top of page

Λήθη

Ο ήλιος έτρεξε να κρυφτεί στο βάθος του ορίζοντα. Η ώρα πέρασε γρήγορα με τις βουτιές στη παραλία κι η οικογένεια μαζεύτηκε στο σπίτι. Βυθίστηκε η σκέψη της Αρετής στο ήρεμο μπλε της θάλασσας που βρισκόταν λίγα μέτρα από το μπαλκόνι της και την πολυθρόνα της. Η θέα από το εξοχικό τους στην Μάκρη ήταν υπέροχη και μαγευτική εκείνη την καλοκαιρινή ώρα. 

Ο σύζυγός της, ο Ζήσης, είναι ο πρώτος που φεύγει για την βραδινή του έξοδο στην πόλη. Πήρε μαζί του και το καμάρι τους, την Δέσποινα. Δώδεκα χρονών κι ήδη έφτασε σε ύψος τη μητέρα της. Είναι όλη τους η ζωή το κορίτσι τους. Μετά από δεκαπέντε χρόνια γάμου έχουν βάλει σε τάξη τη ζωή τους και η οικογένεια είναι πολύ δεμένη. Την καμαρώνει η Αρετή, που φέτος θα πάει στο Γυμνάσιο. Η ίδια έβγαλε το Δημοτικό Σχολείο στην ιδιαίτερη πατρίδα της, το Διδυμότειχο, όπου ζούσε με τη γιαγιά της. Κι έχει σκοπό, αυτές τις μέρες, να πάνε για πρώτη φορά όλοι μαζί στο πατρικό σπίτι της γιαγιάς της. Η κόρη τους έχει ενθουσιαστεί ιδιαίτερα με αυτήν την ιδέα.

Μνήμες όμορφες, παιδικές και αθώες κυρίευσαν το μυαλό της, εκεί στην βαριά ξύλινη πολυθρόνα που δεν θέλησε ποτέ να αποχωριστεί. Κειμήλιο από το σπίτι της γιαγιάς, απαίτησε από τον άντρα της να την μεταφέρουν στο σαλόνι τους, λίγο καιρό μετά τον θάνατό της. Ήθελε να έχει κάτι δικό της, πριν πουληθεί το σπίτι σε ξένους. Πόσες αναμνήσεις…!

Σάββατο πρωί, θα ήταν οκτώ χρονών τότε, κατέβαινε για ψώνια με τη χειρόγραφη λίστα της γιαγιάς Δέσποινας στα χέρια της. Από τον λόφο του Καλέ και τον Άγιο Αθανάσιο, που βρισκόταν το σπίτι τους, μια ευθεία μέχρι τον φούρνο στο πλακόστρωτο. Άφηνε την παραγγελία της για ψωμί και γάλα, να την πάρει στον γυρισμό και κατηφόριζε για το κέντρο της πόλης. Έριχνε και μια λοξή ματιά στο τζαμί που δέσποζε επιβλητικό, μα γύριζε το κεφάλι περήφανα μπροστά.

 Ψώνιζε φρούτα, λαχανικά κι ότι άλλο χρειαζόντουσαν κι επέστρεφε με χαρά και χαμόγελο στον φούρνο. Φορτωμένη στην ανηφόρα, τραγουδούσε κιόλας για να ελαφρύνει το φορτίο της, έτσι πίστευε πάντα. Η αγαλλίαση της ψυχής του ανθρώπου, δίνει φτερά να νικήσει κάθε εμπόδιο.

Τα απογεύματα, δεν ήταν λίγες οι φορές που εξερευνούσαν με τη φίλη της, την Σοφία, την πόλη. Πάντα περνούσαν στον γυρισμό από τα απομεινάρια των κάστρων και τον πύργο της βασιλοπούλας. Με δέος θαύμαζε την απέραντη θέα της πόλης, των τειχών, του Ερυθροπόταμου που έρρεε μπροστά της και γέμιζε αισιοδοξία πως μία μέρα η πόλη της, θα γινόταν ξανά το κέντρο του εμπορίου και του πολιτισμού, όπως την εποχή του Βυζαντίου. Αθώες σκέψεις, παιδικές!

Ούτε κατάλαβε η Αρετή πότε την πήρε ο ύπνος στην πολυθρόνα. Κουρασμένη από τη δουλειά στο γραφείο, το νοικοκυριό και τις χαρές της θάλασσας, αποκοιμήθηκε γερμένη στο μπράτσο της πολυθρόνας.

Ξύπνησε μέσα στη νύχτα από έναν τρομερό θόρυβο και μία απίστευτη βροντή. Έντρομη, πετάχτηκε απάνω φωνάζοντας την κόρη της. Ένας κεραυνός έπεσε εκεί κοντά και αμέσως πήρε φωτιά μία ξύλινη αποθήκη, λίγο πιο πέρα από το σπίτι τους. Ήταν θέμα χρόνου να έρθει η φωτιά στο σπίτι τους. Θεέ μου!

