top of page

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΘΥΜΙΣΕΣ

Όμως, τί κι αν έφτασαν, όπως κάθε χρόνο, τα Χριστούγεννα ..

Για κάποιους επιστρέφουν ολόφαντες οι πληγιασμένες θύμισες των αλλοτινών μίζερων παιδικών τους χρόνων... 


Δεν υπήρξε και δεν είναι για όλους πάντα ρόδινη η ζωή, ακόμα και σήμερα...

Πικρά εκείνα τα χνάρια του χρόνου που έσκαψε με ωμότητα η ζωή σε κάποιες παιδικές ψυχούλες, γι'αυτές που έζησαν στην ερημιά και στην εγκατάλειψη.

Και αν στην πορεία κατάφεραν 

ν' αλλάξουν το σκηνικό της ζωής τους και να 'ρθαν καλύτερες μέρες, πάντα τέτοιες μέρες επιστρέφουν δριμείς οι θύμισες και πάλι στο προσκήνιο, απρόσκλητοι πρωταγωνιστές κι όχι απλοί κομπάρσοι 

στο πλατό της μνήμης, για να αναπαράγουν εκείνα τα  ολόπικρα χρόνια της μίζερης 

Κι όλο θυμάται, σαν ήταν μιας άχνας παιδί, 

που δεν είχε παιχνίδι, δεν είχε γιορτή...

Ένα θαμπό ήταν αστεράκι που 'χε πέσει στη γη

και του 'χε γράψει η μοίρα σ' ορφάνια να ζει...

Με ρομπάκι φθηνό και μποξά στο κεφάλι ,

προσπαθούσε να ζήσει μ' ανοιχτή την παλάμη...

Και τα βράδια, δίχως μάνα, πατέρα, αγκάλη, 

την αγάπη ζητούσε απ' το φτωχό της μαγκάλι .

Και σαν φθάναν Χριστουγέννων, οι Άγιες ημέρες, 

στην ψυχή της περνούσε των ονείρων τις βέρες ...

Με τα κρύα χεράκια απλωμένα στη θράκα,

Σταχτοπούτα γινόταν σε ονείρου μια βάρκα. 

Και ποθούσε χίλια δυο να γεμίσει καλούδια

κι οργανάκι να παίζει Χριστουγέννων τραγούδια ...

Και να φθάσει ψηλά, να στολίσει το δένδρο,

στη μεγάλη τη σάλα, στης Βηθλεέμ έναν κέδρο...

Πως ποθούσε μια μπέρτα το κορμάκι να ντύσει, 

να πετάξει της φτώχειας, το φθαρμένο της τσίτι...

Στο στομάχι να βάλει ακόμα λιγάκι φαγάκι ,

να 'χει μια όμορφη κούκλα και ζεστό κρεβατάκι...

Ω, τι όνειρα πλάνα και πλάνες ελπίδες,

που όλα αποδημούσαν σε άλλες πατρίδες,

σαν ξυπνούσε να βλέπει την πλανεύτρα ελπίδα, 

να αφήνει, αντί δώρα, στην ψυχή της ρυτίδα...

Πώς να ενσκήψει σ' εκείνες τις άγονες μνήμες,

που τα μάτια της τρέχουν και τώρα σαν κρήνες;

Πώς, τώρα, την ψυχή να τολμάει να υψώσει,

τη ματιά στ' αγαθά μ' απληστία ν' απλώσει; 

Θεατής παραμένει στα επίγεια η ψυχή της,

στην ψυχή που 'χε μάθει να πεινάει μαζί της...

Πως μπορεί, μετά από εκείνα, τα ανοίκεια χρόνια,

νέα να πλάσει, να χτίσει με "κότσια" ληγμένα..

Πώς, να χορτάσει το τώρα, που φεύγει γοργό,

το νου και το σώμα που κοιτά στο φευγιό...



Λιλή Βασιλάκη Δαφερέρα

Comments


bottom of page