top of page

Ανδρόνικος

Απόσπασμα.


Με το πρώτο φως της ημέρας ο Αξιωματικός φώναξε τρεις στρατιώτες να ελέγξουν τη περιοχή. Ο όλμος σκότωσε το μουλάρι και τέσσερις στρατιώτες. Απομακρύνοντας τους νεκρούς προσπάθησαν να απομακρύνουν το νεκρό μουλάρι και από κάτω βουτηγμένος στα αίματα ήταν ο Ανδρόνικος.

Φώναξαν τον Αξιωματικό που πάγωσε όταν είδε τον Ανδρόνικο. Κράτησε την ψυχραιμία του και ζήτησε να τον πάρουν μαζί με τους άλλους νεκρούς. Όταν πήγαν να το σηκώσουν ο Ανδρόνικος βόγκηξε. Είναι ζωντανός είπαν μεταξύ τους. - Φωνάξτε τον Αξιωματικό.

Ήρθε τρέχοντας και ζήτησε όσο μπορούσαν, να τον καθαρίσουν από τα αίματα του μουλαριού.

Πράγμα δύσκολο.

Του καθάρισαν λίγο το πρόσωπο αλλά εξακολουθούσε να έχει κλειστά τα μάτια του.

Πρέπει να βρούμε τρόπο να τον κατεβάσουμε είπε ο αξιωματικός.

Τα μουλάρια όμως θα έρθουν μετά το μεσημέρι.

Μέχρι τότε μπορεί να μην ζει. Φωνάξτε μου τους Κύπριους.

Τους φέρανε σε λίγα λεπτά και έπαθαν σοκ μόλις είδαν τον Ανδρόνικο.

Γρήγορα τους είπε ο Αξιωματικός φτιάξτε ένα πρό-χειρο φορείο και θα τον κατεβάσετε με τα πόδια. Ίσως να είναι αργά αν περιμένουμε τα μουλάρια που συνήθως έτσι κατέβαζαν τους τραυματίες.

Θα πάτε και οι τρεις για να αλλάζετε και θα περπατάτε όσο πιο γρήγορα μπορείτε.

Έφτιαξαν γρήγορα το φορείο και όταν πήγαν να τον σηκώσουν από τα πόδια να τον βάλουν πάνω ούρλιαξε από τον πόνο. Τον άφησαν και τον έσυραν από τους ώμους, αφού όπως ήταν βουτηγμένος στο αίμα του μουλαριού, δεν ήξεραν πόσο και που αλλού ήταν χτυπημένος.

Τον σήκωσαν ο Κωστής και ο Αντωνής, ο Γιαννής πήρε ένα σακίδιο και έβαλε μέσα νερό και λίγο ψωμί και τυρί.

Η διαδρομή ήταν πολύ δύσκολη γιατί το χιόνι τους έφτανε μέχρι το γόνατο. Δεν παραπονέθηκαν όμως, έκαναν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Κουβέντα δεν έκαναν μεταξύ τους, ακόμα και ο Γιαννής που δεν έβαζε γλώσσα στο στόμα του δεν άνοιξε το στόμα του. Απλά κάποια στιγμή ρώτησε.

Ποιός κουράστηκε να τον αλλάξω; Κανείς δεν απάντησε.

Μήπως να σταματήσουμε λίγο, να του βάλουμε λίγο νερό στο στόμα;

Σταμάτησαν χωρίς άλλη κουβέντα και τον άφησαν μαλακά στο χιόνι. Περπατούσαν δύο ώρες και ακόμα το χιόνι δεν τελείωνε. Ο Γιαννής πήρε το νερό, έβαλε λίγο στη χούφτα του και προσπάθησε να το βάλει στα χείλη του Ανδρόνικου, ο οποίος δεν αντέδρασε καθόλου. Τρόμαξε.

Πέθανε; ρώτησε με αγωνία. Ο Κωστής έβαλε το χέρι στην καρδιά του που χτυπούσε.

Αναίσθητος είναι, πρέπει να έχασε πολύ αίμα. Πρέπει να βιαστούμε. Πιείτε νερό και φύγαμε.

Μόλις άρχισε να αραιώνει το χιόνι δεν περπατούσαν έτρεχαν. Ήταν κοντά μεσημέρι όταν μπήκαν στο στρατόπεδο για ανεφοδιασμό. Εκεί υπήρχε ένα πρόχειρο νοσοκομείο, που έδινε τις πρώτες βοήθειες στους τραυματίες, πριν τους στείλουν στο Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. Μπήκαν φουριόζοι μέσα φωνάζοντας για γιατρό. Ήρθε κοντά τους μία νοσοκόμα μεσήλικας αρκετά ευτραφής ρωτώντας τι θέλουν.

Πρέπει ο γιατρός να δει τον φίλο μας.

Που είναι ο τραυματίας; Να δω τα τραύματα του.

Δεν ξέρουμε ακριβώς. Είναι βουτηγμένος στο αίμα.

Και είναι ζωντανός; Για να δω, και τον σκούντηξε τυχαία στο χτυπημένο γόνατο. Το ουρλιαχτό του Ανδρόνικου τους σόκαρε όλους, ακόμα και τον γιατρό ο οποίος ήρθε τρέχοντας.

Τι έχουμε εδώ; Έμεινε να βλέπει τον Ανδρόνικο που ήταν λες και τον βούτηξαν στο αίμα, που να ήξερε όμως ότι ήταν το αίμα του μουλαριού, που αν δεν ήταν το μουλάρι ο Ανδρόνικος θα είχε γίνει χίλια κομμάτια από τον όλμο.



Comments


bottom of page