Κλαίει ο γέροντας σκυφτός, στης λήθης τον εξώστη.
Μοιρολογεί, μοιρολατρεί, το χρόνο βρίζει ψεύτη!
Κι όλο η σκέψη του πετά σ' αμπέλια μεστωμένα
και η ψυχή λοξοδρομεί σε χρόνια αλλοπαρμένα...
Τότες που σκάλωνε ψηλά πλαγιές και κορφοβούνια
και τη ζωή τη γλένταγε με γέλια και νταούλια.
Τότες που άρμεγε ζωή, το κάθε της καλούδι
και την ψυχή του στόλιζε με ξεγνοιασιάς λουλούδι.
Τότες που χόρευε στητός, τον χάροντα αψηφούσε,
"Ποτέ δεν θα πεθάνω εγώ", με πείσμα τραγουδούσε!
Και γέμιζε με ομορφιά, το σώμα, την ψυχή του
κι όλος γλύκα φύλαγε στα χείλη την καλή του...
Σαν διψασμένος λαχταρά, να πιει ξανά το μέλι
και στις πλαγιές να ροβολά, ως ήτανε κοπέλι...
Αχ και να πέταγε ψηλά ν' αδράξει το φεγγάρι,
να γίνει πάλι αετός, των νιάτων το καμάρι...
Τώρα τον δέρνει ανημποριά, των γηρατειών η φτώχεια...
Δεν τραγουδάει ο έρωτας στων γέρων τα κατώφλια...
Τώρα δεντράκι απότιστο, στου κάμπου τη ρυτίδα ,
θρηνεί για όσα φύγανε κι αλλάξανε πατρίδα...
Ω, μίζερη που 'ναι η ζωή, σαν γίνει στέρφο το πηγάδι,
σου κόβει εισιτήριο, χωρίς επιστροφή και παύει πια να άδει!
Comments