top of page

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΓΕΦΥΡΑΣ

Μαριλένα Ξυψιτή
Μαριλένα Ξυψιτή

Η ομίχλη απλωνόταν βαριά πάνω από την παλιά γέφυρα λίγο έξω από το χωριό.

Ο ποταμός από κάτω κυλούσε σκοτεινός, αθόρυβος, λες και γνώριζε κι αυτός το μυστικό που βάραινε τη γη γύρω του.


Οι κάτοικοι στο χωριό μιλούσαν ψιθυριστά για εκείνη τη γέφυρα. Έλεγαν πως, αν τολμούσες να τη διασχίσεις μετά τα μεσάνυχτα, θα άκουγες φωνές από το παρελθόν, ψυχές παγιδευμένες ανάμεσα στους κόσμους.

Φωνές που ψάχνουν δικαίωση, εκδίκηση… ή ένα νέο θύμα.


Η Έλλη στεκόταν μπροστά στο πατρικό της σπίτι, το οποίο είχε να επισκεφθεί εδώ και δέκα ολόκληρα χρόνια.

Τα παράθυρα ήταν καλυμμένα με σκόνη, η αυλή χορταριασμένη... Όμως, το μεγαλύτερο φάντασμα αυτού του σπιτιού δεν ήταν η εγκατάλειψη...

Ήταν η ανάμνηση της Άννας, της αδερφής της, που είχε χαθεί εκείνο το μοιραίο βράδυ.


Κανείς δεν ήξερε τι της είχε συμβεί. Την είχαν δει τελευταία φορά να περπατάει μόνη της προς τη γέφυρα και από τότε… τίποτα.

Ούτε σώμα, ούτε ίχνη, μόνο υποψίες, ψίθυροι και φόβος.


Η Έλλη είχε ορκιστεί πως δεν θα γύριζε ποτέ. Μα κάτι μέσα της, ένα ανεξήγητο ένστικτο, την καλούσε πίσω. Έπρεπε να μάθει.


Το καμπανάκι της πόρτας αντήχησε καθώς η Έλλη μπήκε στο παλιό καφενείο του χωριού.

Ο χώρος ήταν ίδιος με αυτόν που θυμόταν, οσμή καμένου καφέ, τσιγάρο, φτηνό ξύλο και το σιγανό μουρμουρητό των θαμώνων.


Μόλις την είδαν, έπεσε απόλυτη σιωπή.

Τα πρόσωπα στράφηκαν προς το μέρος της, κάποια γεμάτα ενοχή, άλλα με φόβο.

Κανείς δεν ήθελε να μιλήσει. Μόνο ένας άντρας, ηλικιωμένος, με σκυφτούς ώμους και βαθιές ρυτίδες, σηκώθηκε αργά και πλησίασε.


Ήταν ο κύριος Νικόλας, από τους παλαιότερους κατοίκους του χωριού.

«Να μη σε βγάλει ο δρόμος σου προς τη γέφυρα, κορίτσι μου,» είπε χαμηλόφωνα.


Η Έλλη ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι της. «Γιατί;» ρώτησε.

Ο γέρος έσκυψε το κεφάλι. «Η Άννα… δεν χάθηκε,» είπε με μια φωνή σχεδόν ψιθυριστή. «Την πήραν».


Η Έλλη ανατρίχιασε. «Ποιοι;» ψιθύρισε.

Αλλά ο ηλικιωμένος άντρας δεν απάντησε.

Γύρισε την πλάτη του και βγήκε από το καφενείο, αφήνοντάς την μόνη, με το μυαλό της γεμάτο ερωτήματα.




Η ομίχλη συνέχιζε να σκεπάζει το ποτάμι. Η Έλλη στάθηκε στην άκρη της γέφυρας, κοιτάζοντας το σκοτεινό νερό από κάτω. Ο αέρας ήταν ψυχρός, παράξενα αθόρυβος, σαν να κρατούσε την ανάσα του.


Μεσάνυχτα ακριβώς.


Έκανε ένα βήμα πάνω στη γέφυρα. Οι παλιές πέτρες που πατούσε ήταν γλυστηρές.


Και τότε, το άκουσε.


Μια φωνή.


«Έλλη…»


Πάγωσε. Ήταν η φωνή της Άννας!


Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Έκανε ένα βήμα ακόμα. Κάτι κρύο άγγιξε τον ώμο της.

Η Έλλη στράφηκε απότομα.


Μια γυναικεία φιγούρα στεκόταν λίγα βήματα πιο πέρα. Χλωμή, με άδεια μάτια, μαλλιά βρεγμένα, σαν να είχε βγει μόλις από το ποτάμι. Η φωνή της ήταν ψιθυριστή, σχεδόν ικετευτική.


«Μην το κάνεις. Μην κοιτάξεις κάτω».


Η Έλλη ένιωσε τον φόβο να της σφίγγει το στήθος. Αλλά δεν υπάκουσε. Γύρισε το βλέμμα της προς το νερό. Και τότε, όλα σκοτείνιασαν.


Ξύπνησε δεμένη σε μια παλιά ξύλινη καρέκλα σε ένα υπόγειο.

Οι τοίχοι γύρω της ήταν πέτρινοι, γεμάτοι χαραγμένα σύμβολα. Ο αέρας μύριζε μούχλα και κερί.


Μπροστά της, ένας άντρας στεκόταν με μια κουκούλα. Χαμογελούσε.


«Πάντα ήσουν περίεργη, Έλλη» είπε.


Τότε, εκείνη κατάλαβε. Ήταν ο παλιός μάγος του χωριού.

Και το χωριό… είχε ένα μυστικό.


Κάθε δέκα χρόνια, κάποιος έπρεπε να θυσιαστεί. Για να κρατήσουν το κακό μακριά.


Η Άννα… ήταν το προηγούμενο θύμα.


Και τώρα, ήταν η σειρά της.


Αλλά η Άννα δεν είχε χαθεί. Ήταν εκεί. Σκιώδης. Άυλη. Αλλά πιο δυνατή από ποτέ.


Ένα ουρλιαχτό γέμισε το υπόγειο. Οι πέτρες άρχισαν να τρέμουν.

Ο μάγος ούρλιαξε, καθώς κάτι αόρατο τον άρπαξε και τον έσυρε στο σκοτάδι.


Η Έλλη έτρεξε.


Βγήκε από το υπόγειο λαχανιασμένη.

Η γέφυρα…

άρχισε να καταρρέει.

Οι παλιές πέτρες έπεφταν στο ποτάμι, το νερό αναβράζονταν σαν κάτι από κάτω να ξυπνούσε.


Καθώς έτρεχε, άκουσε τον τελευταίο ψίθυρο στον αέρα.

«Θα επιστρέψουμε…»


Και τότε, η γέφυρα χάθηκε.

Και μαζί της, το μυστικό που είχε στοιχειώσει το χωριό για αιώνες.



Μαριλένα Ξυψιτή

Commenti


bottom of page