Τιμωρός έρωτας
- ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΙΑΝΝΟΣ
- May 22
- 4 min read
Updated: May 23

Ήταν δυνατή η φουρτούνα, βουνά τα κύματα..., απειλούσαν να καταπιούν αύτανδρο το σκάφος.
Παλικάρια όλοι οι ναυτικοί, από τον καπετάνιο ως τον λοστρόμο, πάλευαν όλη τη νύχτα να το φέρουν στα ίσια του.
Κατά το ξημέρωμα η ελπίδα ήρθε με τα πρώτα αστέρια που τρεμόπαιζαν ακόμα στου ορίζοντα το φρύδι..., και σαν χαμογέλασε ο ήλιος, μάζεψε ο Αίολος τους υποτακτικούς του..., ξεθύμανε ο Ποσειδώνας..., τίποτε πια δεν θύμιζε το χείλος της αβύσσου που θύμιζε κόλαση!
Οι βάρδιες δεν σταμάτησαν. Κάποιοι είπαν να κλείσουν λίγο τα μάτια τους, να ανανεώσουν τις δυνάμεις τους..., να αντέξουν στην νέα μανία της γόησας, που στην αγκαλιά της ήταν ταγμένοι να αρμενίζουν. Έκαναν για πολλοστή φορά το σταυρό τους που γλίτωσαν κι αυτό το βράδυ!
Η προσευχή όμως του Νικήτα δεν έδωσε την σκυτάλη στον Μορφέα, αλλά σε συλλογισμούς και θύμησες..., στο όνειρό του...,στον καημό του..., στον πόθο του, που αποστολή ζωής είχε γίνει!
Γερό παλικάρι ο Νικήτας, ωραίος νέος, με πλάτες φαρδιές και τα χέρια του λοστάρια.
Τα είχε γυμνάσει στο καρνάγιο της περιοχής του - κοντά στην Καβάλα θαρρώ πως είπε- ακόμα και σε σκληρότερες αγροτικές δουλειές, με αμέτρητα μεροκάματα όχι μόνο να κτιζουν το κορμί του, μα να γεμίζουν με φως ανέσπερο την ψυχή του.
Δεν βαρυγκομούσε στο λιοπύρι, με τραγούδι περνούσαν οι ώρες ως την αστροφεγγιά που θα κρατούσε αγκαλιά το πιο λαμπρό αστέρι. Ξεκουραζόταν..., αναγενιόταν με τα φιλιά της Ανδρομάχης που κρυφά συναντούσε, κόντρα όχι μόνο στις αντιρρήσεις των γονιών της, αλλά και την φανερή τους πλέον περιφρόνηση.
Ξεχείλιζαν τα όνειρα που έκαναν μαζί, οι υποσχέσεις τους δυνάμωναν τη φλόγα στην καρδιά τους, είχαν γίνει χρώματα ανεξίτηλα και ζωγράφιζαν το μέλλον τους!
"Θα φύγω, της είπε ένα βράδυ, ναυτικός θα γίνω, θα μαζέψω πολλούς παράδες, να μην με θεωρούν οι δικοί σου παρακατιανό, ίσως αλλάξουν γνώμη.
Δεν αντέχω άλλο στα κρυφά, θέλω μπροστά στον κόσμο όλο αγκαλιά να σε κρατώ, δεν μπορώ άλλο ψιθυριστά να λέω το όνομά σου, τέτοιος έρωτας δεν μας ταιριάζει!"
Συμφώνησαν και έφυγε!
Δεν πήρε βαλίτσα, ο,τι χρειαζόταν χωρούσε στην καρδιά του.
Ακολούθησε τα κύματα, όργωσε θάλασσες και ωκεανούς, ζυμώθηκε με την αλμύρα τους.
Ψήθηκε στον πόνο..., μαστιγώθηκε από την αδημονία, τραγούδι έκανε τις προσευχές του, και διαρκώς μελετούσε τον τραπεζικό λογαριασμό του.
"Λίγο ακόμα...,το τελευταίο μπάρκο θα είναι αυτό..., και μετά...", χαμογελούσε, φωτιζόταν το πρόσωπό του, παλλόταν επικίνδυνα το στήθος του, ζωντάνευαν τα όνειρα, οι υποσχέσεις έπαιρναν την μορφή της, ο νους του αλάργευε..., ξεχνούσε έστω για λίγο που βρισκόταν.
Οι Σειρήνες των λιμανιών δεν τον πλάνεψαν, αντιστεκόταν στους πειρασμούς.
