Τα δάκρυα τ’ ουρανού κυλούσαν στο θαμπό απ’ το χνώτο, τζάμι του σπιτιού μου, ασταμάτητα∙
σαν τα δικά μου.
Στεκόμουν κολλημένη στο παράθυρο και χανόμουν στην κοσμοχαλασιά της φύσης, πάλευα στη λαίλαπα του δικού μου νου.
Η τελευταία γουλιά παγωμένου καφέ περίμενε στον πάτο του φλιτσανιού μου, την στιγμή που θα έπαιρνα το θάρρος να κατέβω στο δρόμο και ν’ ακολουθήσω τα βρεγμένα βήματα εκείνης της γκρι φιγούρας με το καπέλο και την καμπαρντίνα που έσταζε το λυγμό των σύννεφων.
Ένας περαστικός, ένας άγνωστος που προσπερνούσε ψυχαναγκαστικά, σκωπτικά και χωρίς βιασύνη το πλακόστρωτο μονοπάτι, τη στιγμή που η βροχή τον μαστίγωνε ανελέητα σε κάθε του πάτημα.
Η ομπρέλα του, λίγη προστασία του πρόσφερε κι εκείνος καμία διάθεση δεν έδειχνε να την αποφύγει.
Δε φοβάται ο βρεγμένος τη βροχή.
Ποιας μοίρας το κάλεσμα αποδεχόταν τέτοια μέρα άραγε…; Εργασία;
Κοινωνική υποχρέωση;
Την πρόσκληση μιας κόλασης σαν τη δική μου;
Σήμερα που ο ουρανός αποφάσισε να πετάξει τα σώψυχά του στις στράτες της γης.
Τα κυριακάτικα πρωινά ανήκαν στη ζεστασιά του σπιτιού μου όμως σε λίγη ώρα έπρεπε να παρευρεθώ σε μια νεκρώσιμη ακολουθία.
Δεν ήθελα να ετοιμαστώ, δεν ήθελα να βαφτώ ή να χτενιστώ.
Το πρόσωπο δεν θα έδειχνε λιγότερο παραμορφωμένο απ’ την οδύνη.
Δεν ήθελα να πάω.
Αλλιώς περίμενα τούτο το ξημέρωμα μα ήρθε μάταιο, ξένο κι άγριο.
Από τη ώρα που ενημερώθηκα για το θάνατο του Αλέξη δεν μουτζουρώθηκαν μόνο τα μάτια μου αλλά ολόκληρη η ζωή μου.
Είκοσι ετών μονάχα.
Η ψυχή μου ούρλιαζε βουβά όμως μόνο οι ψιχάλες στο τζάμι έφταναν στ’ αυτιά μου.
Οι ψιχάλες κι ο δείκτης του ρολογιού.
Ο δείκτης που σταμάτησε το χρόνο.
Δεν πρέπει να συμβαίνουν τέτοια πράγματα σε νέους ανθρώπους. Αντίκειται στη λογική, είναι ενάντια στην κοσμική τάξη.
Ούτε από ατύχημα, ούτε από λάθος, ούτε απ’ του Θεού το θέλημα.
Πώς μπορεί να θέλει κάτι τέτοιο ο οποιοσδήποτε;
Τα πάντα στην πλάση θρηνούν. Διαμαρτύρονται με κάθε ριπή του ανέμου.
Η σκοτεινιά κατάπιε όποια διάθεση και χρώμα μπορεί να ξεχώριζα κάποτε.
Ο ήλιος αντιφέγγιζε πίσω απ’ τα πυκνά σύννεφα, προσπαθούσε ανώφελα να με παρηγορήσει, να με παρασύρει στην ελπίδα του.
Όχι… δεν υπήρχε ήλιος·
κι ας είχε μόλις ξημερώσει.
Ρούλα Συγγούνα
Comments