Όταν η ψυχή θυμάται 💞
- ΜΑΡΙΑ ΜΙΤΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ

- Oct 29
- 4 min read

Ήρθε χωρίς κανένα σημάδι.
Εμφανίστηκε στη ζωή της όταν δεν έψαχνε τίποτα και κανέναν.
Απ’ το πουθενά κάνοντας ολόκληρο τον κόσμο της να γυρίζει.
Ένα αναπάντεχο πρωινό, εντελώς απροειδοποίητα, χωρίς να της δώσει καμία ευκαιρία να σκεφτεί ή να επεξεργαστεί το τι γίνεται.
Είδε μόνο δύο μελαμψά, καφέ μάτια να την αναστατώνουν, μόνο που την κοιτούσαν.
Και τότε της μίλησε.
Ίσως με τον πιο εγωιστικό τρόπο που θα μπορούσε να μιλήσει ένας άντρας ή μήπως όχι;
Μήπως ήταν απλώς διεκδίκηση;
«Θέλω να είμαι ο μόνος που έχει την καρδιά σου.
Μόνο εγώ θέλω να είμαι αυτός που την καταλαβαίνει απόλυτα και αυτός που την κυριαρχεί.
Δεν θέλω κανένας άλλος να νιώσει το άγγιγμα σου και κανένας άλλος να μην φιλήσει ποτέ τα χείλη σου!
Δεν ήταν γυναίκα της υποταγής. Ήταν ένα ελεύθερο πνεύμα που ήθελε να βλέπει τον άντρα να ξαναβρίσκει τον χαμένο του ρόλο, εκείνον του κυνηγού, που κατακτά με πάθος, όχι με εξουσία.
Μα αυτός δεν είχε δικαίωμα να της λέει αυτά που της έλεγε.
Ήταν ένας άγνωστος!
Αλλά γιατί πίστευε ότι τον ξέρει; Γιατί ένιωσε απ’ την πρώτη στιγμή που τα μάτια της αντίκρισαν τα δικά του, ότι της ήταν γνώριμα;
Δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να θυμώσει.
Τα λόγια του αντηχούσαν μέσα της σαν απαγόρευση και εξομολόγηση μαζί.
«Ποιος νομίζεις ότι είσαι;» τον ρώτησε, μα η φωνή της δεν είχε τη βεβαιότητα που θα ήθελε.
Εκείνος χαμογέλασε με εκείνο το χαμόγελο που δεν φανερώνει τίποτα, μόνο υπόσχεται.
«Αυτό θα το ανακαλύψεις», της είπε και έφυγε.
Κι όμως, εκείνη δεν μπορούσε να κουνήσει τα πόδια της. Έμενε να τον κοιτά στη μέση της πλατείας, να απομακρύνεται.
Το βλέμμα του είχε καρφωθεί μέσα της, ακόμη κι αφού χάθηκε από το οπτικό της πεδίο.
Κάτι μέσα της έλεγε πως αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπε. Μια αδιόρατη οικειότητα την αναστάτωνε, σαν να τον ήξερε από κάπου, από πριν.
Έκλεισε τα μάτια σε μια στιγμή απόγνωσης και τα μελαμψά, καφετιά και λαμπερά του μάτια βρέθηκαν πάλι μπροστά της.
Οι μέρες πέρασαν.
Είχε πείσει τον εαυτό της πως ήταν απλώς μια παράξενη στιγμή, τίποτα περισσότερο, αλλά δεν μπορούσε να τον βγάλει απ’ το μυαλό της.
Η ζωή της κυλούσε στους κανονικούς ρυθμούς της.
Πρωινό ξύπνημα, σχολικό με το παιδί, πίσω στο σπίτι για να ετοιμαστεί και μετά αμέσως στο μικρό της βιβλιοπωλείο, που ήταν όλος ο κόσμος της μέχρι τις έξι και μισή.
Τον μικρό τον έπαιρνε ο σύζυγος της και τα βράδια τους ήταν ήρεμα και οικογενειακά.
Η πόρτα του μικρού βιβλιοπωλείου άνοιξε, κι εκείνος στάθηκε μπροστά της, όπως ακριβώς τον θυμόταν μόνο που αυτή τη φορά, δεν χαμογελούσε.
Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν χωρίς να πουν τίποτα.
Ήταν σαν να είχαν να συνεχίσουν μια συνομιλία που ποτέ δεν τελείωσε.
