Συνέντευξη Ιωάννα Σταθοπούλου/ Βάσω Χαμαλέλη Μπούκλα
- ΙΩΑΝΝΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ
- Jun 16
- 12 min read
Updated: Jun 17

1. Με το νέο σας βιβλίο Εκτός Σχεδίου επιστρέφετε δυναμικά στη λογοτεχνική σκηνή. Πείτε μας γι' αυτό καθώς και ποιο ήταν το αρχικό ερέθισμα για τη συγγραφή του συγκεκριμένου έργου.
Έμεινα για έξι χρόνια εκτός εκδόσεων, μετά την ποιητική μου συλλογή «Τα Αξόδευτα» το 2018, από το Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών ΧΑΡΗ ΤΖΟ ΠΑΤΣΗ. Έτυχαν κάποιες δύσκολες συγκυρίες στη ζωή μου, τέτοιες που δε μου άφηναν περιθώρια να προχωρήσω σε κάποια έκδοση. Όμως έγραφα. Υπάρχει πολύ υλικό «στο συρτάρι». Όταν ωρίμασαν οι συνθήκες, αποφάσισα να ολοκληρώσω το πρώτο, επίσημα τουλάχιστον, πεζογράφημά μου, με τον τίτλο «Εκτός Σχεδίου» και υπότιτλο «Από τον Άγιο Θωμά Πρέβεζας στην Άνω Νεάπολη Νίκαιας». Το αρχικό ερέθισμα υπήρχε στο μυαλό μου, σχεδόν από τότε που άρχισα να γράφω. Βλέποντας τον αγώνα των γονιών μου να μας εξασφαλίσου στέγη και μια καλύτερη ζωή, έχοντας στη μνήμη μου κρατήσει γεγονότα, συναισθήματα, από τα πρώτα μου χρόνια στον τόπο που γεννήθηκα, αλλά και από τα κατοπινά, μέχρι να σταθούμε στα πόδια μας στην «ξένη γη», έπλεκα τα κεφάλαια στο μυαλό μου και τα φανταζόμουν σαν περιεχόμενα ενός βιβλίου.

2. Το Εκτός Σχεδίου αναφέρεται σε μια εποχή κοινωνικής και αστικής μετάβασης. Πώς θεωρείτε ότι μιλά στο σημερινό αναγνώστη; Επίσης, η σχέση με τον τόπο φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στο βιβλίο σας. Ποια είναι η σημασία της μνήμης και της ρίζας στη λογοτεχνία σας;
Το Εκτός Σχεδίου μιλά στον σημερινό αναγνώστη, γιατί αναφέρεται στις ίδιες συνθήκες, ενταγμένες σε διαφορετικό πλαίσιο, όπως είναι φυσικό. Μιλά στους εφήβους, στους νέους, γιατί αναπτύσσει κοινωνικά προβλήματα, όπως ο ρατσισμός, η σεξουαλική παρενόχληση, η όποια μορφής βία, η ανάγκη για μόρφωση, η ανισότητα ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η άνιση κατανομή του πλούτου… Μιλά στους μεγαλύτερους, που ίσως έχουν ακούσει ή ζήσει αντίστοιχες, λιγότερο ή περισσότερο δύσκολες καταστάσεις. Μου το λένε οι ίδιοι με νοσταλγία, αλλά και πολύ παράπονο, ανάλογα με το πόσο σκληρά τούς φέρθηκε η ζωή. Δυστυχώς τα θέματα του Εκτός Σχεδίου είναι διαχρονικά.
