Κάποιο Ανοιξιάτικο πρωινό, από δυο κουκούλια που ήταν δίπλα δίπλα, ήλθαν στο φως της ζωής ταυτόχρονα δύο πανέμορφες πεταλούδες.
Σύμβολα αναγέννησης, ευτυχίας και χαράς... Ήταν Εκείνος κι Εκείνη.
Αμέσως διασταυρώθηκαν οι ματιές τους κι ένιωσαν τέτοια έλξη που λες κι όλη η βαρύτητα της γης βάλθηκε να σμίξει τις δυο ψυχές τους...
Με την Αγάπη μόλις να έχει στεφανώσει τις καρδιές τους, άρχισαν να πετούν πάνω από τον ολάνθιστο αγρό με αγγιγμένες τις άκρες των φτερούγων τους, σαν να λέμε χέρι- χέρι, απομυζώντας τους χυμούς της...
Κάθε τόσο ένα τρυφερό κι άλλοτε παθιασμένο «σ’ αγαπώ» έβγαινε μελίχυτο από τα στόματα τους, που το 'κλειναν ευλαβικά στην καρδιά τους.
Εκείνος της έλεγε τόσα λόγια αγάπης κι εκείνη σάστιζε μένοντας έκθαμβη στο άκουσμά τους...
Δεν άφηνε καμιά του λέξη, όμως, να την πάρει τ’ αγέρι και να την ταξιδέψει μακριά, αφού ήταν λέξεις αγάπης κι αφού είχαν ειπωθεί μόνο για κείνη, τόσο πολύτιμες, που δεν ήθελε να χαθούν στα δαιδαλώδη και άγνωστα κάστρα του χρόνου, στα λησμονημένα και μουχλιασμένα κιτάπια της λήθης, γι’ αυτό τις άρπαζε αμέσως με τις κεραίες της ρουφώντας όλη την ομορφιά που ανέδιδαν και μ’ αυτήν ζωγράφιζε τις ζευγαρωτές φτερούγες της, κάνοντάς τις ακόμα πιο φανταχτερές και μεταξένιες... Ένιωθε μοναδική και πανέμορφη μέσα από τη ματιά του.
Μα κι Εκείνη δεν είχε μάτια παρά μονάχα για Εκείνον.
Ήταν ο πιο όμορφος και σημαντικός μέσα στον απέραντο λουλουδιασμένο κάμπο.
Όλα του τα ψυχικά χαρίσματα ήταν ξεχωριστά, διάφανα αποτυπωμένα στις διπλές φτερούγες του κι όταν της διηγούταν ιστορίες κουνούσε με γνώση τις κεραίες του...
Ω, μεθούσε να τον ακούει και να τον αγκαλιάζει με το βλέμμα της!
Έφθασε το μεσημέρι και η αγάπη τους ήταν τόσο ζεστή και λαμπερή σαν τις διάπυρες μεσημεριάτικες αχτίδες του ήλιου.
-Μπορείς, αγάπη μου, να πορευτούμε μαζί ως το γέρμα της ζωής μας;
την ρώτησε ξαφνικά.
-Μπορώ! Του είπε με πειθώ στην καρδιά και με μάτια που έλαμπαν σαν δυο εωθινές δροσοσταλίδες...
-Τότε πάμε, για πάντα μαζί!
Να θυμάσαι, όμως, αυτήν την στιγμή, στο καλαντάρι γράφει 21ή μέρα της Άνοιξης και είναι ακριβώς 12:00 τη στιγμή, ακριβώς, που ο ήλιος είναι στην αποκορύφωσή του, σε όλο του το μεγαλείο, να, σαν το μεγαλείο της αγάπης μας...!
Σ’ ορκίζομαι πως θα σ’ αγαπώ για πάντα!!
-21η μέρα της Άνοιξης και ώρα 12:00 στ’ ορκίζομαι κι εγώ πως θα σ’ αγαπώ για πάντα ως τη στερνή πνοή μου!
Ω, Θαρρώ πως θα ξεκολλήσει η καρδιά μου από την ευτυχία!
Του είπε με φωνή που παλλόταν από συγκίνηση και του φώναξε:
-Πάμεεε... για πάντα μαζί!
Έτσι πέταξαν μαζί για το ατελείωτο ταξίδι της αγάπης τους... Κανείς και ποτέ δεν θα τους χώριζε...!
Έφτασαν σ’ ένα χωράφι ολάνθιστο από σπαρμένα λιλά λούπινα και κάθισαν να ξαποστάσουν από το πολύχρονο ταξίδι τους, μα και για να ρουφήξουν τον ευεργετικό χυμό τους.
