πάει, οι κολλητούλες της θυμώσανε με αυτή την επιλογή.
Αφού δεν βγαίνουν πλέον, για να την κάνουν, να αλλάξει γνώμη, μα είναι κάθετη σε αυτή την απόφαση, γιατί να ταλαιπωρείται, να ξυπνάει νωρίς, να περιμένει πρωί πρωί το λεωφορείο, να γυρνάει δύο ώρες στον δρόμο μέχρι να πάει προπόνηση.
Ποτέ θα ξεκουράζεται;
Ποιος να την καταλάβει , έχει μια ζωή στο χωριό, μια διαφορετική στην μικρή πόλη.
Η οικογένεια της έχει προβλήματα, μέσα σε όλα αυτά έχει τις προπονήσεις, τις απαιτήσεις, τις προσδοκίες των προπονητών.
Την κριτική του κόσμου εάν αποτύχει και είναι μονάχα δωδεκάμισι χρόνων.
Έξω όλα είναι μαύρα, το αστικό με τα φώτα, τα καρό καθίσματα, την σκόνη, τους άγνωστους, τους ενοχλητικούς γνωστούς.
Η μηχανή βγάζει έναν θόρυβο σε κάθε ξανά ξεκίνημα. Σε κάθε στάση το λεωφορείο απελευθερώνει κουρασμένες ψυχές. Ενώ οι εναπομείναντες αναμένουν τον προορισμό τους . Η Βάσω παίζει με τα κλειδιά της ρυθμικά. Μια κλέφτη μάτια στο βυσσινί ρολόι της ,που της χάρισε εκείνη η καλή κυρία. Όταν έφερε το τελευταίο της μετάλλιο, την πλησίασε, ακόμα θυμάται τις πέρλες να τυλίγουν τον λαιμό της , το σκούρο κόκκινο κραγιόν της ,τις καστανοκόκκινες μπούκλες γύρω γύρω από το μεγάλο κεφάλι της να φτάνουν μέχρι τον αυχένα και το ψηλό ανάστημα ,αρχοντικό και ιδιαίτερο.
Το κινητό της χτυπάει, η αντρική φωνή του πατέρα της γεμάτη εμφανή ανησυχία φτάνει στο μυαλό της.
Τρομάξανε ,σκέφτεται, ενώ ενημερώνει ότι σε λίγο φτάνει. Είχε έκτακτο δρομολόγιο το ταξί. Τι να κάνουμε. Συμβαίνουν αυτά.
Αλλά η αλήθεια είναι ότι το να γυρνάει μόνη σε μια έρημη γειτονιά την αγρίεψε γιατί τέλη Σεπτεμβρίου νυχτώνει νωρίς.
Μα πιο τρομακτικό είναι εκείνος πάρα τα σκοτάδια της νύχτας .
Οι γονείς της την πιέζουν, θέλει να τα παρατήσει εξαιτίας του δασκάλου, μα φοβάται ,να το πει . Μην της θυμώσουν.
Μα δεν έκανε κάτι κακό.
Αλλά πως ..πως να το πει ..
Είναι δύσκολο να είσαι έφηβη τελικά, κανείς δεν σε καταλαβαίνει.
Φτάνει λοιπόν στο σπίτι.
Η μαμά μαγειρεύει στην κουζίνα, με την πόδια να σκεπάζει τα ρούχα της.
Ο μπαμπάς κάθεται μπροστά από την τηλεόραση στον καναπέ,που κοιμάται κάθε μεσημέρι μετά τη δουλειά.
Η μικρή αδερφή της παίζει με τα παιχνίδια, πάλι αυτή θα τα μαζεύει, γιατί είναι δύο χρόνων, έχει θέμα υγείας ,είναι διπλά ευνοημένη, λόγω της κατάστασης.
Αλλά τι φταίει η ίδια;
Τι χρωστάει, να είναι η νταντά της και να μην βγαίνει έξω.
Ο μπαμπάς την ενημερώνει ότι το ταξί άλλο δεν θα έρθει, γιατί είναι ακριβό, πλέον με το αστικό θα μετακινείται, έχει συνεννοηθεί με τον πρόεδρο των αστικών, να την έχουν από κοντά, να την προσέχουν.
Δικιά τους είναι, δεν είναι ξένη, την γνωρίζουν.
Από τόσο δα μικρή, γιατί με την μαμά ανέβαιναν συχνά πάνω.
Το ταξί με τον φίλο της που συζητούσαν τόσα, τα γέλια,το κους κους, η διαδρομή από τον πίσω δρόμο με τον κάμπο, όλα χάθηκαν, γιατί τα οικονομικά είναι σφιχτά.
Το κεφάλι της σκυφτό ,η πλάτη με το σακίδιο αποκτά διπλάσιο βάρος. Μαλλιά που πετάνε ένα ρίγος την ξυπνάει από τη βαθιά σκέψη της. Φωνές από την κουζίνα, ως συνήθως διαμαρτυρίες ότι δεν την βοηθάνε, η μαμά βροντάει την κουτάλα στον νεροχύτη, μόνο που δεν τον έσπασε.
Μία ακόμα φορά σκεπάζει το πρόσωπο της η στεναχώρια ,θα ήθελε άλλη μαμά
Το ταξί των τέσσερις πάρα τέταρτο έκανε χρόνια να φανεί στην αυλή τους, όμως το θυμόταν με αγάπη.
Μαρίνα Παπαδοπούλου




Comments