Το ρόδο της Ανάστασης 🌿🌹
- ΜΙΝΑ ΜΠΟΥΛΕΚΟΥ
- May 13
- 4 min read

Ο ήλιος ξεπρόβαλλε αργά στον ορίζοντα, και οι πρώτες του αχτίδες, λεπτές σαν μεταξένια νήματα, γλιστρούσαν ανάμεσα απ’ τα πυκνά φυλλώματα, απλώνοντας μια απαλή, χρυσαφένια θαλπωρή πάνω στο δάσος.
Κάθε αχτίδα του άγγιζε το χώμα, κάθε φύλλο έτρεμε από χαρά, κάθε άνθος ανέδιδε έναν ουράνιο ψαλμό, κάθε σταγόνα πρωινής δροσιάς λαμπύριζε σαν δάκρυ χαράς.
Το φως χάιδευε τη γη με ευλάβεια, και ο Μάης την είχε σκεπάσει με το αόρατο πέπλο του, ντύνοντας τα πάντα με την ευωδιά του—παπαρούνες που ανάσαιναν τη ζεστασιά του ήλιου, θυμάρια γεμάτα μυστικές δεήσεις, πασχαλιές που σιγομουρμούριζαν στα κλαδιά τους τα μυστικά του ανέμου—όλα σε μια αέναη δοξολογία, έναν ύμνο της φύσης προς τον Δημιουργό.
Η Άρτεμις περπατούσε αργά, σαν να φοβόταν να διαταράξει τη σιγή του θαύματος.
Η ανάσα της συγχρονιζόταν με τη ροή των ρυακιών, που κελαρύζανε μέσα στις ρίζες σαν ψίθυροι της πρώτης πνοής του κόσμου.

Κάθε της βήμα την οδηγούσε πιο βαθιά — όχι μόνο στο δάσος, αλλά μέσα στην ίδια τη μήτρα της Άνοιξης.
Τότε τα είδε.
Μια αγκαλιά από άγρια ρόδα ξεδιπλωνόταν μπροστά της, σαν να είχαν μόλις αναδυθεί απ’ το ίδιο το φως. Δεν ήταν απλώς λουλούδια· ήταν καρδιές που ανασαίναν μνήμες, που χτυπούσαν δυνατά με τον παλμό ενός αθέατου θαύματος. Βαθυκόκκινα, φούξια, και στις άκρες χρυσά — σαν να κρατούσαν μέσα τους συμπυκνωμένη τη χαρά όλου του κόσμου. Οι μίσχοι τους υψώνονταν ψηλά, σαν χέρια που απλώνονταν σε προσευχή αναζητώντας ένα καθάριο ουρανό.
Η Άρτεμις στάθηκε με κομμένη την ανάσα. Μια ανατριχίλα την διαπέρασε, όχι από ψύχρα, αλλά από εκείνο το ανεξήγητο ρίγος που σε διαπερνά όταν συναντάς κάτι ιερό. Ένιωθε πως ο χρόνος είχε σταματήσει. Πως βρισκόταν μέσα σ’ έναν μικρό κόκκο αιωνιότητας.
— «Δεν είναι τα ρόδα που ανθίζουν», ακούστηκε πίσω της μια φωνή γαλήνια, βαθιά. «Είναι η ψυχή σου που βλέπει για πρώτη φορά.»
Γύρισε. Ένας γέροντας στεκόταν πίσω της, λουσμένος στο φως. Είχε γένια λευκά σαν δαντέλα πάχνης και μάτια που αντανακλούσαν τη γαλήνη του απέραντου ουρανού. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα ραβδί, στο άλλο ένα κλωνάρι λεβάντας.
— «Πώς... βρεθήκατε εδώ;» ψιθύρισε.
— «Εδώ μένω. Στην άκρη του φωτός. Στην καρδιά της Άνοιξης», είπε εκείνος και χαμογέλασε. «Κι εσύ... Ήρθες για ν’ ακούσεις.»
Η Άρτεμις έγνεψε σιωπηλά.
— «Να ακούσω τι;»
Ο γέροντας πλησίασε τα ρόδα και άγγιξε απαλά ένα από τα πέταλα.
— «Ότι τίποτα δεν είναι μάταιο. Πως η αγάπη, όταν ποτίζεται με υπομονή, καρποφορεί πάντα. Αυτή είναι η εποχή της Ανάστασης — όχι μόνο της φύσης, αλλά και της καρδιάς.»
