Το σφύριγμα αντήχησε στον παγωμένο αέρα, σημαίνοντας την αναχώρηση.
Η Ολίβια τράβηξε το παλτό της πιο σφιχτά γύρω της, προσπαθώντας να προστατευτεί από τον άνεμο.
Το κόκκινο του χρώμα ξεχώριζε έντονα μέσα στο λευκό του χιονισμένου σταθμού.
Η βαλίτσα της ήταν δίπλα της, διακοσμημένη με αυτοκόλλητα από ταξίδια του παρελθόντος.
Είχαν περάσει χρόνια από τότε που είχε πάρει αυτή τη διαδρομή, ένα ταξίδι προς την πόλη Σολέν.
Αλλά δεν ήταν Χριστούγεννα και αυτό το ταξίδι δεν είχε τίποτα το εορταστικό. Η πλατφόρμα ήταν άδεια, εκτός από κάποιους εργαζόμενους του σταθμού που ετοίμαζαν το τρένο για αναχώρηση.
Η Ολίβια δεν ήταν εκεί από επιλογή.
Δύο μέρες πριν, είχε λάβει ένα τηλεφώνημα από έναν άντρα που ισχυριζόταν ότι εκπροσωπούσε τη Σιδηροδρομική Εταιρεία του Σολέν. Η φωνή του ήταν κοφτή, δήλωνε επαγγελματισμό:
«Είσαι δηλωμένη ως επαφή έκτακτης ανάγκης για τον Ντέιβιντ Λάνγκ», είχε πει. «Λυπάμαι που σας ενημερώνω ότι ο κ. Λάνγκ έχει εξαφανιστεί.
Οι αρχές ζητούν να έρθετε στο Σολέν».
Ο Ντέιβιντ Λάνγκ.
Το όνομα την είχε ταράξει.
Ο Ντέιβιντ τυπικά ακόμα ήταν ο σύζυγος της, αν και δεν είχαν μιλήσει εδώ και πέντε χρόνια.
Το τελευταίο που ήξερε ήταν ότι είχε μετακομίσει στο Σολέν για λόγους που δεν είχε ποτέ εξηγήσει. Και τώρα, ξαφνικά, είχε εξαφανιστεί και της ζητούσαν να ενεργήσει σαν να την ενδιέφερε ακόμα.
Η Ολίβια αναστέναξε κοφτά.
Το τρένο έφτασε με έναν υπόκωφο βρυχηθμό.
Δίστασε για μια στιγμή, αλλά μετά σήκωσε τη βαλίτσα της και επιβιβάστηκε.
***
Το βαγόνι ήταν σχεδόν άδειο. Ένας άντρας με μακρύ παλτό και καπέλο καθόταν στη μακρινή γωνία, διαβάζοντας μια εφημερίδα. Ένα ζευγάρι ήταν καθισμένο μπροστά, μιλώντας χαμηλόφωνα. Η Ολίβια διάλεξε μια θέση δίπλα στο παράθυρο, με το τοπίο έξω να θολώνει από τις νιφάδες του χιονιού που έπεφταν πυκνές.
Το τρένο άρχισε να κινείται.
Στο μυαλό της, ξανά έφερε τις λεπτομέρειες του τηλεφωνήματος. «Εξαφανισμένος». Η λέξη ήταν βαριά. Ο Ντέιβιντ ήταν πάντα απρόβλεπτος, αλλά δεν ήταν ο τύπος που θα εξαφανιζόταν έτσι ξαφνικά.
Το τρένο έτρεχε πάνω στις ράγες, ο ρυθμικός θόρυβος δημιουργούσε μια περίεργη αίσθηση ηρεμίας.
Μέχρι που, στον δεύτερο σταθμό, η Ολίβια κατάλαβε ότι ο άντρας με το καπέλο την παρακολουθούσε.
Η εφημερίδα ήταν διπλωμένη προσεκτικά στα γόνατά του και τα σκοτεινά του μάτια ήταν καρφωμένα πάνω της.
