Βιβλιοκριτική/Γιώργος Τσιβελέκος/Βασιλική Κώνστα 🌹
- ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΙΒΕΛΕΚΟΣ 
- Sep 21
- 5 min read

Η Βασιλική Κώνστα μάς παρέδωσε το έκτο της έργο, το αισθηματικό μυθιστόρημα "Έρωτά μου", σε ηλεκτρονική μορφή (εκδ. Carmela's books, 2025: https://carmelasbooks.com/el/books/65).
Παρόλο που δεν είναι έντυπο, αξίζει και πάλι να το κρατήσουν στα χέρια τους οι αναγνώστες μέσω όποιας συσκευής προτιμούν (smartphone, tablet, laptop ή PC) και να το διαβάσουν.
Μπορεί να μην αισθάνονται την αφή και τη μυρωδιά των χάρτινων σελίδων, αλλά είναι σίγουρο πως αυτό δε θα τους εμποδίσει να απολαύσουν στο απόλυτο την ιστορία που αφηγείται η συγγραφέας.
Μάλιστα, ίσως έτσι αποδειχτεί περισσότερο η ικανότητά της να απορροφά τους αναγνώστες και να τους εντάσσει, χωρίς καλά καλά να το συνειδητοποιούν, εντός της πλοκής.
Τα όπλα της είναι η τριτοπρόσωπη αφήγηση, ο έντονος λυρισμός, ο αναπαραστατικός λόγος, η μεγάλη χρήση διαλόγων (κάτι που προσδίδει ιδιαίτερη ζωντάνια στο κείμενο), η απλή γλώσσα και το λιτό ύφος, το οποίο όμως κατά μέρη είναι έντονα ποιητικό ή χιουμοριστικό.
Η οικειότητα που δημιουργείται ανάμεσα στους αναγνώστες και τους ήρωές της είναι αξιοθαύμαστη.
Εκτός, όμως, από την τεχνοτροπία, άκρως ελκυστικό και ενδιαφέρον είναι και το θέμα, η πλοκή του έργου.
Σαν άλλη αράχνη, η συγγραφέας έχει πλέξει περίπλοκα και ευφάνταστα τον ιστό της υπόθεσης, χωρίς ωστόσο να μπερδεύει καθόλου το μυαλό του αναγνώστη.
Απλώς υπάρχει ένα μεγάλο μυστικό και οι συγκυρίες έρχονται έτσι, με έναν πρωτοφανή τρόπο, που οδηγούν στην αποκάλυψή του, επιφέροντας φυσικά τις ανάλογες συνέπειες σχεδόν σε όλους τους εμπλεκόμενους.
Έρωτας, δυσκολίες, ίντριγκα, μυστικά, αποκαλύψεις συνθέτουν, λοιπόν, το παζλ αυτού του μυθιστορήματος, το οποίο κάλλιστα θα μπορούσε να μεταφερθεί ακόμα και στη μεγάλη οθόνη είτε ως σειρά είτε ως ταινία.
Κάτι επιπλέον που καθιστά ξεχωριστό το εν λόγω βιβλίο, ήδη και από το εξώφυλλό του, είναι το γεγονός πως η κεντρική ηρωΐδα πάσχει από τον λεγόμενο αλφισμό (αλμπινισμός, λευκοπάθεια), δηλαδή έχει λευκό χρώμα στο δέρμα και στις τρίχες των μαλλιών και ολόκληρου του σώματος, ενώ και η ίριδα των ματιών είναι λευκή. Άραγε αυτό θα σταθεί εμπόδιο ανάμεσα σε εκείνη και τον Έρωτα; Ή μήπως είναι το ελάχιστο που τους απασχολεί μπροστά σε όλα τα υπόλοιπα θέματα που θα προκύψουν και αφορούν ολόκληρες τις οικογένειές τους;
Μη θέλοντας να προδώσω σημαντικά κομμάτια του έργου, θα παραθέσω την περίληψη, την οποία εξάλλου έχω γράψει εγώ σε συνεργασία με τη συγγραφέα, και ένα απόσπασμα, αφήνοντας να μιλήσει το ίδιο το έργο.