Την οδήγησε σ’ ένα ξέφωτο. Εκεί, μια καλύβα μικρή σαν παραμύθι, στολισμένη με στεφάνια από δυόσμο, δεντρολίβανο και μαντζουράνα, έστεκε ταπεινή σαν παρεκκλήσι του δάσους. Από τα παράθυρά της κρέμονταν ματσάκια λεμονόχορτου σαν ζωντανά μενταγιόν.
Μέσα, της πρόσφερε ρόφημα από άνθη πορτοκαλιάς και μέλι, και η Άρτεμις το κράτησε σαν να φοβόταν πως θα λιώσει στα δάχτυλά της.
— «Ξέρεις γιατί ανθίζουν τόσο λαμπρά τα λουλούδια την άνοιξη;» τη ρώτησε, κοιτάζοντας έξω.
Εκείνη τον κοίταξε με απορία χωρίς να πει λέξη.
— «Γιατί δεν κουβαλούν πια φόβο. Δεν έχουν ανάγκη να κρυφτούν. Είναι γεμάτα φως. Και το φως... είναι η πιο μεγάλη αγάπη.»
Τα φύλλα έξω έψελναν σιγανά, σαν να κρατούσαν μια παλιά ανάμνηση. Το φως τα τύλιγε όλα με κατανόηση, σαν να ήξερε τα μυστικά τους.
— «Ο Μάης είναι Ευαγγέλιο χωρίς λέξεις», συνέχισε ο γέροντας. «Μια σιωπηλή Ανάσταση. Κάθε παπαρούνα είναι ψυχή που γύρισε από το σκοτάδι, κι η κάθε ανεμώνη κραυγή που σώπασε για ν’ ανθίσει.»
Η Άρτεμις ένιωσε το βλέμμα της να καθαρίζει, να γίνεται διάφανο. Κάτι που είχε ξεχάσει πως υπήρχε. Ήταν σαν να ξεδιπλωνόταν μια μνήμη αρχέγονη: της παιδικής πίστης, της πρώτης θαυμαστής Άνοιξης, της ελπίδας που δεν ζητά απόδειξη.
Καθώς έφευγε, ο γέροντας της άπλωσε ένα κοχύλι. Πάνω του, μια χαραγμένη γραμμή έμοιαζε με φλόγα.
— «Κράτησέ το», της είπε. «Όταν το βάζεις στ’ αυτί, θα ακούς τον ήχο της αγάπης — της μόνης άνοιξης που δεν μαραίνεται.»
Και της έδωσε μια ευχή:
Η Άνοιξη να ανθίζει μέσα σου,
σαν ρόδο που δεν φοβάται το σκοτάδι.
Το φως της Αγάπης να γεμίζει την ψυχή σου,
και κάθε σου μέρα να είναι μία Νέα Αρχή.
Η Άρτεμις απομακρύνθηκε με βήματα αργά, σχεδόν τελετουργικά σαν να είχε γίνει κι η ίδια μέρος της άνοιξης, σ’ ένα τόπο που δεν ήταν πια απλώς ένα θαλερό δάσος — αλλά μια καρδιά που ξαναγεννήθηκε. Το σώμα της κινούνταν σαν φύλλο που παραδίνεται στον άνεμο, σαν πέταλο που πάλλεται από φως, σαν ανάσα που ενώνεται με το άπειρο. Μέσα της είχε ριζώσει ένα ρόδο — μυστικό, άχρονο, που άνθιζε σιωπηλά μες στο φως.
Και σιγοτραγουδούσε, ένα ποίημα που της γεννήθηκε στο δρόμο της επιστροφής:
🌸 Λουλούδι της Καρδιάς 🌸
Ένα λουλούδι φύεται σιωπηλά,
ούτε στον κήπο, μήτε στη γη γόνιμη·
Μα στην καρδιά που σιγά,
όταν μιλούν τα άρρητα της ψυχής.
Μην ψάχνεις την Άνοιξη στα λιβάδια,
εκείνη κρύβεται στο βλέμμα που συντροφεύει τη σιωπή,
σαν προσευχή που μένει ανεξίτηλη,
και στην αγάπη που αφέθηκε,
σαν άνεμος που αγκαλιάζει την καρδιά του κόσμου.
Και χαμογέλασε.
Γιατί ήξερε πια: Πως η Άνοιξη δεν έρχεται αλλά κατοικεί εντός μας!
© By Mina Boulekou
Comentários