Είχαν σαφή πρόγευση αιωνιότητας
και ξεδίπλωναν εν ριπή οφθαλμού μια επαναστατική ηρεμία
οι ώρες εκείνου τού φθινοπώρου.
Μα πού πήγαν τόσοι άνθρωποι;
Συνήθιζαν να μπαινοβγαίνουν κάνοντας θόρυβο
και αναστατώνοντας τους ευνούχους συνειρμούς
μεταμορφώνονταν σε έναν ανούσιο συρφετό τής συμφοράς.
Βούιζαν αδιάκοπα
σαν μελίσσι που τού απέμειναν μονάχα οι κηφήνες.
Όπως ο λήθαργος χάιδευε τις αισθήσεις
λοξοδρομούσαν οι σκέψεις,
αποκαμωμένες νεράιδες στην παύση τού χορού.
Απανωτά αντιφεγγίσματα στις ράγες τής βούλησης
οι δηλωμένοι από καιρό στόχοι εκτινάσσονταν
καθώς ο προπομπός δρομέας φόβος κάλπαζε.
Καιροφυλακτούσε το θάρρος,
συλλαβίζοντας λαβωμένες αλήθειες
για όσους με σθένος στάθηκαν
αυτήκοες μάρτυρες των πεπραγμένων.
Και ας συνειδητοποίησαν αργά
πως δεν τους έπρεπαν τόσοι άνθρωποι.
Πανέμορφο Στέλλα μου!