Ο παγωμένος άνεμος σφύριζε καθώς το ταξί ταξίδευε μέσα από το δάσος. Ο Γρηγόρης κοίταξε έξω από το παράθυρο με ανάμεικτα συναισθήματα.
Είχε ακούσει τόσα για το «Πανδοχείο των Χαμένων Ψυχών», που λειτουργούσε μόνο για τις δύο εβδομάδες των Χριστουγέννων.
Η ατμόσφαιρά του ήταν θρυλική: φωτισμένα τζάκια, αχνιστές κούπες με ζεστό κρασί και… φαντάσματα. Φήμες έλεγαν ότι όσοι είχαν μείνει εκεί, είχαν δει περίεργες σκιές και άκουγαν ψιθύρους στις σκοτεινές γωνιές του κτιρίου.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στο επιβλητικό κτίσμα.
Η πρόσοψη του πανδοχείου ήταν καλυμμένη με χιόνι, ενώ από τα παράθυρα φαινόταν μια χρυσή λάμψη. Η επιγραφή κρεμόταν ελαφρώς στραβά: «Πανδοχείο των Χαμένων Ψυχών».
«Έφτασες», είπε ο οδηγός με μια δόση ανησυχίας. «Πρόσεχε εκεί μέσα...»
Ο Γρηγόρης τον κοίταξε με απορία, αλλά δεν είπε τίποτα.
Κατέβηκε και μπήκε στο πανδοχείο, κουβαλώντας μια μικρή βαλίτσα.
Η σάλα ήταν γεμάτη ζεστασιά και χαρούμενες φωνές.
Ένα μεγάλο δέντρο, στολισμένο με παλιά γυάλινα στολίδια, στεκόταν στη γωνία.
Η ιδιοκτήτρια, η κα Τερέζα, μια γυναίκα γύρω στα εξήντα με αυστηρό βλέμμα, τον υποδέχτηκε χαμογελώντας.
«Καλώς ήρθατε στο σπίτι μας», είπε εκείνη. «Ελπίζω να απολαύσετε τη διαμονή σας».
Ο Γρηγόρης πήρε το κλειδί του δωματίου και ανέβηκε την παλιά ξύλινη σκάλα.
Το δωμάτιό του ήταν μικρό, αλλά φιλόξενο.
Άφησε τη βαλίτσα του και κατέβηκε για να γνωρίσει τους υπόλοιπους επισκέπτες.
Το δείπνο ήταν πλούσιο και η παρέα ζωντανή.
Ανάμεσα στους επισκέπτες ήταν η Άννα, μια νεαρή φωτογράφος που κυνηγούσε αστικούς μύθους, ο κύριος Δούκας, ένας απόμακρος ηλικιωμένος, και ο Πέτρος, ένας δάσκαλος που φαινόταν να λατρεύει τις ιστορίες φαντασμάτων.
«Ξέρεις ότι το πανδοχείο είναι στοιχειωμένο, έτσι δεν είναι;» είπε ο Πέτρος με πονηρό χαμόγελο, ρίχνοντας μια ματιά γύρω του.
«Το έχω ακούσει», απάντησε ο Γρηγόρης. «Όμως, μάλλον είναι απλώς το πνεύμα των Χριστουγέννων».
«Ελπίζω να έχεις δίκιο», ψιθύρισε η Άννα και γύρισε να κοιτάξει το παράθυρο.
Το τζάμι θάμπωνε από τη ζεστή ανάσα της.
Όμως, το βράδυ δεν κύλησε ήρεμα. Ένας παράξενος ήχος ακούστηκε γύρω στα μεσάνυχτα, σαν κάποιος να σέρνει τα πόδια του στο πάτωμα.
Ο Γρηγόρης σηκώθηκε και κοίταξε έξω από το δωμάτιό του.
Ο διάδρομος ήταν σκοτεινός, αλλά μια φιγούρα φάνηκε να γλιστρά προς το τέλος του, πριν εξαφανιστεί.
Το πρωί, η κα Τερέζα ανακοίνωσε με τρεμάμενη φωνή: «Ο κύριος Δούκας… εξαφανίστηκε. Το κρεβάτι του είναι άθικτο».
