Το σούρουπο καλωσόρισε τη σκοτεινιά και μαζί κρυφογελούσαν χαιρέκακα μαζί της.
Άπλωσε τα χέρια της σ’ έναν άνεμο που λυσσομανούσε.
Την έσερνε πίσω κι εκείνη πολεμούσε…
Ένας Θεός ξέρει πόσο… να φτάσει πλάι του, να μη τον πάρει η χάση μακριά της.

Τα πόδια της βαριά∙ θαρρείς χτισμένα στα τσιμέντα της απελπισίας της.
Πάλι.
Κι απόψε…
Οι ερινύες τον έκλεψαν απ’ την αγκαλιά της.
Πάλι απόψε στο ίδιο όνειρο δεν μπόρεσε να τον κρατήσει…
Ακόμα μια φορά αδύναμη, πολλοστή φορά λίγη…
Σαν πύργος χάρτινος στης καταιγίδας τη μανία, σκόρπισε, λύγισε και σαν καθρέφτης έγινε κομμάτια.
Σαν μικρό ζώο, σαν μωρό, κούρνιασε στην παγωμένη αγκαλιά του εαυτού της.
Μια αγκαλιά που εκείνον δε τον χώρεσε.
Είχε παραιτηθεί.
Αυτό το θυμόταν καθαρά.
Ναι… τον παράτησε... τον έδιωξε… τον σκότωσε… Με κόστος μια δικαιολογία.
Φτηνή όσο το τίποτα.
Ήταν νέα, ήταν… Όχι πια. Ο χρόνος δε γυρίζει πίσω.
Ήταν ένα δέντρο έρμαιο της ζωής κι αυτός η αναπνοή της, ο αέρας που φυσά για να θυμίζει πως κάποτε υπήρξαν ένα, πως αυτός ήταν το οξυγόνο στην σημερινή της ασφυξία όμως δεν θα τον έσφιγγε στην αγκαλιά της ποτέ, δεν θα μάθαινε ποτέ ότι εκείνος είχε πάρει τα δικά της μάτια.
Comments