Περίληψη:
Εκείνος φιλοδοξεί να γίνει επιτυχημένος επαγγελματίας πλέι μέικερ, κόντρα στις επιθυμίες του πατέρα του. Εκείνη θέλει να ζήσει επιτέλους τον έρωτα για πρώτη φορά. Τα προσωπικά τους προβλήματα τους οδηγούν το ίδιο βράδυ του Απρίλη στο πιο σκοτεινό σημείο της παραλίας του Ιππόκαμπου της Χαλκίδας.

Μια πρωτόγνωρη έλξη δεν τους αφήνει περιθώρια να μη γίνουν αμέσως ένα. Όμως, οι διαφορετικές ζωές τους φαίνεται ότι θα καταφέρουν να τραβήξουν μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ των δρόμων τους.
Ή μήπως όχι;
Μήπως είναι αδύνατον να ξεφύγουν από τους νόμους της φυσικής και της ειμαρμένης;
Πιο συγκεκριμένα, μήπως είναι αδύνατον να ξεφύγουν από την κεντρομόλο δύναμη που ασκεί ένα ξενοδοχείο στη Σκιάθο τόσο στους ίδιους όσο και στις οικογένειές τους; Με το παρελθόν να τους κυνηγάει και τη μοίρα να παίζει ευφάνταστα παιχνίδια, θα γίνουν μάρτυρες απροσδόκητων αποκαλύψεων, στο κουβάρι των οποίων βρίσκονται όλοι μπλεγμένοι, ακόμα και οι φαινομενικά άσχετοι μεταξύ τους.
Απόσπασμα:
Είχε σταματήσει ο χρόνος, ήταν σίγουρος γι' αυτό.
Μόνο η θάλασσα μετρούσε τα δευτερόλεπτα και η υγρή άμμος ήταν έτοιμη να μπει μέσα σε μια γυάλινη κλεψύδρα, για να αριθμήσει τα λεπτά που στέκονταν εκεί, χωρίς να κουνούν ούτε καν τα βλέφαρα.
Ήρθε μία κίνηση μονάχα, σαν παθιασμένο κύμα που χτυπά δυνατό βράχο, κι ήταν αυτή που έκανε τις μπίρες να πέσουν απ' τα χέρια τους. Εκείνο το κύμα είχε όνομα και το 'χαν ονομάσει κάποτε φιλί. Παθιασμένο, βαθύ, ερωτικό φιλί, που κάθισε με λαχτάρα στα χείλη του, όταν τόλμησε να κάνει με θάρρος όσα βήματα τους χώριζαν και να πέσει στην αγκαλιά του.
Δεν είχε λόγια, δεν ήξερε το γιατί, δεν είχε ξεπεράσει ποτέ τα όρια για να το κάνει, μόνο που ένιωσε πως θέλει να γευτεί το κριθάρι που είχε μεθύσει τα χείλη του, χωρίς να τη νοιάξει να σκεφτεί το μετά. Όπως άλλωστε δεν το σκεφτόταν κι εκείνος.
Μόνο που έμπλεξε τα δάχτυλά του στα μουσκεμένα της μαλλιά και ήταν σίγουρος πως κρατά ένα ακριβό μετάξι στα χέρια του.
Δεν είχε αγγίξει ποτέ ξανά στη ζωή του τόσο απαλό, τόσο φίνο, τόσο αέρινο δέρμα, να θυμίζει διάφανο νερό, που σου χαϊδεύει αισθαντικά το σώμα και κυλά ερωτικά μακριά σου.
Βρέθηκαν κι οι δυο γονατισμένοι να φιλιούνται με πάθος και κανείς να μην κάνει την κίνηση έστω να πάρει ανάσα. Έπαιρνε εκείνος τη δική της, όπως κι εκείνη ανέπνεε τη δικιά του πνοή.
