Όλα άλλαζαν στο παλιό αρχοντικό καθώς τα χρόνια κυλούσαν, έπιπλα, χρώματα, άνθρωποι, χέρια. Μόνο το εβένινο ρολόι παρέμενε καρφωμένο στον ανήλιαγο τοίχο του σαλονιού. Κειμήλιο, μεγάλης αξίας, τετρακοσίων χρόνων.
Οι χρυσοί δείκτες του σημάδευαν με τη σειρά τους λατινικούς αριθμούς και οι σκαλιστές του λεπτομέρειες το τοποθετούσαν ανάμεσα στα πλέον ακριβότερα έργα τέχνης.
Άξιο θαυμασμού και αναγνώρισης, αναπόσπαστο τμήμα της οικίας, καταδικασμένο όμως να παραμένει στην περίοπτη του θέση ολομόναχο. Ήταν η μόνη ρήτρα που συνόδευε τη διαθήκη του προκατόχου του για κάθε μετέπειτα κληρονόμο και η δική του καταδίκη στη μοναξιά.
Ένα ωραίο αντικείμενο που έπρεπε να προσέχουν και που κανείς δεν πρόσεχε ωστόσο.
Στεκόταν, το κοιτούσαν μια στιγμή και προσπερνούσαν.
Χωρίς επαφή, χωρίς οικειότητα, απρόσωπα.
Ο χρόνος κυλούσε διαφορετικά γι’ αυτό απ’ ότι για τα μάτια που το κοιτούσαν.
Κολλημένο στο ίδιο σημείο, ακίνητο, εγκλωβισμένο.
Πέρασαν κι έφυγαν πολλές οικογένειες από τα πατώματα του σπιτιού, από μπροστά του.
Η ζωή διαδεχόταν τον θάνατο, η συντροφικότητα τη μοναξιά και πάλι απ’ την αρχή.
Το παλιό ρολόι έστεκε αγέρωχο στους άλλοτε φρεσκοβαμμένους τοίχους κι άλλοτε ξεφτισμένους απ’ την εγκατάλειψη.
Παρατηρητής σε χαρές και λύπες των διαβατάρικων ανθρώπων.
Είχε κουραστεί να είναι πολύτιμο, είχε βαρεθεί να είναι αόρατο.
Πόσο άραγε θα ζούσε δίχως σκοπό απλώς και μόνο μετρώντας χτύπους. Χτύπους όμοιους με τους παλμούς της καρδιάς, μιας καρδιάς που η φύση κάποτε θέλει να σταματά και να γνωρίζει κάτι διαφορετικό, μα εκείνο θα συνέχιζε το δικό του ατελείωτο, μονότονο τέμπο, κρεμασμένο σ’ έναν τοίχο του παλιού αρχοντικού.
Comments