«Δέσποινα! Δέσποινα τρέξε, θα καούμε!», οι κραυγές της έσκισαν την ησυχία της νύχτας.

Απάντηση δεν πήρε. Με τον φόβο να την γεμίζει, έτρεξε στο δωμάτιο της της κόρης της. Κανείς! Ούτε στο υπνοδωμάτιο, ο άντρας της άφαντος. Τι τρόμος νυχτιάτικα! Δεν είναι δυνατόν να μη γύρισαν από την βόλτα τους, είναι πέντε το πρωί!

«Ζήση! Δέσποινα! Που είστε; Απαντήστε μου!», ούρλιαξε με απόγνωση.

Έψαξε ξανά με κομμένη ανάσα όλο το σπίτι, που άρχισε ήδη να παραδίνεται στις φλόγες. Δεν υπήρχε ψυχή. Η φωτιά δυνάμωσε πολύ γιατί ο αέρας φυσούσε μανιασμένα. Λες κι ήθελε να τους πάρει όλο το βιός τους σε λίγες στιγμές.

Άκουσε φωνές και χάρηκε. Όταν βγήκε στον κήπο τους, αντί για την οικογένεια της, αντίκρυσε τους γείτονες μαυρισμένους και απελπισμένους.

«Αρετή, έλα μαζί μας! Θα πεθάνεις, μη πλησιάζεις εκεί μέσα!», της φώναξε η φίλη της η Ασπασία.

Όσο κι αν αρνιόταν η Αρετή, οι γείτονες την τράβηξαν με το ζόρι κοντά τους. Το σπίτι είχε καεί σχεδόν ολοσχερώς μέσα σε μισή ώρα. Έφθασαν και πυροσβέστες μα ήταν πια αργά. Κόποι είκοσι χρόνων, από τότε που αρραβωνιάστηκαν με τον Ζήση κι αποφάσισαν να χτίσουν εκεί, έγιναν στάχτη. Κι ακόμη, δεν είχε βρει τους δικούς της ανθρώπους. Η θλίψη τεράστια κι ο πόνος αβάσταχτος. 

«Ζήση! Δέσποινα! Απαντήστε μου!», φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής της και πάλι, χωρίς να πάρει απάντηση.

Και τότε, άκουσε την τρομερή φράση από το στόμα ενός πυροσβέστη.

«Η φωτιά καίει παντού ως το Διδυμότειχο, πού να προλάβουμε να πάμε πρώτα μέσα στη νύχτα;».

Η γυναίκα, εξαντλημένη, έπεσε χάμω λιπόθυμη ακούγοντας τα φοβερά νέα.

Όταν ξύπνησε, δεν μπορούσε να καταλάβει πόση ώρα είχε περάσει. Βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητο τους και ταξίδευε. Ο Ζήσης, ο άντρας της, οδηγούσε κι αυτή ήταν ξαπλωμένη στο πίσω κάθισμα. Ανασηκώθηκε και είδε την γέφυρα που βρίσκεται στην είσοδο του Διδυμοτείχου μπροστά της. Έμπαιναν στην πόλη. Είχε ξημερώσει.

«Ζήση μου, τι κάνουμε εδώ; Που είναι η Δέσποινα;», η πρώτη σκέψη της πήγε στο βλαστάρι τους.

«Για αυτήν ήρθαμε εδώ! Ήθελε να δει την πόλη πριν καεί! Μέσα σε λίγες ώρες η φωτιά κόντεψε να καταστρέψει όλο τον Έβρο μας! Δεν βλέπεις γύρω σου;», απάντησε βλοσυρός ο σύζυγός της, τρομάζοντάς την.

Όλα μαύρα, όλα μύριζαν καμένη γη και καπνοί υπήρχαν τριγύρω όπου και να γυρνούσε το βλέμμα της. Λες κι είχε έρθει η συντέλεια του κόσμου και μία πύρινη κόλαση είχε απλωθεί παντού. Φτάσανε πάνω στα κάστρα, στη Μητρόπολη. Άνοιξε το παράθυρο με αγωνία μα δεν άντεχε τη μυρωδιά η Αρετή, παρά μόνο κοιτούσε με χαμένο βλέμμα τις μικρές φωτιές και τα κατάμαυρα τοπία.

«Αφήσαμε τον τόπο μας να μαραζώσει μάνα! Κοίτα πως κατάντησε! Εμείς φταίμε!», η νεανική κρυστάλλινη φωνή της Δέσποινας την συντάραξε.

Γύρισε να την δει κι έβγαλε μία κραυγή. Το κορίτσι τους την κοιτούσε με μάτια κατακόκκινα, λες κι έκλαιγε όλη νύχτα για το κακό που τους βρήκε. Ρούχα κουρέλια, μαυρισμένα.

«Ναι παιδί μου, εμείς φταίμε! Εμείς, οι άνθρωποι!», αποκρίθηκε. 

Και ξύπνησε.

Comments


bottom of page