Η εσωτερική μετανάστευση στις δεκαετίες του 50 και 60 ήταν η μοναδική λύση στη φτώχεια που έδερνε τα χωριά μας. Η Αθήνα ήταν για πολλούς « η γη της Επαγγελίας», όπως σήμερα είναι τα σκανδιναβικά κράτη για τους νέους μας. Σαν παιδί έζησα με πολύ οδυνηρό τρόπο αυτήν την περίοδο της έντονης αστυφιλίας. Κι ας ήμουν μόνο τεσσάρων ετών. Και, δεν ξέρω πώς, το μυαλό μου, «όσο είχε καθαρό χαρτί και μολύβι», όπως αναφέρω κάπου, κατέγραφε τα πάντα. Με αναστάτωναν τα πάντα. Τίποτε δεν περνούσε απαρατήρητο. Γινόταν έντονο βίωμα. Σήμερα, που τα παιδιά μας αναγκάζονται να φεύγουν στο εξωτερικό για μια καλύτερη δουλειά, πιστεύω ότι ζουν κάτι αντίστοιχο. Φυσικά δεν πεινάνε όπως εμείς, δεν κρυώνουν, αλλά ο πόνος του αποχωρισμού από την οικογενειακή εστία, που σε μας τους Έλληνες γράφει πολύ δυνατά, σίγουρα δημιουργεί παρόμοια με τα δικά μου συναισθήματα. Η διαδικασία προσαρμογής στις νέες συνθήκες, δεν είναι ό,τι ευκολότερο. Πέρα από αυτό, ο αγώνας για απόκτηση στέγης στις μέρες μας συνεχώς σκληραίνει.
Ο τόπος παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο βιβλίο μου. Μάλλον οι τόποι. Αυτός που με γέννησε και αυτός που με ανάθρεψε. Τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους! Ο πρώτος ήταν για μένα αγκαλιά, ένα κουκούλι γαντζωμένο σε κλωνάρια αιωνόβιας βελανιδιάς, που οι ντόπιοι την έλεγαν από σεβασμό Δέντρο. Ο δεύτερος, στις παρυφές του όρους Αιγάλεω, εκεί που σήμερα έχει εξαπλωθεί η συνοικία της Άνω Νεάπολης, είχε όλη την φτώχεια και την ερημιά ενός κατεστραμμένου τοπίου. Πολλοί λένε πως παλιά ήταν δάσος. Στην Κατοχή τού έκοψαν τα πεύκα οι Νικαιώτες, Μικρασιάτες πρόσφυγες οι περισσότεροι, για να ζεσταθούν, ίσως να τα πουλούσαν κιόλας. Δεν άφησαν ούτε ρίζα. Κι απόμεινε θεόξερος, πέτρα πάνω στην πέτρα. Βουνό κι άλλο βουνό να ταράζει τον ύπνο μας. Φαλακρό βουνό ή κρανίου τόπος, που αφέθηκε να παρηγορήσει τους πένητες και κατατρεγμένους, τους απόκληρους της ζωής. Πώς να νιώθει ένα μικρό παιδί σε τέτοιο τόπο; Πώς ένιωθα εγώ τότε; Στο βιβλίο μου περπάτησα κάθε εκατοστό γης, καθώς μελετούσα τον εαυτό μου. Μια περιήγηση στο μέσα μου έγιναν οι περιγραφές των τοπίων. Αλλά και των προσώπων που με τριγύριζαν. Τα γεγονότα έρχονταν να σφραγίσουν αυτή τη συνάφεια. Μια, όσο μπορούσα, αυθεντική ανθρωπογεωγραφία προσπάθησα να παρουσιάσω. Επειδή ήμουν πολύ συνδεδεμένη με τη μητέρα μου, άθελά της μου μετέφερε τον πόνο που ένιωθε εκείνη για τον μισεμό μας. Όσο κι αν ήμουν παιδί, πάντα επέστρεφα στον γενέθλιο τόπο για να στηριχθώ, ιδιαίτερα στις λύπες. Κι είναι να θαυμάζει κανείς, πώς σιγά σιγά μάς αφομοίωσε αυτή η αφιλόξενη νέα γη. Πρώτα απ’ όλους, τον πατέρα μου, που ο σκληρός αγώνας του δεν του έδινε περιθώρια για τέτοιες ευαισθησίες. «Όπου γης και πατρίς» έλεγε, και οι πράξεις του πιστοποιούσαν απερίφραστα πως «θεριό είναι ο άνθρωπος».
