
Στο χωρισμό φοριέται πολύ το γκρίζο...
Στα βλεφαρά τους τρεμοπαίζει το παράπονο και ένα τυρανικό γιατί, μετέωρο, χωρίς απάντηση.
Ενοχές και τύψεις πορεύονται χέρι χέρι σε μουντό συννεφιασμένο τοπίο.
Όταν κτιζότανε τα τείχη πώς να μην προσέξω;
Ανεπαισθήτως με έκλεισαν από τον κόσμο έξω, λέει ο ποιητής.
Τώρα πια είναι αργά για μετάνοια, η πόρτα γράφει 'κλειστόν' οι τοίχοι βαραίνουν απειλητικά, οι σιωπές στάζουν φαρμάκι.
Χωρισμός...
Δυο στρατόπεδα ένθεν κακείθεν ο καθένας ταμπουρωμένος στη γωνιά του, από τελειώνει το γκρέμισμα και πετροβολάει λυσσαλέα, ότι λάτρεψε.
Με αγκαλιά το μαξιλάρι σου, ένα πονεμένο κουβάρι στον καναπέ, μετράς ξαναμετράς, εξετάζεις, υπολογίζεις και ψάχνεις,τί έφτιαξε και εκείνη η ασπροντυμένη αγάπη και εκείνος ο νιόσπαρτος ανοιξιάτικος έρωτας, λούφαξαν σε μαύρο φόντο.
Μονόπετρο, στέφανα ,νυφικά και αιώνιοι όρκοι,... βούλιαξαν στα λασπόνερα της αυτοδιάψευσης...
Ανυποψίαστος και αφελής, ορκιζόσουν αιώνια αγάπη, λες και ορίζεις το αύριο και διαφεντεύεις την αιωνιότητα...
Η ρουτινιάρικη καθημερινότητα στάθηκε πιο δυνατή,
ροκάνισε σταδιακά τον έρωτα, καταπλήγωσε την αγάπη και μετά η έπαρση... έβαλε ταφόπλακα στη συντροφικότητα.
Ο καθένας θύτης και θύμα συγχρόνως, οχυρώθηκε πεισματικά πίσω από τη δική του αλήθεια, και σήκωσε το δικό του μπαϊράκι πάνω από τα συντρίμμια.
Τώρα δυστυχώς το νιώθετε και οι δύο, ο δρόμος δεν έχει επιστροφή, και η φουρτούνα στην ψυχή δεν έχει φρένο.
Οι φωτό του γάμου κομμένες στα δύο, τα χαμόγελα ακινητοποιημένα σε χρόνο παρελθοντικό...
Κοιτάζεις ολοτρίγυρα και αναμετράς σαστισμένος τα συντρίμμια...
Τι να πρωτομαζέψεις;
μαζεύεται;
Τι ορίζεις, τι σου ανήκει από δω και μπρος;
Όλα στο σπίτι φέρουν μπιλιετάκι από κοινού....
Γραφεία, καναπέδες κρεβάτια, φωτιστικά, υπολογιστές... από κοινού.
Εκείνη κρατούσε ευλαβικά το τεφτεράκι με τις διαστάσεις και τις ανάγκες και εσύ την κρατούσες τρυφερά από τη μέση και αστειευόσουν.
Εγώ θέλω τον χουχουλιάρικο τον καναπέ έλεγες, με τις τεράστιες μαξιλάρες, να ξαπλώνουμε εκεί αγκαλιά με τις μπύρες,τους καφέδες μας και την αγαπημένη μας ταινία στην τηλεόραση...
Τώρα σιωπηλός και παντέρημος о χουχουλιάρικος καναπές αναμετράει τη μοναξιά του και αναρωτιέται αν θα τον κόψετε και αυτόν στα δύο...
Οι αγαπημένες φωτό, αγκαλιά στη
Ρώμη, χαμόγελα στη Σαντορίνη, παιχνίδια στις ακρογιαλιές στη Σκιάθο, χιονοπόλεμος στο Περτούλι, πεσμένες μπρούμυτα στο ράφι, επιβεβαιώνουν το τέλος....
Τώρα πια ο πόλεμος ξεπέρασε τα όρια του αυτό σεβασμού και της καλής αγωγής και αποτελεί τεκμήριο ότι οι άνθρωποι στην έπαρση και το θυμό τους ξερνάνε τον κακό εαυτό τους.
Μονόπετρα στέφανα και αιώνιοι όρκοι το παραμύθι της σταχτοπούτας έλαβε τέλος...
Από τον τρίτο χρόνο ήδη, πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις, άρχισες να νιώθεις ένα ανεπαίσθητο κενό που σταδιακά έγινε χάος.
Τώρα η διαλυμένη ψυχή σου μαζεύει ένα-ένα τα κομμάτια της από το πάτωμα, και από τη μια θάβει την κοινή σας ζωή στο παρελθόν, και από την άλλη... επιμένει να ονειρεύεται ξαστεριά και καλύτερες μέρες ..
Ο χωρισμός έχει το γκρι χρώμα του σύννεφου, αλλά εσύ ελπίζεις σε μία αγάπη με ξέπλεκα μαλλιά και το ψαθάκι της στο χέρι σε ένα ακόμη κατακαλόκαιρο της ζωής σου
Λιάνα Πουρνάρα
Comments