top of page

Χάλκινα χαλινάρια

Βγήκε η μέρα μουντή και μελαγχολική.

Σαν να μην ήθελε με τη βία.

Σαν να αισθανόταν ότι κάτι δεν πάει καλά.

Ο ήλιος κρυβόταν φοβισμένος, δεν ήθελε να ξεκλέψει ούτε μια ματιά. Τα σύννεφα πλάκωναν τις ψυχές βαριά και αργοκίνητα, σαν νεκροφόρα που τα σέρνει ξοπίσω της!

Οι σκιές τρεμόπαιζαν σαν το φυτίλι στο καντήλι που μοιρολογά τα περασμένα ή σαν μικρά τέρατα που είναι έτοιμα να σε κατασπαράξουν! Προμηνύεται μεγάλο κακό διαλαλούν ακόμα και τα πουλιά που πετούν αλαλιασμένα, σαν να έχασαν το δρόμο τους και δεν ξέρουν που να σταθούν!

Τα δέντρα χαμηλώνουν μέχρι την γη ριγιάζουν τα φύλλα τους σαν μυτερά μαχαίρια και το κεχριμπάρι τρέχει σαν λίμνη να πνίξει την αγωνία τους! Σε λίγο ξεσπά η ανεμοθύελλα δεν αφήνει τίποτα όρθιο!

Ακούς να αχολογάει από μακριά σαν βουή πολέμου, τα αυτιά αρνούνται να ακούσουν τα μοιραία!

Η γη τραντάζεται, χορεύει σε ακανόνιστους ρυθμούς, έχασε τα βήματά της και λοξοδρομεί μπροστά στα δυσοίωνα γεγονότα.

Που έρχονται και ορμούν σαν άγριο κύμα που σπα πάνω στα βράχια!

Και ανοίγουν διάπλατα οι δρόμοι να προσέλθει ο εωσφόρος ντυμένος στα πράσινα, βίαιος και δύστροπος! Τα χάλκινα χαλινάρια καλά κρατούν γερά και με πείσμα θέλουν να τον κατατροπώσουν!

Οι τεράστιοι τηλεβόες ανταποδίδουν απέναντι στην οχλαγωγία τους.

[ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ, ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ] η απειλή απλώνεται παντού περνά μέσα από κάθε δρόμο, μέσα από κάθε στενό.

Τι το ήθελε η μαύρη χήρα να βγάλει τα πένθιμα!

Τεράστιες ορδές παρελαύνουν σε δρόμο αρματωμένο, σαν μεγάλες ακρίδες με τεράστια και αγκαθωτά πόδια που ποδοπατούν την γενναιότητα των νέων!

Και όλα περιμένουν να πάρουν τη θέση τους να δράσουν για τα μίζερα χρόνια που έρχονται.

Κρυμμένα και φοβισμένα τα παιδιά των φτωχών του μεροκάματου, του μόχθου.

Γιατί άραγε βασανίζονται από πονηρά πνεύματα, παίρνοντας κάθε όμορφη και νεογέννητη σκέψη;

Κρατά η φωνή της συνείδησης την φλόγα του πάθους, την άσβεστη επιθυμία να γελάσουν να χαρούν μέσα στα ερείπια.

Μάνα που σου έλαχε να συναντηθείς με τον θάνατο να τον κοιτάξεις κατάματα, να σου φέρει όλη την πίκρα στα χείλη! 

Να τον γευτείς και να γίνει ο αιώνιος συνοδός σου στην κενή ζωή σου! Δίχως να σου πάρει την άδεια δίχως να σε ρωτήσει αν αντέχεις έστω και λίγο το ασήκωτο βάρος του επάνω στο αδύναμο κορμί σου!

Αρχίζουν και κόβονται οι σιδερένιες φλέβες, σταματά η ροή ζωής, ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση για το χείλος του γκρεμού που πέφτουν μια-μια οι ψυχές.

Τρίζουν τα θεμέλια από το βασίλειο της νιότης.

Τα παράθυρα μαύρες τρύπες που στο βλέμμα τους ρουφάνε όλη την ενέργεια από τους ψιθύρους που σκορπίζονται στον αέρα, και καταπίνει τις κραυγές που ανελέητα λυσσομανούν χωρίς να ξαποστάσουν πουθενά.

