Η αυλαία έπεσε.
Τα φώτα έσβησαν,
όπως σβήνουν τ’ αστέρια στης αυγής το χάραμα.
Οι φωνές λιγοστεύουν,
ώσπου χάνονται,
αφήνοντας πίσω τους μια βοή,
που αργεί να εγκαταλείψει το σώμα μου.
Ακόμα πάλλεται η καρδιά μου·
τα χέρια μου ακόμα δονούνται από την έκσταση.
Και η ανάσα μου...
τη μια καλπάζει
-τόσο που αδυνατώ να την προφτάσω-
και την άλλη παλεύει να ελευθερωθεί από αόρατα δεσμά.
Κι εγώ...
Εγώ αρνούμαι να αποχωρήσω,
αρνούμαι να κάνω το πρώτο βήμα
-από φόβο και αγωνία-
μήπως η σκηνή άμμος γίνει
και οι θέσεις μετατραπούν σε θάλασσα βαθιά.
Δεν ξέρω ποιο είναι καλύτερο·
να βυθιστώ στη βελούδινη, μα πνιγηρή άμμο
ή να με παρασύρει η καθάρια, λυσσομανούσα θάλασσα;
Αυτή είναι η μοναξιά,
όποια μορφή κι αν έχει.
Δεν τη διαλέγεις πάντα.
Αν, όμως, είναι επιλογή σου,
μάθε να διαφεντεύεις τους αδηφάγους κόκκους της ζωής σου,
μα και να επιπλέεις στα λυσσαλέα κύματα.
Και πρόσεξε, κυρίως,
να παραμένεις ο εαυτός σου.
Όχι μόνο τις στιγμές που μόνος είσαι,
μα κι εκείνες τις στιγμές
που στη σκηνή επάνω βρίσκεσαι
και όλων τα βλέμματα στραμμένα πάνω σου είναι.
Και χαμογέλα…
μην το ξεχνάς.
Τίποτα δεν είναι πιο δικό σου
Comments