top of page

Το τραγούδι της Αντίστασης

Writer: ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗΜΑΡΙΑ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Η βροχή έπεφτε ασταμάτητα πάνω στα πλακόστρωτα της μικρής πόλης. Καθώς περπατούσε σκεπτικός, ο Αλέξανδρος, παρατηρούσε τις μικρές λιμνούλες που σχηματίζονταν γύρω από τις μπότες του. Ήταν μόλις 18 χρονών, κι όμως τα τελευταία 24ωρα είχαν αλλάξει τη ζωή του για πάντα. Η 28η Οκτωβρίου 1940 είχε φέρει μαζί της τη βαρύτητα της ιστορίας, και τώρα, το καθήκον τον καλούσε.

Η ημέρα ξεκίνησε, όπως κάθε άλλη. Η μητέρα του, η κυρά-Δέσποινα, είχε σηκωθεί νωρίς να ετοιμάσει το πρωινό, ενώ ο πατέρας του, ο Κώστας, καθόταν στο τραπέζι με την εφημερίδα του στα χέρια, ενώ ο καφές σκόρπιζε την ευωδιά τριγύρω. Μόνο που εκείνη τη μέρα, τα νέα δεν ήταν συνηθισμένα. Το άγγελμα του πολέμου είχε φτάσει στις μικρές γειτονιές, και η φωνή του στρατηγού Μεταξά ακούστηκε μέσα από τα ραδιόφωνα: "ΟΧΙ!"

«Έρχεται πόλεμος, παιδί μου,» είπε ο πατέρας του με μια φωνή γεμάτη συγκίνηση και στόμφο, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα από το φύλλο της εφημερίδας. Η μητέρα σταμάτησε να ανακατεύει τον καφέ της και έμεινε να τον κοιτάζει με σφιγμένα χείλη. Ο Αλέξανδρος δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Η καρδιά του χτύπησε πιο δυνατά, όμως δεν ήταν από φόβο. Ήταν από αποφασιστικότητα. «Θα πάω κι εγώ,» είπε ξαφνικά, σπάζοντας τη σιωπή που είχε πέσει βαριά στο δωμάτιο.Η κυρά-Δέσποινα σταμάτησε και τον κοίταξε με μάτια γεμάτα ανησυχία, όμως δεν είπε τίποτα. Ήξερε πως δεν μπορούσε να τον σταματήσει. Ο πόλεμος δεν ήταν επιλογή. Ήταν υποχρέωση.

Λίγες μέρες αργότερα, ο Αλέξανδρος βρέθηκε να προχωράει μαζί με άλλους νέους, στα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου. Το ελληνικό στρατόπεδο ήταν γεμάτο από ανθρώπους όλων των ηλικιών και κοινωνικών τάξεων. Αγρότες, δάσκαλοι, γιατροί, όλοι ενωμένοι κάτω από τη σκιά του πολέμου, με ένα και μόνο στόχο: να προστατεύσουν την πατρίδα τους από τον κατακτητή.

Οι μέρες περνούσαν και η σκληρότητα του πολέμου αποκαλύφθηκε σε όλη της τη φρίκη. Παγωμένα χέρια κρατούσαν όπλα, πεινασμένοι στρατιώτες αγωνίζονταν να κρατηθούν ζωντανοί. Κάθε βήμα στο χιόνι ήταν μια πρόκληση, κάθε ανάσα στα βουνά μια μάχη για επιβίωση. Όμως, παρά τη σωματική εξάντληση, η ψυχή τους δεν λύγιζε. Το πνεύμα της αντίστασης έμενε ζωντανό. Κάθε βράδυ, γύρω από τη φωτιά, οι στρατιώτες τραγουδούσαν τραγούδια που μιλούσαν για την ελευθερία. Κάποιος άρχιζε να ψιθυρίζει έναν στίχο, και σύντομα η φωνή του ενωνόταν με τις φωνές όλων των άλλων.

Μια νύχτα, καθώς ο Αλέξανδρος καθόταν δίπλα στη φωτιά, σκέφτηκε την οικογένειά του. Τι να έκανε άραγε η μητέρα του; Θα ανησυχούσε για εκείνον; Ο πατέρας του, πάντα αυστηρός αλλά δίκαιος, θα ήταν περήφανος που ο γιος του πολεμούσε για την πατρίδα. Ήξερε πως η απόφαση που είχε πάρει δεν ήταν εύκολη, αλλά ήταν η σωστή.Η αυγή της 28ης Οκτωβρίου θα έμενε για πάντα χαραγμένη στη μνήμη του. Ήταν η ημέρα που η Ελλάδα, μια μικρή χώρα με μεγάλο φρόνημα, είπε "ΟΧΙ" σε έναν πανίσχυρο εχθρό. Ήταν η ημέρα που η αντίσταση γεννήθηκε στις καρδιές των Ελλήνων

Καθώς ο Αλέξανδρος κοίταζε τις φλόγες να τρεμοπαίζουν μπροστά του, ένιωσε ένα αίσθημα υπερηφάνειας να τον διαπερνά. Ήταν έναν μήνα πια στο μέτωπο, αλλά κάθε μέρα φαινόταν σαν μια αιωνιότητα. Το κρύο, η πείνα και ο φόβος ήταν πάντα παρόντα, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να καταστείλει την αποφασιστικότητα που είχε φωλιάσει βαθιά μέσα του. Στο βάθος του μυαλού του, οι σκέψεις του γυρνούσαν πάντα πίσω στην οικογένειά του, στη μικρή τους πόλη, στον ήσυχο τρόπο ζωής που κάποτε φαινόταν δεδομένος.