Κι έτσι αρχίσαμε ν’ απλώνουμε ρίζες στην Άνω Νεάπολη της Νίκαιας. Έγινε τόπος δικός μας. Τον πονέσαμε. Δε γινόταν αλλιώς. Μόλις έχασα και τη μητέρα μου πριν τέσσερα χρόνια, θεώρησα ότι έπρεπε να ξεχρεώσω την ευγνωμοσύνη μου στους προπάτορές μου. Το να αναφερθώ σε αυτούς ήταν για μένα κάθαρση, ανάγκη, και μια ευκαιρία για λογοτεχνική δημιουργία, σχετικά εύκολη, μιας που η ιστορία , όπως προανέφερα, ήταν ήδη γραμμένη στο μυαλό μου. Εδώ έπαιξε σπουδαίο ρόλο η μνήμη. Επενέβη και ο λογοτεχνικός χρόνος, που επέλεξε, εμπλούτισε, ξεσκαρτάρισε, κι έντυσε με την αλήθεια μου τα περιεχόμενά της.

3. Οι έννοιες της "μετακίνησης" και της "προσαρμογής" είναι κεντρικές στο έργο σας. Πείτε μας τι σημαίνουν για εσάς αυτές οι λέξεις και ποιο ήταν το πιο δύσκολο συναίσθημα που κληθήκατε να αποτυπώσετε στις σελίδες του βιβλίου και γιατί;
Με τη λέξη «μετακίνηση» έρχονται στο νου μου κατ’ αρχήν οι κυνηγημένοι γονείς του πατέρα μου. Με πολύ καημό αναφέρω το Αϊβαλή και το Αϊδίνη. Κι ας μην τους έχω ζήσει ή έστω γνωρίσει σαν τόπους. Το παράπονο για όσα έζησαν το 1922 έχει αποτυπωθεί στα κύτταρά μου. Οδηγεί τις σκέψεις μου, διασκορπίζεται στους τρόπους έκφρασής μου, στην ποίηση, στο παραμύθι, και τώρα στο πεζογράφημα. Οι ίδιοι προτιμούσαν να σιωπούν. Λέει η μικρή αφηγήτρια: Δεν γνώρισα κανέναν απ’ τους δυο. «Η γιαγιά μου Βασιλικώ έφυγε στις πέντε μέρες από τη γέννησή μου». Ο παππούς πολύ πιο μπροστά. Και τους μακαρίζει γι’ αυτό, επειδή δεν έζησαν και τη δική τους μετακίνηση. Δε θ’ άντεχαν άλλον έναν ξεριζωμό. Αλλά και της μητέρας της, που ήταν ο πρώτος, ήταν δυσβάστακτος. «Πουλάκι ξένο, ξενιτεμένο…» τραγουδούσε κι έκλαιγε. Κι εκείνη δεν άντεχε να τη βλέπει. Πώς να μην αποτυπωθούν αυτά στο βιβλίο; Επόμενο ήταν και η λέξη «προσαρμογή» να είναι αντίστοιχα πολύ δύσκολη. Μέρα τη μέρα όμως, σελίδα τη σελίδα, τη βλέπεις να καταλαμβάνει το χώρο που της ανήκει. Τελικά η μεταφύτευση στέφθηκε από επιτυχία. Όμως άλλαξαν σε πολλά. Απέφευγαν την ντοπιολαλιά τους, τα έθιμα, τα ρούχα, τον τρόπο σκέψης. Άλλαξε πολύ ο πατέρας. «Μαρμάρωνε από τα μέσα του», αναφέρει η ηρωίδα του βιβλίου. Αυτό ακριβώς ήταν και το δυσκολότερο συναίσθημα που έπρεπε να αποτυπώσω μέσα από τη μυθοπλασία, ιδιαίτερα στο κεφάλαιο «Σταχτοπούτα». Περιγράφεται σ’ αυτό μια σκηνή βιαιοπραγίας εις βάρος της μητέρας. Σκεφτόμουν αν είναι σωστό να συμπεριληφθεί. Όμως μέσα από αυτό μιλούσα και για πολλά πράγματα που συμπλήρωναν το κοινωνικό τοπίο της εποχής, με τις ανάγκες που δημιουργούσε, που έκανε τους ανθρώπους, άνθρωποι να μην είναι… Και βέβαια, αυτό είναι απόρροια της αναγκαστικής μετακίνησης. Δεν ξέρω πώς θα ήταν η ζωή της μικρής ηρωίδας, αν έμεναν στο χωριό, αν ο πατέρας εξακολουθούσε να είναι ψαράς και γεωργός. Ίσως καλύτερα, ίσως χειρότερα.
