Όπως μας το διηγήθηκε η Μαρία Μίτα- Νικολάου
Καλώς τα μωρά μου, αγάπες μου μα κάθε βδομάδα ψηλώνετε;
Έλα σκύψετε να σας φιλήσω..
Οοιιι γιαγιά μου, οι ίδιες ήμαστε…
Ναι. ναι. εσείς, αγάπη μου, εν να γίνετε δύο μέτρα η καθεμιά!!
Μάνα μου τις πουρέκκες μου!
Μα, μάμα, τι κάμνεις πάλε;
Δεν σου είπα μόνο ένα φαΐ να κάμνεις;
Σιωπή κόρη που δεν θα κάνω των μωρών μου κάτι που τους αρέσκει.
Δεν είπα τίποτα άλλο, κανείς δεν μπορούσε να πει κάτι διαφορετικό όταν αναλάμβανε ο παππούς και η γιαγιά, ή μήπως καλύτερα η γιαγιά και ο παππούς;
Η κουζίνα μοσχοβολούσε.
Στο ένα μάτι του γκαζιού ήταν οι αγαπημένες πατάτες «μπλούμ» που άρεσαν στην μεγάλη μου κόρη, στο άλλο κουπέπια με τα φρέσκα κληματόφυλλα, στον φούρνο μια μακαρονάδα του φούρνου, με μπόλικη μπεσαμέλ όπως αρέσει στην μικρή της εγγονή και ο παππούς έξω να ψήνει σούβλα 2-3 ειδών για να καλύψει όλα τα γούστα των πέντε εγγονιών του.
Μια κουζίνα με φαγητά που χαράζονται στη μνήμη σου, σου δίνουν μια αλλόκοτη ζεστασιά στο είναι σου.
Που και χορτασμένος να είσαι πάλι θα φας για να μην την κακοκαρδίσεις.
Η φιγούρα της γραφική με την μπλε της φούστα και το μπλε μπλουζάκι και την ποδιά στη μέση της, αφού μαγείρευε.
Το άρωμά της εδώ και πολλά χρόνια ένα με αρώματα βανίλιας, νούφαρο, βιολέτα και ρόδα, ήταν σαν να είχε εμποτίσει όλα της τα κύτταρα, ζεστό, αξεπέραστο όπως η αγκαλιά της.
Οι Κυριακές ήταν παραδοσιακά στο σπίτι της γιαγιάς, της γιαγιάς σαν να και εκεί ο παππούς ήταν αόρατος. Πάμε με χέρια άδεια και φεύγουμε με αυτοκίνητο γεμάτο, από όλων των ειδών τα καλούδια.
Να φροντίσουν να μην λείψει τίποτα σε κανέναν μας.
Να μας δώσουν απλόχερα ακόμα και την ίδια τους την ψυχή αν μπορούσαν.
Γειά σου μάμα μου, θα έρθω ξανά για δουλειά μέσα στην άλλη βδομάδα και θα έρθω να σε δω.
Να φέρεις τζε τα μωρά μου, οοι να έρτεις μόνη σου…
Μάμα μου εν να είναι πρωί, θα είναι σχολείο τα μωρά, εν να έρτω να πιούμε καφέ οι δύο μας.
Εντάξει κορούα μου να έρτεις όποτε θέλεις, πιάσε με τηλέφωνο που θα φτάσετε εντάξει;
Πόσες έγνοιες μπορεί να αντέχει μια ψυχή, μία ταλαιπωρημένη ψυχή, ένα κουρασμένο σώμα, μία καρδιά κομμάτια από τα χτυπήματα της μοίρας;
Προφανώς πολλά, επειδή ότι και να είχε περάσει από εκείνη, αυτή δεν έπαυε να χαμογελά στους ανθρώπους και να είναι μια «ευγενική ψυχή».
Μπήκα στο σπίτι και προχώρησα στην κουζίνα.
Πάντα έμπαινα από την πίσω πόρτα, εκεί ήταν η ψυχή του σπιτιού.
Το σπίτι μύριζε αντισηπτικό και υγρό σφουγγαρίσματος, οι πάγκοι καθαροί σαν από εκθεσιακό χώρο, όλα στρατιωτικά στην θέση τους.
Δεν ήταν αναμμένο το μάτι του γκαζιού, δεν είχε πάνω καμία κατσαρόλα, ο φούρνος σβηστός εδώ και μήνες, δεν ξέρω και αν θα ξανανάψει.
Το καντήλι στο ράφι με την φωτογραφία της και γύρω της όλες οι φωτογραφίες των εγγονιών της που λάτρευε, σε όλες τις ηλικίες τους.
Μια γιαγιά αλλά χιλιάδες οι αγκαλιές.