Η σάλα γέμισε ανήσυχες ψιθυριστές φωνές. Ο Γρηγόρης ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι.
Ήξερε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ίσως δεν ήταν απλώς το «πνεύμα των Χριστουγέννων».
«Πρέπει να ψάξουμε το πανδοχείο», είπε αποφασιστικά.
Η Άννα και ο Πέτρος συμφώνησαν και ξεκίνησαν μαζί του να εξερευνούν το κτίριο.
Καθώς κατέβαιναν στο υπόγειο, η θερμοκρασία έπεφτε απότομα.
Μια μυρωδιά υγρασίας και κλεισούρας κυριαρχούσε.
Ο Γρηγόρης φώτισε με τον φακό του τις σκοτεινές γωνιές, μέχρι που το φως έπεσε πάνω σε κάτι παράξενο: μια κλειστή πόρτα, καλυμμένη με χαραγμένα σύμβολα.
«Αυτό δεν είναι φυσιολογικό», ψιθύρισε η Άννα και σήκωσε τη φωτογραφική της μηχανή.
Ο Γρηγόρης γύρισε το χερούλι, και η πόρτα άνοιξε αθόρυβα.
Το δωμάτιο που αποκαλύφθηκε ήταν παγωμένο και έμοιαζε σαν να είχε παγιδευτεί στον χρόνο.
Στο κέντρο, μια μορφή με παλιό σακάκι καθόταν ακίνητη.
Ήταν ο κύριος Δούκας, με το βλέμμα του να είναι απλανές.
Πριν προλάβουν να πλησιάσουν, μια ψυχρή ομίχλη άρχισε να αναδύεται από το πάτωμα.
Από μέσα της ξεπρόβαλαν σκιές, φαντάσματα με παραμορφωμένα πρόσωπα.
«Μας πήραν… και τώρα θέλουν και άλλους», ψιθύρισε ο κύριος Δούκας, πριν η μορφή του διαλυθεί σαν καπνός.
Ο Γρηγόρης ένιωσε τον φόβο να τον παραλύει, αλλά μια σκέψη τον διαπέρασε: έπρεπε να κλείσουν την πόρτα, να σταματήσουν τη ροή των ψυχών.
«Γρήγορα!» φώναξε, και όλοι μαζί έσπρωξαν την πόρτα μέχρι που ακούστηκε ένα βαρύ «κλικ».
Η ομίχλη διαλύθηκε και η θερμοκρασία επανήλθε. Ο κύριος Δούκας είχε χαθεί, αλλά το πανδοχείο ήταν ξανά ήσυχο.
Την επόμενη μέρα, οι επισκέπτες έφυγαν σιωπηλοί. Η κα Τερέζα ευχαρίστησε τον Γρηγόρη, με μάτια βουρκωμένα.
«Ίσως τώρα η κατάρα να έφυγε», είπε.
Ο Γρηγόρης έριξε μια τελευταία ματιά στο πανδοχείο που έλαμπε στο χιόνι. Το μυστήριο είχε λυθεί, αλλά η αλήθεια θα παρέμενε πάντα μια σκοτεινή ιστορία για τις νύχτες των Χριστουγέννων.
Καθώς ο Γρηγόρης απομακρυνόταν από το πανδοχείο, η εικόνα του επιβλητικού κτιρίου χάθηκε πίσω από τις σκιές των δέντρων. Ένα αίσθημα ανακούφισης τον διαπερνούσε, αλλά μια λεπτή φωνή στην άκρη του μυαλού του τον προειδοποιούσε ότι ίσως η κατάρα δεν είχε τελειώσει οριστικά. Οι φήμες και οι θρύλοι είχαν ρίζες βαθιές σαν τους γέρικους κορμούς του δάσους.
Στο πίσω κάθισμα του ταξί, η Άννα κοιτούσε τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει με ανήσυχο βλέμμα. «Δεν ξέρω αν πρέπει να δημοσιεύσω τίποτα από αυτά», είπε σιγανά. «Αν μάθουν οι άνθρωποι την αλήθεια, ίσως να μην ξαναπατήσει κανείς εκεί. Και η κα Τερέζα… θα χάσει τα πάντα».
