Τα χείλη τους έσμιξαν και ένα φιλί φαινόταν ότι θα σφραγίσει την στιγμή αυτή της ευτυχίας τους.
«Θα σ’ αγαπώ για πάντα» ψιθύρισαν με ένα στόμα.
Μα… το για πάντα, κράτησε λίγο! Σύντομα πέταξε τη μάσκα του και άφησε τον άλλο του εαυτό να ξεπροβάλλει!
Μέρα με τη μέρα όλα αλλάζουν!
Οι μέρες της Μαλένας με χρώματα μουντά βάφονται!
Ένα «τέρας» νιώθει ότι έχει εισβάλλει στην ζωή της και της κλέβει τη χαρά. Δυό ξένοι γίνονται καθώς διαβαίνει ο χρόνος.
Δυό ξένοι από κόσμους αλλιώτικους, διαφορετικούς, που να ταυτιστούν δεν μπορούν.
Πονάει, τόσο η αποξένωση!
Ένα πέπλο χρυσό της μοναξιάς τυλίγει την ύπαρξη τους.
Ο ένας εδώ, ο άλλος αλλού και ανάμεσα τους η θλίψη.
Δυό καρδιές που χτυπούν σε ρυθμούς αταίριαστους που ζουν χωρίς αγάπη.
Αδύναμη η ύπαρξη της γίνεται! Νιώθει, τόσο μικρό το είναι της να μοιάζει κι εκείνος οπλισμένος καλά με τον ατέλειωτο εγωισμό του, τον αυταρχισμό και το πείσμα του.
Βουλιάζει η ύπαρξη της στη φουρτουνιασμένη θάλασσα της ζωής της, ανήμπορη να σωθεί απ’ τα κύματα.
Λόγια σκληρά, προσβλητικά, εκτοξεύονται στο αδύναμο εγώ της καταχτυπώντας την ευαίσθητη παιδική ψυχή της.
Ένα «τέρας» νιώθει να απειλεί τη ψυχή της καθημερινά, μα αδύναμη να ξεφύγει μοιάζει.
Δύναμη ψάχνει!! Δύναμη!
Παρακαλά να φύγουν τα μαύρα σύννεφα που απλώθηκαν γύρω της. Ψάχνει απεγνωσμένα να βρει, ένα κομμάτι γαλάζιο ουρανό, να στείλει το βλέμμα της να ξεκουραστεί.
Ολοκαύτωμα ολοκληρωτικό μοιάζουν οι άδειες μέρες της, που κύλησαν χωρίς στοργή, χωρίς πάθος, χωρίς έρωτα, χωρίς αγάπη, χωρίς ζωή…
Το «τέρας» στέκει απόμακρο, αμίλητο, βουβό σε ένα σπίτι χωρίς φωνές, χωρίς τραγούδια χωρίς χαρά.
Εκείνη φοβισμένη μια σταλιά γίνεται, κρύβεται σε έναν αλλοτινό κόσμο, παραμυθένιο.
Εκεί έχει ασφαλίσει την ύπαρξη της για να σωθεί. Σαν τρομαγμένο παιδί, κρατάει απαλά στα χέρια της, τη γυάλινη ψυχή της, μην σπάσει απ’ τη σκληράδα, την αδιαφορία και την ειρωνία του.
Το «τέρας» και εκείνη, σε κόσμους μακρινούς ασυμβίβαστους, που ποτέ να ταιριάξουν δεν γίνεται…
… κλείνει τα μάτια για λίγο και ονειρεύεται τη στιγμή εκείνη που η αγάπη θα ξεχειλίζει.
Η Μαλένα πια, ζει στην πραγματικότητα.
Έχει σπάσει το γυάλινο κόσμο της. Τα αισθήματα της θριμματίζει και σαν ολόχρυσα γυαλάκια, τα σκορπίζει στο χθες.
Ένα μαζί του γίνεται!
Με το «τέρας» μοιάζει, χωρίς συναίσθημα στην ψυχή, χωρίς καρδιά, χωρίς χαρά!
Πόσο ταιριάζουν!
Εκείνος, θαρρείς λίγη γλύκα απ’ τη γλύκα της έκλεψε να στάξει στην αγέλαστη μορφή του, να αρχίζει να νιώθει, να χαμογελά, να ονειρεύεται μια στάλα.
Μα….. ουτοπία ήταν!
Μια σκέψη, μια στιγμή…. μονάχα…..
Comentários