top of page

Το σπουργίτι στο περβάζι 🌿


«Το σπουργίτι στο περβάζι»

Το πρώτο πράγμα που θυμήθηκε η Λάιλα απ’ τη Συρία, όταν έφτασαν στην Ελλάδα, ήταν η μυρωδιά του θυμαριού στο ψωμί της γιαγιάς της. Όχι οι εκρήξεις, ούτε η σκόνη. Όχι ο φόβος. Μονάχα εκείνη η γεύση που κάποτε έκανε τα πρωινά να μοιάζουν με γιορτή. Τώρα, μέσα στο προσφυγικό κέντρο στη Σάμο, η Λάιλα έκλεινε τα μάτια της κάθε πρωί κι έψαχνε αυτή τη μυρωδιά, μα τίποτα δεν ήταν το ίδιο.

Ο πατέρας της, ο Ομάρ, καθόταν συχνά σιωπηλός στην άκρη του στρώματος. Κοιτούσε τη θάλασσα πίσω από τα σύρματα, εκείνη τη θάλασσα που τους έφερε ζωντανούς αλλά τους άφησε μετέωρους, σαν φύλλα στον άνεμο. Η μητέρα της, η Φάτιμα, προσπαθούσε να κρατήσει τα πράγματα σε μια τάξη, κουβέρτες τακτοποιημένες, τα λίγα ρούχα καθαρά, το φαγητό όσο μπορούσε πιο ανθρώπινο.

Ο μικρός αδελφός της, ο Σαΐντ, δεν μιλούσε πια πολύ. Είχε σταματήσει να γελάει από τότε που έφυγαν από το Χαλέπι. Κρατούσε συνέχεια ένα κομμάτι ξύλο σαν πλοίο. Το είχε φτιάξει με τον Ομάρ μέσα στο κέντρο. Έλεγε πως ήταν το καράβι τους, αλλά με φτερά. Να πετάξει πάνω από τα κύματα, μακριά από τη φωτιά.

Ένα πρωί, ενώ ο αέρας έφερνε μια υπόσχεση άνοιξης, η Λάιλα είδε ένα σπουργίτι να στέκεται στο περβάζι του κοντέινερ. Ήταν μικρό, σχεδόν αδύνατο, μα παρόν. Την κοίταξε, σαν να της έλεγε: "Είσαι ακόμα εδώ. Και εγώ το ίδιο." Από τότε, κάθε πρωί το περίμενε. Του άφηνε ψίχουλα, του μιλούσε. Και σιγά σιγά, άρχισε να του λέει ιστορίες για το σπίτι της, για το φούρνο της γιαγιάς, για τα παιχνίδια στη γειτονιά πριν αρχίσει ο πόλεμος.

Οι μέρες περνούσαν. Ήρθαν εθελοντές, δασκάλοι, μεταφραστές. Άνοιξαν τάξεις, ξεκίνησαν τα παιδιά μαθήματα. Η Λάιλα έμαθε τις πρώτες λέξεις στα ελληνικά. Έλεγε «νερό» και «ευχαριστώ» και γελούσε κάθε φορά που ο δάσκαλος της έκανε λάθος στα αραβικά. Ο Ομάρ βρήκε δουλειά σε ένα εργαστήρι ξυλουργικής στην Αθήνα και, ύστερα από καιρό, η οικογένεια μεταφέρθηκε σε ένα μικρό διαμέρισμα στον Κεραμεικό. Δεν ήταν πατρίδα, αλλά ήταν μια αρχή.

Ένα βράδυ, πολύ καιρό μετά, η Λάιλα καθόταν στο περβάζι του νέου τους σπιτιού και κρατούσε ένα κομμάτι ψωμί. Δεν είχε θυμάρι, μα ήταν ζυμωμένο από τη Φάτιμα, με αγάπη. Και τότε, εκεί στην πόλη, μέσα στα φώτα και στους ήχους, ένα σπουργίτι προσγειώθηκε σιγά στο κάγκελο.