Ακόμα και τα πειράγματα, την καζούρα των συναδέλφων του άντεχε χαϊδεύοντας την στιγματογραφία της Ανδρομάχης στο μπράτσο του. Μετρημένες ήταν οι παρασπονδίες του, κι αυτό γιατί δεν μπορούσε να υποτάξει την φύση του.
Τιμωρούνταν κάθε φορά που ένιωθε πως την προδίδει, έχανε τον ύπνο του από τύψεις και ενοχές. Τον επισκέπτονταν η μορφή της Ανδρομάχης, θλιμμένη..., αδικημένη..., με δυο δάκρυα κολυμμένα στα βλέφαρά της, έτοιμα να απαγκιστρωθούν, να γίνουν ωκεανός και να τον πνίξουν. Τιναζόταν απ' το κρεβάτι του κάθυδρος και η πρόσκαιρη παράνομη ηδονή, έμοιαζε μαρτύριο που μαστίγωνε την συνείδησή του!
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Γύρισε στο χωριό παραμονή της Παναγιάς.
Ονειρευόταν στο πανηγύρι μαζί να σύρουν το χορό, να τους δουν..., να τους καμαρώσουν όλοι, να πάψουν πια να κρύβονται.
Ποθούσε να λούσει το πρόσωπό της με φιλιά, να κεντήσει με πόθο το κορμί της. Αδημονούσε να φορέσει τα δώρα του,- διαλεγμένα από όλης της γης τα μέρη-, να την καμαρώνουν όλοι, και την καρδιά του ως πετράδι πολύτιμο να της προσφέρει, κι εκείνος κορώνα στο κεφάλι του να βάλει την δική της!
Εφιάλτης έγινε τ' όνειρο!
Την βρήκε παντρεμένη.
Τον αντάλλαξε με τον αλιευτικό στόλο του μεγαλέμπορα της ιχθυόσκαλας. Παντρεύτηκε το γιο του.
Ούτε ματιά δεν του 'ρίξε.
"Θα σε περιμένω του είχε πει. Κανείς και ποτέ δεν θα μπει ανάμεσά μας.
Είσαι η αγάπη μου, είσαι η ζωή μου όλη ".
Συντρίμμια ο ψυχισμός του.
Έφυγε χωρίς βαλίτσα πάλι, αλλά και χωρίς την καρδιά του. Δεν την χειαζόταν πια, η ψευτιά και η υποκρισία δεν χωρούσαν στη δική του, ας έβρισκαν αλλού χώρο να φωλιάσουν.
Δεν ξαναγύρισε στο χωριό ποτέ, ούτε ποτέ κανείς τον ματαείδε.
Κάποιοι είπαν πως βολοδέρνει στα λιμάνια της Καραϊβικής συντροφιά με κοπέλες που είναι πρόθυμες να απαλλάξουν πρόσκαιρα τους ναυτικούς από την μοναξιά τους.
Τρεκλίζοντας και με ένα μπουκάλι ουίσκι διαρκώς στο χέρι του περιδιαβαίνει το μονόδρομο της ζωής του!
Αδικημένη ένιωθε και η Ανδρομάχη.
Πώς να του ρίξει μια ματιά που όλοι είχαν καρφωμένα τα μάτια πάνω τους; Που με τη βία την ντύσαν νύφη για να ξελασπώσουν όλοι, να μεγαλωπιαστεί κι ο αδερφός της για την ζωή που ονειρευόταν για τον εαυτό του ; Που βιάστηκε να φύγει, χωρίς να της δώσει την ευκαιρία να απολογηθεί; Που δεν κατάφερε να του πει τουλάχιστον πως μόνο αυτόν αγάπησε και θα τον αγαπάει πάντα ...., πως μόνο αυτός είναι όλη της η ζωή και τώρα της είναι βάρος..... Πόσα έχει να του πει...και ποιος να την παρηγορήσει;
Όταν ο έρωτας αποφασίζει να γίνει τιμωρός, η δυστυχία δεν αγκαλιάζει μόνο έναν. Η μοναξιά κυριεύει τις καρδιές ακόμα κι όταν βρίσκεται κανείς ανάμεσα σε πλήθος που διασκεδάζει. Κανείς δεν βλέπει την καρδιά που διαρκώς δακρύζει, όλοι εστιάζουν στα χείλη που χαμογελούν!
Βαγγέλης Γιάννος 🌹
Comments