top of page

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Μύρμηξ


Σε πάλεψα, σκέψη μου —

σαν να ’μουν πάντα νικητής μέσα στις ήττες μου·

και βάδιζα, δίχως παράπονο,

σ’ ετούτον τον κόσμο —

ένα ακόμα μυρμήγκι,

κουρασμένο απ’ τις κεραίες του,

φορτωμένο τη σκόνη των βημάτων μου.


Περπατώ στα σπλάχνα της ακτής του σύμπαντος.

Μικρός σαν παιδί.

Μεγάλος σαν μέλισσα.

Ατόφιος σαν κοχύλι.

Ελαφρύς σαν κόκκος.

Βαρύς σαν χρόνος.


Το γήρας: ραγδαία μου επιδείνωση.

Τα φορτία μου — θετικά και αρνητικά —

φτιάχνουν σύννεφα που με εχθρεύονται.

Κι έρχεται, Θεέ μου, χαλάζι λέξεων!

Ολόκληρες γοργόνες τρυπούν την ψυχή.

Ανυπεράσπιστος,

προσεύχομαι στο βλέμμα μου το παιδικό.


Σε πάλεψα, θέση μου —

επάνω στα ψηλά βουνά

και στα άηχα βάθη.

Πήγα, σαν νους,

εκεί που ούτε Θεός δεν πήγε —

στα μυστικά του χρόνου.


Εγώ:

ο μυρμήγκας,

ο στολισμένος με τον εαυτό μου,

σκάλισα μια πιθαμή γης

με τα χέρια των κόπων μου

και την ουλή του ονόματός μου.


Γι’ αυτό σου λέγω:

ήρθα.

Είδα.

Έγραψα.


Κι όσα δε θα προφτάσω —

μάθε να τα φαντάζεσαι.

Τίποτα δεν είναι μάταιο


κι όλα μάταια στέκουν.




Βασίλης Πασιπουλαρίδης 🌹

Comments


bottom of page