Η Λάιλα χαμογέλασε. Ήξερε πως ήταν άλλο πουλί, όμως δεν είχε σημασία. Κάτι μέσα της έλεγε πως θα μπορούσαν, κάποια μέρα, να ξαναγελάσουν χωρίς βάρος. Να ζήσουν χωρίς να φοβούνται αν το αύριο θα είναι χειρότερο από το σήμερα. Να χτίσουν, όχι να φεύγουν. Όχι πια. Γιατί η ελπίδα, όπως και το σπουργίτι, έρχεται αθόρυβα και μένει εκεί, όταν της αφήσεις χώρο.

Η νέα ζωή στην Αθήνα δεν ήταν εύκολη, αλλά ήταν μια όμορφη ζωή. Η Λάιλα άρχισε να πηγαίνει σε ελληνικό σχολείο. Στην αρχή ένιωθε σαν να περπατά σε ξένη γη, με λέξεις που δεν την ήξεραν και πρόσωπα που την κοιτούσαν με απορία. Όμως υπήρχε ένα κορίτσι, η Άννα, που της χαμογέλασε από την πρώτη μέρα. Δεν χρειάστηκε κοινή γλώσσα έφτασε μια ζωγραφιά με δύο σπίτια και έναν ήλιο στη μέση, για να αρχίσουν να μιλούν με μαρκαδόρους και μάτια.

Ο Σαΐντ, από την άλλη, ξαναβρήκε τη φωνή του. Ένας Έλληνας δάσκαλος, με υπομονή και γελαστά μάτια, του έδειξε πώς να φτιάχνει μικρά καράβια από χαρτί. Το πρώτο το έδωσε στη Λάιλα, το δεύτερο το άφησε να ταξιδέψει στο ρέμα δίπλα στο σχολείο, το τρίτο το κράτησε για όταν, όπως είπε, πάνε διακοπές. Για πρώτη φορά, μίλησε για το μέλλον.

Η Φάτιμα, σιωπηλή δύναμη της οικογένειας, βρήκε θέση σε έναν μικρό συνεταιρισμό που έφτιαχνε χειροποίητα σαπούνια και καλλυντικά. Της άρεσε η μυρωδιά της λεβάντας και της ρίγανης κάτι ελληνικό, αλλά όχι ξένο. Άρχισε να γελά ξανά, όταν γύριζε από τη δουλειά με τα χέρια της γεμάτα αφρό και με τα νέα της ημέρας. Ο Ομάρ, στο εργαστήρι ξυλουργικής, έμαθε λέξεις όπως «μέτρο», «κάρβουνο», «καδρόνι» και κάθε μέρα έφερνε στο σπίτι μικρά ξύλινα παιχνίδια ή ραφάκια για τον τοίχο. Το σπίτι γέμιζε σιγά σιγά. Όχι μόνο με αντικείμενα – με ρίζες.

Ένα απόγευμα, η Λάιλα κάθισε στην αυλή του σχολείου με την Άννα. Ο ήλιος έπεφτε πάνω στις σελίδες ενός τετραδίου που είχε γεμίσει με λέξεις ελληνικές και αραβικές, δίπλα-δίπλα. Έγραφε: «σπίτι», «ελπίδα », «μαμά», «όνειρο». Και κάτω από όλες αυτές, σχεδίασε ένα δέντρο. Δύο γλώσσες, δύο ρίζες, αλλά ο ίδιος κορμός.

«Τι είναι αυτό;» τη ρώτησε η Άννα.

«Εγώ», είπε η Λάιλα. «Και το αύριο.»

Και τότε κατάλαβε: η προσφυγιά δεν την είχε κάνει λιγότερο ολόκληρη την είχε κάνει πιο βαθιά. Πιο δυνατή. Έμαθε να κουβαλά τη Συρία στην καρδιά, την Ελλάδα στα χέρια, και το μέλλον στα μάτια της.

Κάπου στο βάθος, ένα σπουργίτι πέταξε πάνω απ’ το σχολείο και χάθηκε πίσω από τα δέντρα. Η Λάιλα το ακολούθησε με το βλέμμα. Δεν το χρειαζόταν πια να έρχεται κάθε μέρα. Είχε ήδη φωλιάσει μέσα της.



Μαρία Καραθανάση



Comments


bottom of page