Ξαφνικά, ένας από τους άντρες της ομάδας του, ο Νίκος, σηκώθηκε. Ήταν μεγαλύτερος, λίγο πιο έμπειρος, και συχνά ο Αλέξανδρος τον παρατηρούσε να ηγείται σιωπηλά, με αποφασιστικότητα και δύναμη. Κρατούσε μια παλιά κιθάρα που είχε βρει πριν από μερικές μέρες σ’ ένα εγκαταλελειμμένο χωριό. Την έφερε κοντά στη φωτιά, και με τα παγωμένα του δάχτυλα άρχισε να παίζει ένα μελωδικό, αργό κομμάτι. Η μουσική απλώθηκε σαν ζεστασιά μέσα στο στρατόπεδο. Μερικοί στρατιώτες σταμάτησαν ό,τι έκαναν και κοίταξαν τον Νίκο. Άλλοι, κουρασμένοι από τη μέρα, έμειναν σιωπηλοί με τα μάτια κλειστά, αλλά τα πρόσωπά τους χαλάρωσαν, σαν να θυμούνταν κι αυτοί κάτι από μια παλιά ζωή, πριν από τον πόλεμο. Τα λόγια που ακολούθησαν, απλά και γεμάτα ελπίδα, ήταν ένα τραγούδι που μιλούσε για την ελευθερία, για τη θυσία, για την αγάπη για την πατρίδα.

Ο Αλέξανδρος άρχισε σιγά σιγά να σιγοτραγουδά μαζί του. Το τραγούδι, αν και τόσο γνωστό, είχε πλέον άλλο νόημα. Δεν ήταν απλώς ένα τραγούδι. Ήταν η ίδια η ψυχή της αντίστασης, η απόδειξη ότι, ακόμα κι αν όλα φαίνονταν αβέβαια, η φλόγα της ελευθερίας δεν θα έσβηνε ποτέ. Οι φωνές ενώθηκαν, και το τραγούδι μεγάλωσε, έγινε μια κραυγή ελπίδας μέσα στο σκοτάδι. Κάθε λέξη, κάθε νότα, έφερνε τον Αλέξανδρο πιο κοντά στους συντρόφους του. Τους ένιωσε σαν αδέλφια, σαν οικογένεια που είχαν δεθεί όχι από το αίμα, αλλά από τη μοίρα και την πίστη στον κοινό σκοπό.

Την επόμενη μέρα, τους περίμενε άλλη μια δύσκολη μάχη. Οι πληροφορίες έλεγαν πως οι δυνάμεις του εχθρού πλησίαζαν. Τα πυρομαχικά ήταν λίγα, η τροφή ελάχιστη, αλλά το ηθικό τους ήταν ψηλά. Είχαν πλέον κάτι που τους ένωνε πέρα από τις εντολές και το καθήκον: είχαν το τραγούδι τους. Το τραγούδι της αντίστασης.

«Είμαστε έτοιμοι;» ρώτησε ο Αλέξανδρος τον Νίκο, καθώς ετοιμάζονταν για την επόμενη αποστολή τους. Ο Νίκος τον κοίταξε και του χαμογέλασε κουρασμένα.

«Είμαστε. Αρκεί να θυμάσαι, Αλέξανδρε… το τραγούδι δεν είναι μόνο για τις ήσυχες νύχτες. Το τραγούδι είναι μέσα μας. Το τραγουδάμε κάθε φορά που δεν λυγίζουμε, κάθε φορά που σηκώνουμε το κεφάλι μας ψηλά απέναντι στον εχθρό.»

Ο Αλέξανδρος έγνεψε καταφατικά. Ήξερε πως ο πόλεμος ήταν σκληρός, γεμάτος απώλειες και πόνο, αλλά πλέον είχε καταλάβει κάτι πιο βαθύ: Η αντίσταση δεν ήταν μόνο με τα όπλα. Ήταν μια στάση ζωής, μια δύναμη που ξεκινούσε από την καρδιά και αντηχούσε σε κάθε πράξη, σε κάθε σκέψη. Καθώς προχωρούσαν στα παγωμένα βουνά, το τραγούδι τους ακολούθησε. Σαν μια εσωτερική μελωδία που τους κρατούσε όρθιους, τους έδινε θάρρος, και τους θύμιζε πως, όσο οι καρδιές τους έλεγαν «όχι», δεν θα υπήρχε εχθρός που να μπορούσε να τους νικήσει.




Comments


bottom of page