4. Ποια ήταν η αφορμή για την ενασχόλησή σας γενικότερα με τη συγγραφή και πώς βιώνετε αυτή τη διαδικασία; Είναι λυτρωτική, απαιτητική ή και τα δύο;
Πώς συνδυάζετε τη συγγραφική σας δραστηριότητα με την καθημερινότητά σας; Υπάρχει μια συγκεκριμένη ρουτίνα που ακολουθείτε όταν γράφετε;
Δε θυμάμαι πότε ακριβώς μου δόθηκε αυτή η αφορμή. Πάντως, από πολύ νωρίς, ήμουν η μαθήτρια που θα την έβαζε ο δάσκαλος να διαβάσει την έκθεσή της. Αυτό μου έδινε ξεχωριστή χαρά και ενίσχυε την αγάπη μου προς το διάβασμα και τη γραπτή έκφραση, πέρα από τα μαθήματα του σχολείου.
Η συγγραφή για κάθε λογοτέχνη είναι φυσική συνέχεια του εαυτού του. Ξεκινά σαν μια ανάγκη λυτρωτική. Όταν αποφασίζει να την μετουσιώσει σε γραπτό λόγο, τότε μετατρέπεται σε απαιτητική διαδικασία. Από τη μια καλύπτει τις προσωπικές του ανάγκες για έκφραση και ταυτόχρονα νιώθει ότι έχει μπροστά του τον αποδέκτη, τον αναγνώστη. Και τους ήρωές του φυσικά. Συνομιλεί μαζί τους. Αυτό προϋποθέτει μια βαθιά ενσυναίσθηση του συγγραφέα. Προσέχει τις λέξεις που θα χρησιμοποιήσει, τη θέση που θα τους δώσει, τα σημεία στίξης που θα τις στηρίξουν, μια λάθος τοποθέτηση μπορεί ν’ αλλάξει το νόημα, το συναίσθημα. Με τα χρόνια ίσως αυτή είναι μια διαδικασία που συντελείται σχεδόν αυτόματα, και δημιουργεί αυτό που λέμε ύφος. Ο συγγραφέας, δεν ξεχνά, ότι, όποιο είδος και αν υπηρετεί, οφείλει να είναι προσεκτικός. Πολύ περισσότερο όταν γράφει για παιδιά. Είναι μια επίπονη εργασία, που δεν μπαίνει σε χρονικά καλούπια. Ξεκινά από μια σπίθα, μια ιδέα, και το κείμενο είναι αυτό που προσδιορίζει τον τόπο, το χρόνο, τη δράση… Πολλές φορές είναι ταξίδι χωρίς ρότα. Ξέρει αυτό πού θα σε βγάλει. Ιδιαίτερα στην ποίηση. Σίγουρα ξέρει ποιο είναι το θέμα του, τι τον καίει μέσα του, αλλά ο χειρισμός του και το φτάσιμο ορίζονται από το ταξίδι. Άλλος είναι ο καπετάνιος και οφείλει να τον εμπιστευτεί.
