top of page

Το τρόπαιο 🏆 Β' μέρος

Updated: 14 hours ago


Όταν, καταλάγιασε τις σκέψεις της, στο ταξίδι της επιστροφής, διαπίστωσε ότι η κόρη της, ούτε ένα, θέλω τη μαμά μου, δεν ξεστόμισε, όσην ώρα τη διεκδικούσε και την είδε, εμπρός της, σαν αέρινη οπτασία πια.. « Πόσο έχει μεγαλώσει! Πόσο έχει ομορφύνει! Μια δεσποινιδούλα πια… μια φαντίνα!»

Την αναπολούσε γερμένη στην κουπαστή, όσην ώρα το νησί χανότανε από τα υγρά της μάτια, μέχρι να γίνει μια αχνογραμμή στον ορίζοντα. Όπως ακριβώς σβήνει ένα αργοπορημένο αστέρι με το φέγγος της μέρας.

Ένιωθε, πως άφηνε πίσω της, ό,τι πιο πολύτιμο είχε στερηθεί όλα αυτά τα χρόνια, την κόρη της. Κόρη είχε.

Το γράφανε τα χαρτιά, της το θυμίζανε εκείνοι οι πολυήμεροι πόνοι, μέχρι να την φέρει στον κόσμο. Το τρυφερό της μουτράκι, άλλοτε χαρούμενο και άλλοτε πεισματάρικο και πολλές φορές θλιμμένο, πετάριζε αεικίνητο μπροστά στα μάτια της διαρκώς.

Η κόρη της δεν είχε μάνα πια… Ένιωθε πως είχε πεθάνει γι αυτήν.

Την είχε πληρώσει, εν αγνοία της, με το ίδιο νόμισμα, με αυτό της άρνησης, όταν στην πιο εύθραυστη στιγμή της ηλικία της, όταν ακόμα κρεμότανε από τη ματιά της, όταν μόνο το δικό της χέρι αναζητούσε, όταν ακόμα μόνο τη δική της αγκαλιά, σαν τρελή λαχταρούσε να χωθεί μέσα, να ζυμωθεί, να γίνει ένα, ταυτόσημη με τη μητρική θαλπωρή της…

Την είχε προδώσει με την εγκατάλειψη, με την κακομεταχείριση, όταν της δόθηκε η ευκαιρία να την έχει ξανά στα χέρια της.

Δεν της φέρθηκε καλά.

Για πρώτη φορά έκρινε με αντικειμενικότητα τα πεπραγμένα της, ρίχνοντας δίκιο στη μάνα της, με το άδικο που φόρτωσε στο παιδί της. Πόσο είχε μετανιώσει για την αλλοτινή της συμπεριφορά. «Στερνή μου γνώση, να σ' είχα πρώτα»

Και, τουλάχιστον, βρε αδερφέ, ούτε μια στιγμή δεν έδειξε μεταμέλεια, να γίνει πιο διαλλακτική, την ώρα που λογόφερνε με τη μάνα, με την αδελφή της, την ώρα που πάλευε για την επανένταξη της στη δική της οικογένεια. Το πείσμα κι ο εγωισμός κυριαρχήσανε και πάλι.

Ο πόλεμος Λευκή, θέλει λογική, στρατηγική, μεθοδικότητα. Δεν κατακτιέται έτσι μια μάχη, όταν μάλιστα δεν υπάρχουνε ιδανικά, κίνητρα υψηλά, ευγενείς πόθοι, αλλά μόνον ευτελείς στόχοι.

Το ποτάμι, δυστυχώς, δεν γυρίζει πίσω, ό,τι και να κάνεις. Όλα, εδώ, πληρώνονται Λευκή… όλα εδώ, στη γης!» σιγοψιθύρισε με ραγισμένη φωνή.

Σαν να μιλούσε στα υψωμένα κύματα και άφησε τα δάκρυά της να κυλήσουνε ελεύθερα, να γίνουνε ένα με τις σταγόνες που καταβρέχανε την κουπαστή του πλοίου, αφού θάρρεψε, πως κλαίγανε κι αυτά μαζί της.

Την ίδια αλμύρα είχανε με τα κύματα της ψυχής της.

Τα μικρά της είχανε κουρνιάσει σ' ένα καναπεδάκι.

Απ' το κούνημα είχανε αποκοιμηθεί, ανίδεα για τα παιχνίδια που παίζει η ζωή και για τις πραγματικές φουρτούνες που ξεσηκώνει στις ψυχές. Τα σκέπασε με τρυφερότητα… Δεν είχε τη χαρά να σκεπάσει και την κόρη της στο αποψινό σούρουπο, αλλιώς είχε ονειρευτεί το γυρισμό της… «Απέτυχες Λευκή! Απέτυχες!» και την έπνιξαν οι λυγμοί…

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΑΔΕ ΕΦΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΑΔΕ ΕΦΗ

Πόσο πικρή είναι η ζωή και πόσο φαρμάκι διαθέτει στο μετερίζι της, μαχαιρώνει τις ψυχές και μετά το σταλάζει στις πληγές τους. Όσην ώρα μαλώνανε μάνα και κόρη, διεκδικώντας την, η Ανώ ένιωθε άσχημα…

Πόσο θάθελε κάπου να κρυφτεί, να την έχει καταπιεί η γης, να μην ακούει, να μη βλέπει, να μην αισθάνεται… μάνα και κόρη ανταγωνίστριες; Εχθρές εξ αιτίας της;… Τί ήτανε τρόπαιο και διαγωνιζόντουσαν με λέξεις βαριές για την κατάκτηση του; Όχι δεν της άρεσε, ένιωθε απαίσια! Καλύτερα να μην είχε γεννηθεί. Πρώτα ο «πατέρας» της, τώρα η «μάνα» της… Ας πάει αυτό το καλοκαίρι κι ας μη ξαναγυρίσει, ευχήθηκε η δεκάχρονη ψυχή της, που είχε βαλαντώσει. Πώς να επουλωθούνε τα τραύματα της; Μόνο με το πέρασμα του χρόνου, με τον καιρό, ίσως… Όμως οι χαρακιές που της χάραξε εκείνη τη μέρα με μένος η ζωή, δεν σβήσανε ποτέ από τη μνήμη της Ανώς.

Πάντα βρίσκουνε διόδους και ξεγλιστρούνε με στόχο να βγούνε στην επιφάνεια υπενθυμίζοντας της… «Κοίταξε μας, κάποτε ματώσαμε, κλείσαμε σαν πληγές, μα τα σημάδια μάρτυρες θα μένουμε για πάντα, σε ανάμνηση εκείνης, της αποφράδας μέρας…"



Λιλή Δαφερέρα Βασιλάκη 🌹

Comments


bottom of page