top of page

ΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ

Χρυσίζει το δειλινό τη λίμνη.

Των δέντρων οι κορμοστασιές λυγούν,

άλλοι νάρκισσοι βουτούν στα νερά και χαμογελώντας χάνονται μέσα της.


Τα νούφαρα αγκιστρώνουν τις ρίζες στον πυθμένα,

ευάλωτα στην ομορφιά.

Η αγάπη μαζί μου, δίπλα μου,

σιωπή για δύο στο άδειο παγκάκι.

Κάμαρη άχτιστη, καταφύγιο του πάρκου.


Σεργιάνι των "θυμάμαι", στο όνειρο.

Δύναμη των "ξεχνώ", αδύναμη.

Μπαλώνει ένα μακρυμάνικο πουκάμισο,

τα χέρια μου ντύνει και μοιρολογά.

Πάλλευκα αστέρια της Βηθλεέμ πέφτουν στην ποδιά της.


Κάνει χειμώνα σαν σκοτεινιάζει.

Άστεγη αγάπη μου...

Έτσι η μοίρα σου γραμμένη,

καταιγίδα ψυχής, βροχής, σιωπής.

Αγριεμένα άτια των ματιών μου,

τα όνειρα κινήσετε κι απόψε.


Να λάμπουν στο νερό Φλεβάρη καλοκαίρι,

να πνίγονται στο χιόνι Αυγούστου μεσημέρι.

Φαντάσου, φως μου, όνειρο...


Μία φεγγαροκλωστή,

ν' ακουμπά της λίμνης την καρδιά.

Της λίμνης της χρυσής.

Να κρέμονται τ' αστέρια,

να παραπατούν,

να πέφτουν κίτρινες ίριδες,

σαν δάκρυα της Παναγιάς,

πάπλωμα στο κορμί σου, αγάπη μου,

λαθραίο σκέπασμα εξ ουρανού.


Έλα, σκούπισε το μοιρολόι, σκεπάσου.

Ν' αποκοιμηθώ.

Να ξεκουράσω το όνειρό μας.

Αύριο πρωί θα παρελάσουν οι καρναβαλιστές.

Κάτω από τα χαμόγελά τους

θα περάσουν χειροπέδες στ' αγριολούλουδα,

στα κλεφτά προσπαθώ, όσα μπορώ,

να ελευθερώσω απόψε.


Αύριο ετοιμάσου να λύσουμε την κραυγή της αρκούδας.

Τη σφίγγει η αλυσίδα.

Τον χαλκά της να ρίξουμε στα νερά.

Ν' αστράφτει ο ήλιος στον βυθό,

να λαμποκοπά από μέσα του τη μέρα,

απάγκιο και σχήμα να βρίσκει τη νύχτα το φεγγάρι.


Αύριο άκουσα θα έχει ήλιο ζεστό.

Ντυμένοι τόσες μάσκες,

αβάσταχτο το κρύο.

Αύριο πρωί θα παρελάσουν οι καρναβαλιστές.

Στο κατόπι τους μία αλκυόνη,

φίλη παλιά,

σαν γαλάζιο βέλος, μου είπε, θα φανεί.


Στα κρυφά.

Σκεπάσου.

Θα σε ξυπνήσω μ' άρωμα αγιόκλημα,

"μη με λησμόνει" για το χρώμα,

να σ' έχουνε μια αγκαλιά, σφιχτή,

ακριβή, από του Δούναβη τις μακρινές τις όχθες.


Σκεπάσου.

Θα σηκωθώ πριν την αυγή, αγάπη μου,

μνήμες, αισθήματα, άνθη, φιλιά, πουλιά, νερά,

όλα θα τα ξυπνήσω,

ωσάν στεφάνι πρώιμου Μαγιού

ημέρες όμορφες για σένα θα τα ντύσω.


Αλκυονίδες πάντα θα τις λέμε.

Αύριο το πρωί θα παρελάσουν οι καρναβαλιστές,

με νταούλια και ντέφια.

Ντυμένοι τόσες μάσκες,

κάνει αφόρητη σιωπή,

αβάσταχτο το κρύο.


Εσύ, να τους καλοδεχτείς,

ήλιο που σου χάρισα να τους χαρίσεις,

την αλκυόνη μοναχά μη μου τη μαρτυρήσεις.

Κοιμήσου, αγάπη μου.

Φτερά ζωγραφίζω στα ξύλα,

νανουρίζω ένα άυπνο ποίημα,

κοχύλια κερνώ τη λίμνη,

θάλασσα να γευτεί.


Την Καλλιστώ καλώ και τον Αρκά,

σ' έναν ορίζοντα να σμίξουν,

μέλι αφήνω,

προσευχή,

ψάρια για φίλεμα,

των άρκτων τους μήπως κι εγώ ονειρευτώ τη δύση.

Πώς το χωρά ο ουρανός τόσο αντίκρυ;

Μουρμουρίζω ένα απόβραδο τραγούδι,

βρυχηθμό βουβό,

το στολίζω χαρά,

μα μου τη δίνει πίσω.


Σαν φως.

Σαν δυνατό φως.

Κοιμήσου, αγάπη μου,

θα σκεπαστώ τώρα δίπλα σου.

Παντοτινά αντίκρυ σου,

ξύπνημα πρωινό από χειμέριο ύπνο.


...

Σοφία Π. Σαμόλη

Συλλογή: "Ωδή και Δρόμοι"


Εκδόσεις Ανάτυπο

Comments


bottom of page