Η Ολίβια γύρισε το βλέμμα της, προσποιούμενη ότι δεν τον πρόσεξε. Αλλά η αίσθηση της παρακολούθησης παρέμενε. Όταν ο ελεγκτής πέρασε από το βαγόνι, τον σταμάτησε.
«Συγγνώμη,» είπε χαμηλόφωνα. «Ξέρετε ποιος είναι αυτός ο άντρας εκεί;»
Ο ελεγκτής κοίταξε προς την κατεύθυνση που του έδειξε, μετά την κοίταξε πάλι. «Δεν τον έχω ξαναδεί. Ίσως είναι απλώς ταξιδιώτης, κυρία».
«Κατάλαβα,» μουρμούρισε. Αλλά τα λόγια του δεν την ηρέμησαν.
***
Όταν το τρένο έφτασε στον σταθμό του Σολέν, η νύχτα είχε ήδη πέσει. Η πλατφόρμα ήταν έρημη. Η Ολίβια κατέβηκε από το τρένο και τα βήματά της ήταν τραχιά πάνω στο χιόνι. Έριξε μια ματιά γύρω της, ελπίζοντας να δει κάποιον να την περιμένει, αλλά ο σταθμός έμοιαζε εγκαταλειμμένος.
«Κυρία Λάνγκ;»
Η φωνή ακούστηκε από πίσω της. Η κοπέλα γύρισε και είδε έναν άντρα γύρω στα πενήντα, ντυμένο με χοντρό παλτό και κασκόλ.
«Είμαι ο επιθεωρητής Γκρέισον» της είπε, απλώνοντας το χέρι του.
Η Ολίβια το έσφιξε. «Με καλέσατε για τον Ντέιβιντ».
Ο Γκρέισον έγνεψε. «Ας πάμε κάπου ζεστά. Θα σας εξηγήσω τα πάντα».
***
Το αστυνομικό τμήμα ήταν ένα μικρό κτίριο κοντά στο κέντρο της πόλης. Ο Γκρέισον την οδήγησε σε ένα μικρό γραφείο, όπου ένας χάρτης του Σολέν και των γύρω περιοχών κάλυπτε έναν ολόκληρο τοίχο.
«Ο Ντέιβιντ Λάνγκ αγνοείται εδώ και τέσσερις μέρες» ξεκίνησε ο Γκρέισον, καθισμένος απέναντί της. «Τον είδαν τελευταία φορά στον σταθμό, να επιβιβάζεται στο βραδινό τρένο για τη διπλανή πόλη. Αλλά, σύμφωνα με τον ελεγκτή, δεν κατέβηκε ποτέ».
Η Ολίβια συνοφρυώθηκε. «Πώς είναι δυνατόν αυτό;»
«Αυτό προσπαθούμε να καταλάβουμε. Ψάξαμε το τρένο, αλλά δεν βρήκαμε τίποτα. Ούτε αποσκευές, ούτε προσωπικά αντικείμενα. Σαν να εξαφανίστηκε στον αέρα».
Η Ολίβια ένιωσε να ανατριχιάζει. «Είχε εχθρούς; Κάποιον που θα ήθελε να του κάνει κακό;»
Ο Γκρέισον έγειρε πίσω στην καρέκλα του με το βλέμμα του σκεπτικό. «Όχι, απ’όσο ξέρουμε. Αλλά υπάρχει κάτι που πρέπει να δείτε».
Άνοιξε ένα φάκελο και έβγαλε μια φωτογραφία, την οποία έσπρωξε προς το μέρος της. Η Ολίβια την πήρε στα χέρια της και κοίταξε προσεκτικά. Ήταν μια θολή φωτογραφία από κάμερα ασφαλείας, που έδειχνε τον Ντέιβιντ στον σταθμό. Στεκόταν στην άκρη της πλατφόρμας.
Αλλά δεν ήταν μόνος.
Δίπλα του στεκόταν ο άντρας με το καπέλο... Ο ίδιος άντρας που την παρακολουθούσε στο τρένο.