Έτρεχαν τα δυνατά του χέρια στην πλάτη της, όπως ακριβώς χόρευαν τα δάχτυλά της μέσα στα μαλλιά του, κι ήταν φυσικό και για τους δυο το επόμενο βήμα, να βρεθούν δηλαδή ξαπλωμένοι επάνω στην πετσέτα της, αναζητώντας μια στιγμή φωτός μέσα στη σκοτεινή και αφιλόξενη νύχτα.
Ήταν ανεξήγητο. Ήταν διαφορετικό.
Ήταν τρελό, όμως δεν ένοιαζε κανέναν τους.
Δεν ένοιαζε εκείνον, γι' αυτό και επέτρεψε στα χέρια της να τον απαλλάξουν απ' τα ρούχα του, όπως δεν ένοιαξε κι εκείνη, γι' αυτό και τον άφησε να την ελευθερώσει από το μαγιό της και να την κάνει ένα με το ασημένιο φεγγάρι, που ήταν στο γλυκό του γέμισμα.
Όλα ήταν πρωτόγνωρα και για τους δυο, χωρίς να μπορούν να τιθασέψουν το πάθος τους και μη θέλοντας να βάλουν την έντασή τους σε καλούπι.
Ένιωσε πως θέλει να χαϊδέψει κάθε πόντο του μεταξένιου της κορμιού, μα είχαν εγκλωβιστεί τα χέρια του στο απαλό της πρόσωπο και στον μακρύ της λαιμό, νιώθοντας μπλεγμένος σ' ένα δίχτυ που είχε πλεχτεί από τα μακριά βρεγμένα της μαλλιά, που η άμμος κόλλησε με ηδονή επάνω τους.
Υπόδουλος αισθανόταν. Σκλαβωμένος σε έναν έρωτα που τον μετέτρεπε σε αρπαχτικό και συνάμα σε θήραμα.
Ήταν βέβαιος όμως πως δε θέλει την ελευθερία του. Θα μπορούσε να πάρει όρκο πως θα πλήρωνε για να μην του δοθεί ποτέ πίσω η ανεξαρτησία του, γι' αυτό και κόλλησε σε δυο αστραφτερούς καθρέφτες, που έκαναν το σώμα του να παγιδευτεί στα μάτια της. Υποτάχτηκε στα αέρινα χέρια της, που κατέβαιναν αργά στην πλάτη του, ανατριχιάζοντας ακόμα και την καρδιά του.
Ένιωθε πως βλέπει όνειρο και πως κάποια στιγμή θα ξυπνούσε, γι' αυτό μάζεψε όλα τα πορσελάνινα κοχύλια της θάλασσας, μαζί με τα μαγεμένα άστρα τ' ουρανού, κι ετοιμάστηκε να της τα προσφέρει με τα χέρια ορθάνοιχτα, όταν τον ξάφνιασε εκείνος ο πονεμένος της λυγμός και τον διέταξε να βρει ξανά τα μάτια της, που έμοιαζαν με λαμπερά χρυσαφένια φεγγάρια.

Βιογραφικό συγγραφέως:
Η Βασιλική Κώνστα γεννήθηκε στην Αθήνα το 1991.
Το μολύβι ήταν προέκταση του χεριού της από μικρή ηλικία, ώσπου στα έντεκα έγραψε το πρώτο ολοκληρωμένο διήγημα και στα δεκαεφτά το πρώτο μυθιστόρημα.
Ασχολήθηκε με την ψυχολογία, τη νοηματική, αλλά και την τέχνη γενικότερα.
Το 2022 εκδόθηκε το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο «Λαβωμένο Σπουργίτι», ενώ το 2023 βγήκε η ποιητική συλλογή «Κι ύστερα...» αλλά και το έμμετρο παραμύθι «Η μηλίτσα η μικρή» από τις εκδόσεις Κίνητρο.
Τον Μάιο του 2024 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Μαύρο πικρό κρασί» και τον Απρίλιο του 2025 η ποιητική συλλογή «Ο καυτός αέρας του έρωτα», από τις εκδόσεις Διάνοια.
Βιβλιοκριτική: Γιώργος Τσιβελέκος🌹
Συγγραφέας Βασιλική Κώνστα 🌹




Comments