-Ω, περίμενέ με μια στιγμή κι έρχομαι... της είπε.
Καθώς πετούσαμε, είδα μια πανέμορφη ίριδα... θέλω να σου φέρω το νέκταρ της, για να το πιεις και να ευφρανθείς!
-Σ’ ευχαριστώ!... σ’ αγαπώ τόσο πολύ... του ψιθύρισε τρυφερά μέσα από την καρδιά της...
-Η Αγάπη είναι αίσθημα τιποτένιο και αΐδιον, της είπε.
-Η Αγάπη; ρώτησε απορημένη...
-Ναιιιι..!. νιώθω κάτι παραπάνω...
Σε λατρεύωωωωωωωω!
Της φώναξε καθώς φτερούγιζε γεμίζοντας με πέταλα λατρείας τον αγέρα και πέταξε για την ίριδα...
Την ώρα που ρουφούσε το χυμό της, δεν πρόσεξε την τεράστια απόχη που τον φυλάκισε μέσα της, κι ένιωσε ένα χέρι να τον αρπάζει αυτοστιγμεί, μια καρφίτσα να μπήγεται ανελέητα στο σώμα του και να τον καρφώνει αλύπητα πάνω σ’ ένα ξύλο... Σπάραξαν το σώμα κι η καρδιά του!
-Αχ, δε λυπάσαι την άμοιρη ψυχούλα; πρόφτασε ν’ ακούσει τη πονεμένη ερώτηση της Συμπόνιας, που βρέθηκε πλάι της, ενώνοντας τον πόνο της με το βαθύ της πεταλούδας...
Εκείνος βγάζοντας μια σταγόνα αίμα που χύθηκε στη γης, άφησε την τελευταία του πνοή να φτερουγίσει...
-Όχι! τώρα είναι για πάντα δική μου, μου ανήκει!
Είπε με σαρκασμό και βαθιά ικανοποίηση η Άπληστη θύτρια. Εκείνη, με τσακισμένες τις φτερούγες της, πέταξε σιμά και βίωσε το θάνατο του αγαπημένου της κουνώντας με σπαραγμό τις κεραίες της και κάνοντας στροφές απόγνωσης γύρω από τον εαυτό της...
Ένιωσε την οδύνη από την καρφίτσα, μα και να πεθαίνει μαζί του...
Η Άπληστη έτρεξε στον αγρό της ικανοποίησης με την απόχη ν’ ανεμίζει τροπαιοφόρα και το νεκρό σώμα Εκείνου καθηλωμένο στο ξύλο του μαρτυρίου του.
Εκείνη με σπαραγμό κατέβηκε στο χώμα πάνω από τη σταγόνα με το αίμα του αγαπημένου της, ποτίζοντάς την απαρηγόρητη με τα πικρά της δάκρυα, μέχρι που έγιναν ένα σώμα δάκρυα κι αίμα...
Ξαφνικά μέσα στην οδύνη της ένιωσε ν’ αργοσαλεύει μπροστά της το χώμα και να ξεφυτρώνει κάτι που άρχισε αμέσως να μεγαλώνει... να μεγαλώνει... να μεγαλώνει, μέχρι που μπουμπούκιασε...
Με μιας μια τεράστια κατακόκκινη παπαρούνα άνοιξε τα πορφυρά πέταλα της και μια πονεμένη φωνή της ψιθύρισε...
-Έλα ... έλα... εγώ είμαι, αγαπημένη μου... δεν μπορούσα να φύγω χωρίς εσένα... έλα...
Έκπληκτη και μ’ όσο κουράγιο της είχε απομείνει φτερούγισε μέσα στην αγκαλιά των πετάλων του…
- Σ’ αγαπωωώ τόσο, του είπε, που δεν ήθελα να ζήσω χωρίς εσένα!... Εκείνος την έσφιξε με λαχτάρα στην πορφυρένια αγκαλιά του,ψιθυρίζοντας λόγια ακατάληπτα και κλείνοντας με προσοχή ένα ένα τα πέταλά του έγειρε στο χώμα... Έτσι ξεκίνησαν το ταξίδι των ψυχών τους, γι’ αυτό το «για πάντα μαζί», που είχαν ορκιστεί πίστην αιώνια…
Τις αληθινές αγάπες δεν μπορεί ο θάνατος να τις θάψει στην ανυπαρξία…
Ξανανταμώνουν στο αιώνιο πέταγμα των ψυχών τους…
留言