Ούτε πάνω στα άδεια θρανία που μαρτυρούν τα ονόματα που φανερώνουν την τέχνη των γραμμάτων που κάποτε διδάχτηκαν. Οι μαυροπίνακες που διηγούνται τις ιστορίες τις ατελείωτες που δεν έβαζαν γλώσσα μέσα τους και έλεγαν και έλεγαν και τώρα έπαψαν και αυτοί.

Ούτε το παραμιλητό τους δεν εισακούεται πια.

Όλα νεκρά και σάπια.

Από στόματα δράκων ξεπετάγονται πύρινες γλώσσες για να εξαφανίσουν τα συρόμενα ερπετά!

Εκτοξεύουν το μαύρο δηλητήριο τους μπροστά σε τίποτα δεν σταματούν δεν δείχνουν οίκτο, δεν αναλογίζονται το αύριο το μέλλον ακόμα και το τώρα τους.

Αχ, φτωχέ λαέ, ως πότε θα ανέχεσαι τους από πάνω που είναι ατρόμητοι; Που φόβο δεν μπορούν να νιώσουν; Που σαν αρρώστια πάνω σου σε κατατρώνε λίγο-λίγο;

Ως πότε μάνα θα κλαις με μαύρο δάκρυ για τους νεκρούς σου που έμειναν αθάνατοι μέσα στην πικραμένη σου καρδιά; Ως πότε θα θάβεις τα νιάτα και θα μαραζώνουν τα γηρατειά;

Αίμα αναβλύζει παντού ολόγυρα πίδακας από σπλάχνα χυμένα στα επιδαπέδια στρώματα, αντικρίζεις τις ακρότητες του κόσμου!

Η μυρωδιά του Άδη αναδύεται μέσα από τα έγκατα της γης.

Η πύλη της κολάσεως άνοιξε διάπλατα και αβίαστα να περιμαζέψει ότι απόμεινε από τον ορμητικό εωσφόρο!

Ακόμα και οι περαστικοί κάθονται σε μια γωνίτσα και σιγοτραγουδούν επιμνημόσυνη δέηση.

Ακόμα και τα άγνωστα  γίνονται παιδιά τους το αίμα τους γίνεται νερό να ξεδιψάσουν!

Η νιότη τους το έναυσμα για μια νέα ελπίδα!

Ο θάνατος ζήλος για καλύτερους καιρούς!

Επανάσταση μια λέξη χίλιες έννοιες! Οι νέοι πάντα έχουν στην σκέψη τους το διαφορετικό, έναν κόσμο που να τους χωρά όλους χωρίς διακρίσεις.

Ένα όμορφο δέντρο είναι η νιότη με χαλινάρια γερά που τα βαστά η γη, χωρίς τίποτα να μπορεί να τα κόψει και όλο μακραίνουν!

Είναι γεμάτες όνειρα φιλοδοξίες και πάθη.

Το κάθε παιδί φαντάζεται μια άλλη κοσμοθεωρία χτίζουν παλάτια πάνω σε άμμο, χτίζουν πύργους πάνω σε ξύλα δεν βαστάν αλλά αυτά νιώθουν ότι μπορούν να κάνουν τα πάντα!

Η θέληση τους είναι σαν μια μεγάλη θάλασσα που ενώ την βλέπεις ήρεμη και γαλήνια, μέσα της κρύβεται το τέρας που την κατατρώει λίγο –λίγο. Όλοι βασίζονται σε κάτι που θέλουν να κατακτήσουν σαν αστροναύτης, που θέλει να δει τι κρύβεται πίσω από την σελήνη.

Σαν μάντης που θέλει να ανακαλύψει το μέλλον!

Έτσι και ο νέος θέλει να γίνει τυχοδιώκτης στα παρόντα.

Όταν αναφωνούν [ΕΔΩ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ] είναι σαν να λένε εδώ η τροφή στα όνειρα, εδώ υπάρχει ζωή, εδώ υπάρχουν ονόματα υπάρχουν οντότητες που ζητάν σεβασμό.

Τα χάλκινα χαλινάρια κόπηκαν μετά βίας συγκρατούν μόνο τις λύπες τα ξεριζωμένα θέλω και πρέπει.

Στα ενδόμυχα τους ανθίζει πια μόνο το πένθος βαρύ φορτίο να σηκώσουν σε αντίθεση με την ηλικία τους! Τώρα πια απομένει μόνο μια λίμνη αίματος χαραγμένη πάνω στο νεκρό, πρόσωπο του δρόμου.