«Ποιος είναι;» ρώτησε και η φωνή της μόλις που ακούστηκε.
«Δεν ξέρουμε» παραδέχτηκε ο Γκρέισον. «Επιβιβάστηκε στο τρένο μαζί με τον σύζυγό σας, αλλά δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά. Είναι σαν φάντασμα».
Η Ολίβια ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται. Το πρόσωπο του άντρα ήταν θολό, αλλά κάτι πάνω του της φαινόταν οικείο.
***
Την επόμενη μέρα, η Ολίβια αποφάσισε να ακολουθήσει τα βήματα του Ντέιβιντ. Επέστρεψε στον σταθμό, περπάτησε κατά μήκος της πλατφόρμας καθώς οι νιφάδες χιονιού έπεφταν απαλά γύρω της. Το τρένο για τη διπλανή πόλη ήταν προγραμματισμένο να φτάσει σε είκοσι λεπτά και είχε αποφασίσει να το πάρει, ελπίζοντας να βρει κάποιο στοιχείο.
Αρχικά ήταν μόνη της, αλλά καθώς το τρένο πλησίαζε, πρόσεξε μια φιγούρα να στέκεται στο μακρινό άκρο της πλατφόρμας. Ήταν ο άντρας με το καπέλο.
Αυτή τη φορά, δεν απέφυγε το βλέμμα του.
Η Ολίβια τον πλησίασε αποφασιστικά. Ο άντρας δεν κινήθηκε. Το πρόσωπό του ήταν κρυμμένο κάτω από το καπέλο του.
«Ποιος είσαι;» απαίτησε να μάθει.
Ο άντρας έγειρε ελαφρά το κεφάλι του. «Απλώς ένας ταξιδιώτης» είπε και η φωνή του ήταν ήρεμη.
«Γιατί ήσουν στο τρένο; Γιατί ήσουν με τον Ντέιβιντ;»
Στο άκουσμα του ονόματος του Ντέιβιντ, η στάση του άντρα άλλαξε. Έκανε ένα βήμα μπροστά και χαμήλωσε τη φωνή του. «Κάποια πράγματα είναι καλύτερα να μένουν ανέγγιχτα, κυρία Λάνγκ».
Προτού προλάβει να απαντήσει, το τρένο έφτασε με τα φρένα του να σκούζουν πάνω στις παγωμένες ράγες. Ο άντρας άγγιξε ελαφρά το καπέλο του σε ένα χαιρετισμό και χάθηκε μέσα στο πλήθος των επιβατών.
Η Ολίβια δίστασε για μια στιγμή και μετά τον ακολούθησε.
***
Το ταξίδι προς τη διπλανή πόλη ήταν ήσυχο. Η Ολίβια έψαξε το βαγόνι, αλλά ο άντρας με το καπέλο δεν φαινόταν πουθενά. Όταν το τρένο έφτασε στον προορισμό του, κατέβηκε απογοητευμένη.
Μέχρι που το είδε... Ένα μονό καφέ δερμάτινο γάντι πάνω στην πλατφόρμα. Ήταν ίδιο με το ζευγάρι που συνήθιζε να φοράει ο Ντέιβιντ.
Η Ολίβια το σήκωσε με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά.
Κάποιος την παρακολουθούσε.
Γύρισε απότομα, τα μάτια της σκανάροντας την πλατφόρμα. Δεν είδε κανένα, αλλά η παρουσία του άντρα με το καπέλο ήταν αισθητή.
Καθώς στεκόταν εκεί, σφίγγοντας το γάντι, κατάλαβε ότι δεν είχε πλησιάσει ούτε λίγο στην αλήθεια για τον Ντέιβιντ. Αλλά ήταν πλέον σίγουρη για κάτι.
Η πόλη Σολέν έκρυβε μυστικά που δεν έπρεπε να αποκαλυφθούν.
Και τώρα μάλλον ήταν μέρος αυτών.
Τέλος; Ή μια νέα αρχή;
Μαριλένα Ξυψιτή
Comments