Όσον αφορά εμένα, θεωρώ τον εαυτό μου ερασιτέχνη δημιουργό. Δεν έχω μια ρουτίνα να σας αναφέρω. Οι υποχρεώσεις μου οι προσωπικές και οικογενειακές είναι που φτιάχνουν το πρόγραμμά μου. Καλώς ή κακώς δεν έχω κάποιο συμβόλαιο που με αναγκάζει να παραδίδω ένα πόνημα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η πρόσληψη ερεθισμάτων ή αλλιώς έμπνευση και η ανάγκη επικοινωνίας με τον έξω μου κόσμο είναι οι μόνοι όροι που δεν μπορώ να προσπεράσω. Σε κάθε περίπτωση η γραφή μού δίνει πολλή χαρά! Πρόσφατα, κι ενώ ετοίμαζα την παρουσίαση του «Εκτός Σχεδίου» στη γενέτειρα πόλη, παρουσιάστηκε η ανάγκη να γράψω ένα παραμύθι να το αφηγηθώ σε ένα ιδιαίτερο κοινό και χώρο, όπου με είχαν καλέσει. Ήταν ένα τόσο ευχάριστο διάλειμμα! Πρώτα γιατί μου δόθηκε η ευκαιρία να επικοινωνήσω με κάποιους ανθρώπους, να με καταλάβουν και να έχουμε μια σπουδαία αλληλεπίδραση κι ύστερα, γιατί «κέρδισα» άλλο ένα παραμύθι σ’ αυτά που έχω ήδη προς έκδοση.
5. Έχετε γράψει θεατρικά έργα για παιδιά και μεγάλους, παραμύθια, διηγήματα, ποιήματα. Αν και κάθε βιβλίο είναι ένας ξεχωριστός κόσμος, ποια είναι τα κοινά τους στοιχεία σε επίπεδο ύφους ή αφηγηματικής προσέγγισης;
Ποια θεματικά νήματα τα ενώνουν; Υπάρχουν σταθερές που διατρέχουν τη βιβλιογραφία σας;
Το κοινό στοιχείο που συνδέει τα διαφορετικά είδη γραφής είναι κομμάτια της ψυχοσύνθεσης του συγγραφέα. Κάθε δημιουργός επιλέγει θέματα που αγγίζουν το θυμικό του. Αυτά διατρέχουν όλο το έργο του. Τα κοινωνικά προβλήματα που έχουν να κάνουν με τις διαχρονικές αξίες, τα πολλά και διαφορετικά ερεθίσματα που συλλαμβάνουν οι κεραίες του, γίνονται και τα θέματα του. Ο συγγραφέας δε ζει μέσα σε γυάλα. Κι οφείλει να αποτυπώνει την πραγματικότητα, μέσα από την δική του κρησάρα και βέβαια ανάλογα με το σε ποιον απευθύνεται το δημιούργημά του. Εγώ δε θα μπορούσα να αποτελώ εξαίρεση. Τα δικά μου κείμενα τα διατρέχει ένας λυρισμός. Στοχεύω στο συναίσθημα του αναγνώστη. Αυτή είναι η πρώτη και βασική μου σταθερά. Για να το πετύχω αυτό, δίνω πολλή προσοχή στα πρόσωπα. Τα μελετώ. Μπαίνω βαθιά στον ψυχισμό τους. Έτσι έκανα για να γράψω, για παράδειγμα, θέατρο. Ξεκίνησα να γράφω αυτό το είδος για τις ανάγκες των πολιτιστικών δράσεων των μαθητών μου. Έπλαθα τους ήρωες πάνω στα δικά τους πρόσωπα. Στις εκφράσεις τους, στον χαρακτήρα τους, στον τρόπο που αντιμετώπιζαν τις διάφορες συνθήκες. Τα πρόσωπα φυσικά δεν είναι πάντα άνθρωποι… Ιδιαίτερα