Τώρα τα διαδέχονται όλα τα δάκρυα τα πικρά από τα άγουρα φρούτα των γέρικων δέντρων.

Οι τάφοι γεμίζουν από περασμένα μεγαλεία ανίκανοι  και αυτοί πια να καλύψουν τα όνειρα, είναι πολλά και δεν μπορούν να χωρέσουν όλα!

Η αυγή ξεπροβάλλει πίσω από τα ματωμένα βουνά στάζουν σαν ρυάκια, από τις ίνες ζωής που κόπηκαν ξαφνικά.

Ο ήλιος σκουπίζει τα δάκρυα οι ακτίνες του μαζεύουν με τις χούφτες τους τα χάλκινα χαλινάρια, προσπαθούν να στερεώσουν τα σπαθιά που έκοψαν ζωές!

Τα πλουμιστά του ίχνη δίνουν ζωντάνια μπροστά στο γήινο μνημόσυνο.

Το λευκό σεντόνι τυλίγει τα άψυχα σώματα.

Κατεβαίνουν χαμηλά υπό της διαταγές της μάνας φύσης που οι λυγμοί της ακούγονται και κλείνονται, στους ανοιχτούς τάφους! Τα λευκά σάβανα δίνουν το σήμα της ελπίδας να αναγεννηθούν τα όνειρα, να ξαναδημιουργηθεί το ψυχρό πρωινό πέρασμα.

Και όλα κραυγάζουν ένα μεγάλο γιατί.

Που ποτέ δεν θα απαντηθεί πάντα θα μείνει ξεκρέμαστο πάντα θα αιωρείται σαν φαντάσματα πάνω από τους ασβεστωμένους τάφους.

Όλα ζητούν την θέση τους αυτά που τους ανήκουν.

Και η νιότη τι να περιμένει πια εκτός από μια ανάσταση! Θα έρθει ποτέ;

Τα μαύρα θα περιφέρονται σαν αραχνούφαντες σκιές στους τοίχους πάνω κολλημένοι σαν πένθιμο τοιχογράφημα.

Οι κραυγές θα ξεμυτούν από την χοάνη του ουρανού που τις κατάπιε. Οι σταγόνες της βροχής θα καρφώνουν κάθε φορά και πιο βαθιά τα χάλκινα χαλινάρια.

Και ο δρόμος πάντα πάνω στην γόμπα του θα κουβαλά όλα όσα είδε και άκουσε, και κάθε φορά θα μεταμορφώνεται σε πίδακα που το νερό, θα το μετατρέπει σε βούρκο αίματος!

Ο αντίλαλος θα παίζει τον ίδιο σκοπό το ίδιο βουητό που ο άνεμος άγγιξε. Η δικαιοσύνη είναι κάτι που δεν θα έρθει ποτέ η χαμένη νιότη πάντα θα την καλεί να πάει κοντά της.

Να γίνει η συντροφιά της και το στήριγμα της.

Όλα τα παιδιά που χάθηκαν άδικα και έφυγαν τόσο βιαστικά, το αίμα που έχυσαν, τα μάτια που στέρεψαν, το στόμα που γέμισε από άπνοια, από την ψυχή που τυραννήθηκε δεν θα βρουν κλαδί να ξαποστάσουν.

Θα πέσει θα σπάσει θα γίνει και αυτό συντρίμμια όπως όλα τους τα όνειρα! Πάντα το αίμα θα βράζει ο επαναστατικός αέρας θα γεμίζει τον τόπο με λαχτάρα για τα ποθούμενα! Τα νιάτα ποτέ δεν βάζουν τελεία στις προτάσεις τους.

Πάντα αφήνουν ανοιχτά τα σωθικά τους απέναντι στην ελευθερία!

Μια ελευθερία που πάντα θα αφήνει το στίγμα της σε μια άλλη διαφορετική κοινωνία.

Μια κοινωνία που δεν θα τρώει τα όνειρα και τις φιλοδοξίες μα πάνω από όλα θα καρτερεί υπομονετικά, την σπίθα του νέου την ριζική αλλαγή  ενός καλύτερου κόσμου που θα επιτρέπει την άνθιση της νιότης!      

Comments


bottom of page