«Δε θα έπρεπε να είσαι εδώ», του είπε ψιθυριστά.
«Κι όμως είμαι», απάντησε.
«Γιατί;»
«Γιατί δε σταμάτησα να σε ψάχνω. Και γιατί, αν θέλω να είμαι ειλικρινής, νομίζω πως σε θυμάμαι από κάπου.»
Η καρδιά της χτύπησε δυνατά.
Η φράση του την πάγωσε.
Ήταν κάτι πέρα από τη λογική. Υπήρχε μια αίσθηση πως τα μονοπάτια τους, η ζωή τους είχαν ήδη χαραχτεί, πολύ πριν βρεθούν τώρα.
Εκείνος την πλησίασε. Η ανάσα του άγγιξε το πρόσωπό της, κι εκείνη ένιωσε τον κόσμο γύρω της να σταματά.
«Δεν μπορείς να θυμάσαι κάτι που δεν έζησες», του είπε, πιο πολύ για να πείσει τον εαυτό της ή για να πει απλά κάτι.
«Ίσως να μην το έζησα εδώ», της ψιθύρισε και πέρασε τα δάχτυλα του στα δικά της · «Αλλά κάπου, κάποτε, ήσουν δική μου, το ξέρω, το ένιωσα όταν σε είδα σε εκείνη την πλατεία.»
Όταν και το άλλο του χέρι έπιασε δικό της, τότε σαν αστραπή, πέρασαν από μπροστά της εικόνες που δεν είχε ζήσει ποτέ κι όμως τις ήξερε!!
Ένα πέτρινο μπαλκόνι κάτω από έναν ολοκάθαρο ουρανό!
Ένα γαλάζιο φόρεμα από μετάξι, τα μαλλιά της μπλεξούδες, κι εκείνος με το ίδιο βλέμμα, μόνο άλλος χρόνος, άλλη ζωή!
Τα χέρια τους ενώνονταν με τον ίδιο τρόπο, και τα κορμιά τους παράλληλα να αγκαλιάζονται σαν να συνέχιζαν κάτι που είχε μείνει μισό.
Ένα φιλί, τότε κι άλλο ένα, τώρα.
Δεν ήξερε πότε ακριβώς άγγιξε εκείνη τα χείλη του αλλά ήξερε μόνο πως εκείνη τη στιγμή όλα τα σύμπαντα ενώθηκαν και ήταν ένα αίσθημα μοναδικό!
Ήταν μια παράδοση χωρίς φόβο, χωρίς λογική, γεμάτη γνώριμο πάθος.
Τον ένιωσε να τη σφίγγει κοντά του και μέσα σ’ εκείνη τη σιωπή, ήταν σαν να ακούστηκε η ανάσα του παρελθόντος.
«Σε βρήκα ξανά», του ψιθύρισε.
"Δε σε έχασα ποτέ", της απάντησε.
Η γη γύρω τους γύριζε, μα εκείνοι έμεναν ακίνητοι, δεμένοι μ’ εκείνη την αόρατη κλωστή που ούτε ο χρόνος δεν μπόρεσε να κόψει.
Το πρωινό φως μπήκε από το παράθυρο σαν να την ξυπνούσε από έναν αιώνιο ύπνο.
Δεν ήξερε αν όλα όσα έζησε την προηγούμενη μέρα είχαν γίνει στ’ αλήθεια ή αν τα είχε ονειρευτεί, μα ένιωθε κάτι μέσα της να έχει αλλάξει για πάντα.
Ένα βάρος που κουβαλούσε χωρίς να το ξέρει είχε φύγει.
Βγήκε έξω, ανάσανε τον αέρα και για πρώτη φορά δεν την ένοιαζε να καταλάβει. Κάποια πράγματα δεν είναι για να εξηγούνται· είναι απλά εκεί για να τα θυμάσαι.
Εκείνος δεν ήταν πια εκεί, ίσως δεν θα τον έβλεπε ποτέ ξανά.
Μα ήξερε, το ένιωθε στο στέρνο της.
Ασυναίσθητα άγγιξε τα χείλη της.
Ήξερε πως σε έναν άλλο χρόνο,
σε μια άλλη ζωή, είχαν υποσχεθεί να ξαναβρεθούν.
Και πως το έκαναν.
Έκλεισε τα μάτια και ονειροπόλησε.
Οι αληθινές αγάπες δεν χάνονται. Απλώς περιμένουν υπομονετικά μέσα στο σύμπαν, ώσπου να συναντηθούν ξανά, έστω για μια στιγμή, ίσως μόνο για μια ματιά, για ένα μοναδικό φιλί που θυμίζει στην ψυχή ποια ήταν και αυτό αρκεί.
Γιατί οι πραγματικές αγάπες δεν χρειάζονται τέλος, μόνο αναγνώριση, γιατί η ψυχή θυμάται!!
Μαρία Μίτα Νικολάου💞




Comments