Δεν μπορούσε να θυμηθεί κανείς πότε ξεφύτρωσε στην άκρη της παραλίας το τροχόσπιτο.
Λίγο πιο μέσα, στις καλαμιές.
Το είδαν πρώτοι οι κολυμβητές
του Μάη.
Θα είναι τίποτε ξένοι και αυτοί δε θέλουν την όχληση των λέξεων. Στην αρχή του Ιουνίου, κάτι παιδιά που έπαιζαν κρυφτό εκεί κοντά κοίταξαν μέσα από το παράθυρο.
Δεν είδαν άνθρωπο.
Ένα τραπέζι μόνο στο κέντρο και
ένα ποτήρι νερό.
Και μια άλλη μέρα, τον Ιούλιο, ο φύλακας του αρχαιολογικού χώρου που ήταν εκεί κοντά, σαν κοίταξε και αυτός, δεν είδε ψυχή μέσα.
Ύστερα πήγε και κλείδωσε την μεταλλική πόρτα στον φράχτη και σκούπισε με το μανίκι την μισοσβησμένη επιγραφή:
"Ιερό της Δήμητρας".
Οι επισκέπτες του χώρου σπάνιοι. Περπατούσαν αφηρημένοι χαζεύοντας τα χόρτα ανάμεσα στο πέτρινο κοπάδι.
Τα εισιτήρια δεν έβγαζαν το ημερομίσθιο του φύλακα.
Ο τόπος είχε βάρος ασύμφορο.
Σαν έπεφτε το σκοτάδι, από το κέντρο του βωμού, με την βαθιά λαχτάρα του νόστου της ιεροπραξίας, ξεπρόβαλλε η Δήμητρα και βγαίνοντας από την πόρτα, δίχως να νοιάζεται για το σακατεμένο όνομά της, έφτανε στο τροχόσπιτο. Και γέμιζε μέχρι επάνω το ποτήρι με νερό.
Να έρθει η Περσεφόνη που τριγυρνούσε εκεί κοντά -καλοκαίρι βλέπεις -να πιει.
Kommentarer