στο θέατρο και στο παραμύθι. Άλλη σταθερά για μένα είναι η εικόνα. Χρειάζομαι να έχω κάτι χειροπιαστό. Κοιτώ την κάθε λεπτομέρειά του. Έτσι γεννιούνται οι ιδέες, τα συναισθήματα, οι ιστορίες, οι στίχοι… Επίσης, η μνήμη, αποτελεί σπουδαία πηγή άντλησης υλικού. Συχνά ανατρέχω σε αυτήν και μεταπλάθω τις πληροφορίες της, όπως την πλαστελίνη τα παιδιά. Τις συνδέω με ακούσματα, στιγμές καθημερινότητας, επιθυμίες της στιγμής. Μοναδικός μου στόχος οι αναγνώστες μου να μπορούν να μπαίνουν στη θέση των ηρώων, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Να βρουν κοινούς τόπους και αγεφύρωτες διαφορές. Να πονέσουν μαζί τους, να γελάσουν, να νιώσουν τον αγώνα τους για κάτι που τους κάνει ελεύθερους κι ευτυχισμένους. Κάθε κείμενο πρέπει να έχει εξασφαλίσει δίαυλο επικοινωνίας με τον αναγνώστη. Θεματικά νήματα που διατρέχουν τα έργα μου θα έλεγα ότι είναι οι ιστορίες των ανθρώπων. Δικών μου και ξένων. Ιστορίες που αναδεικνύουν διαχρονικές αξίες, τις οποίες πρέπει να σεβόμαστε, αν θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι. Η αισιοδοξία επίσης εμποτίζει τα περισσότερα θέματά μου, ακόμα και στις χειρότερες καταστάσεις. Αυτό φαίνεται περισσότερο στο Εκτός Σχεδίου, παρόλο που οι ιστορίες του είναι δύσκολες και το έχουν επισημάνει όσοι έχουν γράψει κριτικές.
6. Υπάρχει κάποια στιγμή ή ένας μαθητής που σας σημάδεψε βαθιά στην πορεία σας ως εκπαιδευτικός και που, με κάποιον τρόπο, βρήκε θέση και μέσα στα βιβλία σας;
Πολλοί μαθητές με σημάδεψαν. Και με δίδαξαν. Υπήρξε μια περίπτωση που κυριολεκτικά «με έβαλε στη θέση μου». Είχα γράψει θεατρικό έργο για το τέλος της σχολικής χρονιάς. Το θέμα ήταν επίκαιρο: πώς χάσαμε την Ολυμπιάδα του 1996. Είχα επιλέξει τον τόπο εξέλιξης της ιστορίας. Όπως συνήθιζα, οι χαρακτήρες των ηρώων ήταν εμπνευσμένοι από συγκεκριμένους μαθητές που τα πρόσωπά τους μου είχαν «μιλήσει». Άρα, οι ρόλοι ήταν από πριν δοσμένοι, χωρίς φυσικά να το ξέρουν οι ίδιοι. Παρουσίασα το έργο στην τάξη, ενθουσιάστηκαν, ρώτησα, ποιοι νομίζετε μπορούν να παίξουν τον κάθε ρόλο, ευτυχώς συμφωνήσαμε στα περισσότερα, οπότε κανόνισα να έχουν και τα υπόλοιπα παιδιά ενεργό συμμετοχή με άλλες δραστηριότητες. Τότε, ένας μαθητής μου με μαθησιακές δυσκολίες, σήκωσε το χέρι του και ρώτησε: Εγώ τι ρόλο θα παίξω; Ξαφνιάστηκα. Ποτέ δεν μου περνούσε από το μυαλό κάτι τέτοιο. Ψέλλισα κάτι… Μα θα είσαι ο φροντιστής σκηνής… Όχι, εγώ θέλω ρόλο, απάντησε