Το φθινόπωρο μόλις λίγο κρύωνε ο καιρός,όλα τα παιδιά μαζεύονταν στο μικρό ραφείο της πλατείας του χωριού.
Ο κυρ-Λευτέρης ο ράφτης μεγάλος σε ηλικία χαιρόταν που τους είχε εκεί γιατί ήταν η ώρα που αγαπούσε.
Αγαπούσε να τους λέει ιστορίες για πόλεις μακρινές,για κάστρα και βασιλοπούλες,για δράκους και στοιχεία.

Και τα παιδιά όμως τον αγαπούσαν γιατί το μαγαζί του ήταν γεμάτο από "θησαυρούς" όπως το αποκαλούσαν.
Κλωστές και κουμπιά,παγιέτες και μανικετόκουμπα, μια μηχανή που έραβε και πολλά άλλα υφάσματα.
Ελάτε, ελάτε φώναξε.
Απόψε θα σας πω μια ιστορία.
Μια ιστορία που πρωταγωνιστεί
ένα μικρό βελόνι.
Τα παιδιά μαζεύτηκαν γύρω από την σόμπα και γεμάτα ανυπομονησία περίμεναν τον κυρ-Λευτέρη να τους εξιστορήσει την σημερινή ιστορία.
Λοιπόν... καλά μου παιδιά,
Ήταν μια φορά κι έναν καιρό μια πολύ όμορφη κοπέλα.
Οι γονείς της είχαν σκοτωθεί στον πόλεμο κι εκείνη την μεγάλωσαν κάποιοι συγγενείς όπου όταν έφτασε σε ηλικία γάμου την έδιωξαν από το σπίτι που διέμενε χωρίς να της δώσουν τίποτα άλλο παρά μόνο ένα παλιό μικρό σκουριασμένο βελόνι.
Η κοπέλα από τα πλούτη όπου βρισκόταν βρέθηκε στον δρόμο δίχως κανένας να νοιάζεται για εκείνη.
Μοναδική της περιουσία ήταν το μικρό σκουριασμένο βελόνι της.
Περπατούσε μέρες και νύχτες ολόκληρες μέχρι να βρει ένα μέρος να κοιμηθεί και λίγο τροφή.
Όλοι της είχαν γυρίσει την πλάτη.
Κανένας δεν άνοιγε την πόρτα του για να την βοηθήσει.
Η κοπέλα που λέτε παιδιά μου βρήκε μια σπηλιά πολύ μακριά από τον τόπο που την φιλοξένησε.
Και αποφάσισε να μείνει εκεί.
Οι μέρες που λέτε περνούσαν μέχρι που έφτασε στα αυτιά ότι ο βασιλιάς της χώρας καλούσε όλες τις ελεύθερες κοπέλες σε χορό με σκοπό να διαλέξει την πιο όμορφη για να την παντρευτεί.
Θα πάω κι εγώ σκέφτηκε...
Όμως πως θα πήγαινε έτσι όπως ήταν;
Τότε έβαλε το χέρι της μέσα στην τσέπη και το βελόνι την τρύπησε.
Αουτς!
Ακούστηκε μια κραυγή.
Τι να σε κάνω κι εσένα παλιό βελόνι είπε..
Θα σε πετάξω να ησυχάσω.
Έτσι κι έκανε.
Το βράδυ λοιπόν που ξάπλωσε
στην σπηλιά να κοιμηθεί είδε μια παράξενη λάμψη.
Έλσα παιδί μου ...
Έλσα παιδί μου άνοιξε τα μάτια σου.
Είμαι η νεράιδα που έχει παγιδευτεί μέσα στο βελόνι.
Η Έλσα άνοιξε να μάτια της και δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε.
-Είμαι εδώ για να σε βοηθήσω.
-Πως ξέρεις το όνομα μου είπε.
-Με κουβαλάς τόσα χρόνια μαζί σου έχουμε ταξιδέψει τόσα χιλιόμετρα φυσικά και σε γνωρίζω.
Λοιπόν είμαι εδώ για να σε βοηθήσω όπως σου είπα και πιο πριν θα πας στο χορό και θα γίνεις η νέα βασίλισσα της είπε.
-Μα πως θα γίνει αυτό είμαι τόσο βρώμικη αναστέναξε η Έλσα.
Η νεράιδα έκανε μια κίνηση και αμέσως η Έλσα φορούσε καθαρά όμορφα ρούχα, είχε όμορφο χτένισμα στα μαλλιά φορούσε τα πιο ακριβά κοσμήματα και παπούτσια.
Δεν πίστευε στα μάτια της.
-Ω! Σε ευχαριστώ πολύ είπε.
Όμως εγώ δεν έχω τίποτα να σου προσφέρω καλή μου νεράιδα.
Δεν θέλω τίποτα παρά μόνο μια υπόσχεση ότι δεν θα αφήσεις καμία να σου πάρει την θέση.
Αυτά είπε και χάθηκε.
Η Έλσα ξεκίνησε να πάει που λέτε παιδιά μου στο χώρο.
Όταν έφτασε εκεί είδε κόσμο με ρούχα όμορφα, μεγαλοπρέπεια και πλούτη.
Ο βασιλιάς μόλις την είδε θαμπώθηκε από την ομορφιά της και πήγε να την υποδεχθεί.
-Καλώς ήρθατε στον πύργο μου της είπε.
Πώς λέγεστε;
-Έλσα μεγαλειότατε.
-Θα μου χαρίσετε αυτό το χορό;
Βεβαίως αποκρίθηκε.
Λοιπόν....
Χόρευαν όλη την νύχτα.
Τα βλέμματα των αυλικών ήτο στραμμένα επάνω τους.
Όταν το ρολόι χτύπησε τέσσερις το ξημέρωμα η κοπέλα είπε ότι έπρεπε να φύγει.
-Μα πως ;
Γιατί;
Πώς θα σας ξαναβρώ;
-Πρέπει να φύγω δεν μπορώ να μείνω άλλο.
Αυτό είπε και εξαφανίστηκε.
Ο Βασιλιάς λυπήθηκε και την επόμενη μέρα έστειλε παντού τους άντρες του να την βρουν.
Έψαχναν μέρες και νύχτες ολόκληρες μα τίποτα κανένα σημάδι.
-Βασιλιά;
Βασιλιά βρήκα στην αίθουσα χορού αυτό το αντικείμενο,
ειπε η υπηρέτρια.
Ο Βασιλιάς είδε το μικρό σκουριασμένο βελόνι.
Αυτό είναι.
Το στοιχείο που θα με οδηγήσει σε εκείνη.
Έτσι κι έγινε.
Το μικρό βελόνι τον οδήγησε στην σπηλιά.
Εκεί βρήκε την Έλσα.
-Βασιλιά μου πως με βρήκες;
-Απο το βράδυ του χορού δεν σταμάτησα να σκέφτομαι.
Βλέπεις σε ερωτεύτηκα και θέλησα να σε παντρευτώ.
Σε έψαχνα παντού.
Όμως ξέρεις τι με οδήγησε σε εσένα;
Αυτό το μικρό σκουριασμένο βελόνι.
Λοιπόν τι λες;
Φεύγουμε;
Το βασίλειο μας περιμένει.
-Βλέπετε παιδιά μου τι κάνει η δύναμη της αγάπης;
Ρώτησε ο κυρ-Λευτέρης.
Μετακινεί βουνά και ας τρυπάει καμιά φορά όπως το βελόνι.
Comentários