Ψίθυροι στα κύματα 💦
- ΜΙΝΑ ΜΠΟΥΛΕΚΟΥ

- Oct 30
- 2 min read

Ψίθυροι στα κύματα
(Από τα φύλλα ενός παλαιού τετραδίου που βρέθηκε κοντά στη θάλασσα)
Λένε πως κάθε τόπος έχει τη φωνή του.
Μα μονάχα όσοι σταθούν ακίνητοι,
με καρδιά καθάρια και βλέμμα γαλήνιο,
μπορούν να την ακούσουν.
Εκεί, όπου ο ουρανός αγκαλιάζει τη θάλασσα
κι ο άνεμος γίνεται προσευχή,
βρέθηκε κάποτε μια γυναίκα που δεν ζήτησε τίποτα
παρά μονάχα να αφουγκραστεί.
Εκεί όπου αρχίζει η θάλασσα
και τελειώνει η σκέψη του ανθρώπου.
⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎
Ο άνεμος κατέβαινε από το βουνό σαν πνοή βαθιά, κι όλα γύρω έμοιαζαν να τον ακούν. Δύο δέντρα, ριζωμένα σχεδόν μέσα στην άμμο, φύλαγαν τη θάλασσα, σαν να κράταγαν το μυστικό της. Κάθε τους κίνηση ήταν ένας ψίθυρος φωτός που υψωνόταν σαν ψαλμός αόρατος. Κάθε τους σιωπή, μια αποκάλυψη.
Η Εύα περπατούσε αργά, με βήματα που δεν άφηναν σημάδια σαν να φοβόταν μην πληγώσει το χώμα.
Ο άνεμος λίκνιζε τα μαλλιά της, το φως ακουμπούσε στους ώμους της, κι η θάλασσα, απλωμένη ως το άπειρο, την καλούσε μ’ έναν ήχο που δεν ήταν του κόσμου τούτου.
Τα δέντρα έγειραν προς αυτήν, σαν να ήθελαν να την αγγίξουν με τα κλαδιά τους.
Στις φυλλωσιές τους ο άνεμος ψιθύριζε απαλά, σαν ανάσα ονείρου, με μια αύρα πελαγίσια, που η ψυχή της λαχταρούσε για να ξαναβρεί το χαμένο λιμάνι της γαλήνης.
Η Εύα στάθηκε αμίλητη.
Το τετράδιο γλίστρησε ανεπαίσθητα στα πόδια της, οι σελίδες του άνοιξαν μόνες τους, και το κύμα τις χάιδεψε, σαν να διάβαζε τις λέξεις που έκρυβαν οι σκέψεις της.
Έγραφε λίγα.
Μονάχα λέξεις.
«Φως».
«Ανάσα».
«Σιωπή».
Τρεις λέξεις Τρεις σταγόνες από την αρχή του κόσμου.
Ύστερα σταματούσε, και η θάλασσα ανασαίνοντας ψιθύριζε μαζί της. Ήξερε πως αν μιλούσε περισσότερο, το άρρητο θα χανόταν, γιατί το ιερό φανερώνεται μόνο μέσα στη σιωπή.
Μερικές φορές της φαινόταν πως τα δέντρα την άκουγαν, κι ότι τα φύλλα τους μιλούσαν μυστικά, προφέροντας σιγανά το όνομά της. Και εκείνη τότε χαμογελούσε, γιατί ένιωθε πως η ψυχή της είχε ρίζες όχι στο χώμα, αλλά στο φως, κι ότι η ίδια ανήκε σε έναν κόσμο φτιαγμένο από φως και ψιθύρους που την αγκάλιαζαν στοργικά σε μια αέναη κίνηση.
Ένα απόγευμα, λίγο πριν δύσει ο ήλιος, το φως έγινε σχεδόν χρυσό, κι ολόκληρος ο ουρανός καθρεφτίστηκε μέσα στα γαλάζια νερά.
Η Εύα στάθηκε σιωπηλή, σφίγγοντας το τετράδιο στο στήθος της, και ψιθύρισε μια λέξη που μόνο τα κύματα μπορούσαν να ακούσουν μια προσευχή χωρίς όνομα, μια ευχαριστία που έφτανε πέρα από τα ανθρώπινα όρια.
Ο άνεμος φύσηξε σαν ψίθυρος, και τα κύματα άγγιξαν τα πόδια της σαν απαλό χάδι της γης.
Και εκείνη τότε ένιωσε πως δεν υπήρχε πια διαχωρισμός ανάμεσα στο σώμα της και στο φως, ανάμεσα στην ψυχή της και τη θάλασσα, στον ουρανό, στα δέντρα που αιωρούνταν μέσα στον ατέρμονο χρόνο.
Το βράδυ, όταν έφυγε, κανείς δεν είδε τα ίχνη της στην άμμο.
Μόνο δύο δέντρα έμειναν να κοιτάζουν τη σιωπή να απλώνεται απ’ άκρη σ’ άκρη κι ένα μικρό τετράδιο, κλειστό, που φαινόταν να ζωντανεύει από μόνο του.
Στο εξώφυλλο, μια γραμμή μόλις ψιθυρισμένη: «Ψίθυροι στα κύματα».
© By Mina Boulekou 💦




Comments