Στις άηχες ακτές της αφάνειας, ένα ποίημα κείτεται ρακένδυτο.
Ξέπνοο και παρατημένο...
Με το βλέμμα σχεδόν σβησμένο μάταια εκλιπαρεί ένα χέρι να πιαστεί.
Κάτι προσπαθεί να αρθρώσει με παράπονο, μα η ανάσα σου ανεβοκατεβαίνει βαριά.
Οι περαστικοί βιαστικοί και αδιάφοροι το αποτελειώνουν με υποχθόνιο ύφος και ειρωνική ματιά.
Η ελεεινή και παρείσακτη μορφή του, τους τρομάζει.
Ενδόμυχα, τους θυμίζει το καμουφλαρισμένο τους είδωλο.
Η μόνη τους ελπίδα, οι σκορπισμένες λέξεις που παρέμειναν χωρίς παλμό...
Χωρίς αισθήσεις.
Νεκρές κι αυτές επιπλέουν στης αλήθειας το ναυάγιο. Εξουδετερωμένες από τα ίδια στόματα που κάποτε τις δαφνοστεφάνωναν με ολόχρυσες περγαμηνές.
Η δική μου ψυχή παραμένει άφαντη. Ψάχνει απεγνωσμένη μια διέξοδο απ’ το δικό σου ναυάγιο.
Και ‘γω αναρωτιέμαι πως να σου γράψω χωρίς λέξεις...
Χωρίς ψυχή...
Να επιπλέω πάνω σ’ ένα ρακένδυτο, ξεχασμένο, παρατημένο ποίημα και πάνω στην καταδικασμένη του σιωπή να χαράσσω με βαριά ανάσα, πως το μόνο μου παράπονο είσαι μόνο εσύ...
Συγγραφέας
Γιαννούλα Άδωνη
Commenti