«Ίσως είναι καλύτερα να μείνει μυστικό», συμφώνησε ο Γρηγόρης. «Μερικές φορές, κάποια μυστήρια πρέπει να παραμένουν άλυτα».
Το ταξί τους άφησε στον κοντινότερο σταθμό τρένου. Η πόλη έλαμπε γιορτινά, με φώτα και στολίδια να γεμίζουν κάθε δρόμο και σοκάκι. Ο κόσμος έμοιαζε να ζει στη δική του ευτυχισμένη πραγματικότητα, εντελώς ανυποψίαστος για τα σκοτάδια που καραδοκούσαν μόλις λίγα χιλιόμετρα μακριά, στο παλιό εκείνο πανδοχείο.
****
Η κα Τερέζα έμεινε μόνη στη σάλα του πανδοχείου, τα χέρια της τυλιγμένα γύρω από μια κούπα με ζεστό κρασί. Η φωτιά στο τζάκι έτριζε απαλά, αλλά το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στο παράθυρο. Σαν να περίμενε κάτι... ή κάποιον.
Ένα απαλό ρεύμα αέρα έκανε τη φλόγα να τρεμοπαίξει. Μια αμυδρή σκιά φάνηκε για μια στιγμή στον καθρέφτη πάνω από το τζάκι. Ήταν η φιγούρα ενός άντρα με παλιό σακάκι, που έμοιαζε γνώριμη. Ο κύριος Δούκας.
«Τερέζα…» ψιθύρισε η φωνή, σχεδόν σαν να ήταν μέσα στο μυαλό της.
Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. «Συγχώρεσέ με», ψιθύρισε κι εκείνη. «Δεν ήξερα… δεν ήξερα πώς να σας σώσω».
Η σκιά χαμογέλασε πικρά πριν διαλυθεί. Η φωτιά στο τζάκι αναπήδησε για μια τελευταία φορά και μετά ηρεμία απλώθηκε ξανά στο δωμάτιο.
****
Ο Γρηγόρης πέρασε το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων στο σπίτι του, προσπαθώντας να ξεχάσει. Όμως, το πανδοχείο είχε αφήσει το σημάδι του. Το μυαλό του γύριζε ξανά και ξανά στο υπόγειο, στη βαριά πόρτα με τα σύμβολα, στη διαπεραστική ψύχρα που είχε νιώσει.
Κάποια στιγμή, το κουδούνι της πόρτας χτύπησε. Πετάχτηκε ξαφνιασμένος και κοίταξε το ρολόι. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Ποιος να ήταν τέτοια ώρα;
Άνοιξε την πόρτα και δεν είδε κανέναν. Μόνο το κρύο και το σκοτάδι. Ένα μικρό πακέτο ήταν ακουμπισμένο στο κατώφλι. Το πήρε στα χέρια του και το άνοιξε προσεκτικά. Μέσα βρήκε ένα μικρό, παλιό στολίδι: μια γυάλινη σφαίρα που μέσα της υπήρχε μια μινιατούρα του πανδοχείου.
Το κοίταξε απορημένος και τότε είδε κάτι που τον έκανε να παγώσει. Μέσα στη σφαίρα, μια μικροσκοπική σκιά φαινόταν πίσω από ένα παράθυρο του πανδοχείου. Σαν κάποιος να τον κοιτούσε.
Η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά. Ένα αεράκι τον χάιδεψε, ψιθυρίζοντας λέξεις που μόλις και μετά βίας μπορούσε να ξεχωρίσει.
«Η ιστορία δεν τελειώνει ποτέ…»
Τότε κατάλαβε. Το πανδοχείο μπορεί να είχε σωθεί προσωρινά, αλλά τα πνεύματα δεν είχαν ησυχάσει. Κάθε χρόνο, την ίδια εποχή, θα γύριζαν για να αναζητήσουν λύτρωση.
Και εκείνος; Ήταν πια μέρος αυτής της ιστορίας.
ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΞΥΨΙΤΗ
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Comments