Μια μαμά στήριγμα στα παιδιά της, στα εγγόνια της, σε όλους.
Μόνο στο αντίκρισμα των εγγονιών της το βλέμμα της άλλαζε, γλύκαινε και γέμιζε χαρά το πρόσωπό της.
Δεν τους χαλούσε κανένα χατίρι, όσο και αν μουρμουρούσα να μην φέρνει σοκολάτες και γλυκά… «σιώπα κόρη μου, εσείς εν ετρώετε, επάθετε τίποτε;».
Δεύτερη μάνα, κυριολεκτικά.
Που όταν έκλαιγαν βρέφη τα παιδιά μας με την αδερφή μου σκεφτόμασταν, τι μαγικό έχει της μάνας μας η αγκαλιά και μόλις τα πιάσει σταματάνε;
Μετά το ίδιο και με τα δικά μου παιδιά, η μαγική αγκαλιά της γιαγιάς γαλήνευε κάθε πόνο, βρεφικό, νηπιακό, ακόμα και τις εφηβικές ανησυχίες που άρχισαν να αχνοφαίνονται πριν κάποιους μήνες..
Και τώρα μαμά ; Ποιος θα μας λέει «ήρτετε αγάπη μου», ποιος θα μας κάνει την Χριστουγεννιάτικη γέμιση φέτος μαμά, δεν μου την έμαθες, ποτέ δεν πίστευα ότι δεν θα προλάβω να με μάθεις.
Ήταν πολύ μακρινό για μένα αυτό το σενάριο , αλλά να που η μοίρα τα φέρνει αλλιώς και μένουν ορφανά από την πιο καλή γιαγιά τους τα εγγόνια και μένουν ορφανές οι κόρες, τι κι αν είμαστε πλέον εμείς θεωρητικά μεσήλικες;
Παύει ποτέ κανείς να θέλει την μάνα του, το στήριγμα του.
Αχ ρε μαμά, πεθυμώ την αγκαλιά σου, πάω στο δωμάτιο και μυρίζω τα ρούχα σου, τι κι αν είμαι σχεδόν πενήντα είμαι ακόμα εγώ, το ίδιο πλάσμα που σε ταλαιπώρησε με τα δικά μου τρελά τότε εφηβικά ντερτίπια, εγώ που σου έκλεβα οξυζενέ από το κομμωτήριο σου για να κάνω ανταύγειες, αλλά τα έκανα πορτοκαλί και τα έκρυβα για μέρες κάτω από ένα λιλά σάλι και προσπαθούσα να σε πείσω ότι όχι δεν έχει τίποτε το μαλλί μου.
Εγώ είμαι που σου μιλούσα αγγλικά για να κάνω πρακτική και ας μην καταλάβαινες αλλά γελούσες.
Εγώ που με το που έγινα μάνα αντί να θέλω τον άντρα μου δίπλα μου, ζητούσα κλαίγοντας τη μαμά μου και εσύ ήσουν εκεί και στις τρείς γέννες μου, σε κάθε στιγμή που έτυχε να κάνω χειρουργείο και με πειράζατε που «θα ξυπνάει και θα θέλει την μάμα της, πρέπει να είμαι γιέ μου» έλεγες και φυσικά ήσουν πάντοτε εκεί.
Και τώρα άμαμά;
Τώρα μαμά μου μιλάω στην φωτογραφία σου σαν να είσαι εδώ, γράφω για σένα για να μην ξεχάσω τίποτα, το κάθε λεπτό μας ήταν σημαντικό.
Ευλογία να έχει κανείς μια μάνα σαν εσένα και εγώ τριπλά ευλογημένη γιατί τα δικά μου παιδιά σε έζησαν, σε αγάπησαν σαν δεύτερη μάνα γιατί αυτή ήσουν, η δεύτερη τους μάνα σε κάθε στιγμή τους.
Μου λείπουν οι μυρωδιές στην κουζίνα σου μαμά μου και στον παπά μου το ίδιο, ορφάνεψε και αυτός και το δείχνει και το λέει.
Έφυγες και άφησες κενό αναπλήρωτο.
Άδειασαν οι μέρες, ορφάνεψαν και αυτές.
Σου υπόσχομαι πως θα είμαι καλά και θα συνεχίσω να είμαι και εγώ ένας «ευγενικός άνθρωπος» όπως ακριβώς με έμαθες, γιατί όπως μου έλεγες «δεν έχουν σχέση τα πτυχία αγάπη μου, καλός άνθρωπος να είσαι πάντα.»
…Και τώρα ο παράδεισος έχει τον πιο καλό και ευγενικό άνθρωπο κοντά του.
Μου λείπεις μαμά μου...
Μας συγκηνησες Μαρια μου