με πολλή αυτοπεποίθηση. Μα, δεν έχουμε άλλο ρόλο, συνέχισα. Έχουμε, με αποστόμωσε. Θα κάνω τον γιατρό, που… Μου εξήγησε. Πήγε το κείμενο παραπέρα. Το εμπλούτισε. Πόσο δίκιο είχε! Ήταν ο ωραιότερος ρόλος. Τον είχα βάλει να κάθεται κάπου στην πλατεία, άλλαξα το σενάριο, κι όταν ένας από τους ήρωες φώναξε στο κοινό, «ένα γιατρό παρακαλώ, υπάρχει ένας γιατρός εδώ;», πετάχτηκε με τη λευκή του ρόμπα, το τσαντάκι με τα εργαλεία του, ξαφνιάστηκε ευχάριστα το κοινό, ανέβηκε στη σκηνή, είπε τα λίγα του λογάκια, καταχειροκροτήθηκε και στο τέλος, ήταν ο μόνος από τα παιδιά που φίλησε το αναμνηστικό του δίπλωμα, σκορπώντας ρίγη συγκίνησης. Το έργο ξαναπαίχτηκε από άλλους μαθητές με έναν παραπάνω ρόλο. Κι εγώ πήρα ένα πολύ σπουδαίο μάθημα: να σκύβω ακόμα πιο βαθιά στα πρόσωπα, ώστε να αποφεύγω τέτοια ατοπήματα.
7. Πώς εξελίχθηκε η γραφή σας από το πρώτο σας βιβλίο μέχρι σήμερα; Αν κοιτάξετε πίσω, τι θα λέγατε πως έχει αλλάξει;
Τα βιβλία που έχω εκδώσει ανήκουν σε διαφορετικά είδη του λόγου. Έτσι δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν υπάρχουν αλλαγές. Μπορώ να μιλήσω μόνο για την ποίηση. Προσπαθώ ο στίχος μου να είναι λιγότερο περιγραφικός. Να είναι περιεκτικός, λιτός. Είναι μια δική μου ανάγκη, που δημιουργείται με το πέρασμα του χρόνου. Αυτό, όπως καταλαβαίνουμε, απαιτεί περισσότερο χρόνο και πνευματικό κόπο. Εξακολουθούν οι ίδιες σταθερές, εστίαση σε πρόσωπα, εικόνες, μνήμη, συναίσθημα. Αγωνία μου να φτάσω στο τέλος με μια ανατροπή, ένα ξάφνιασμα, όπου θα συμπυκνώνεται ο λόγος που γράφτηκε το ποίημα. Δεν είμαι θεωρητικός της λογοτεχνίας και ίσως δε χρησιμοποιώ και τους σωστούς ορισμούς σε αυτό που καταθέτω. Ένα κρατώ σαν απαράβατο όρο: τη δημιουργία συγκίνησης στον αναγνώστη.
8. Επιλέξατε την οδό της ιδιωτικής έκδοσης για τα έργα σας – ποια είναι η εμπειρία σας από αυτή τη διαδικασία και πώς βλέπετε γενικότερα την κατάσταση στον εκδοτικό χώρο της Ελλάδας σήμερα;
Για μένα η έκδοση των βιβλίων μου είναι μια πονεμένη ιστορία. Οι συζητήσεις που είχα με διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους απέβησαν άκαρπες. Ή είχαν συμπληρώσει ήδη το πρόγραμμα της χρονιάς ή δεν τους ενδιέφερε το είδος ή το ποσό που ζητούσαν με απέτρεπε από το να έχω μια συνεργασία μαζί τους. Μέχρι τώρα έχω επιλέξει την αυτοέκδοση. Όπως έχουν γίνει σήμερα τα πράγματα, οι περισσότεροι δημιουργοί πληρώνουν να βγουν τα έργα τους. Οι συγκυρίες με έστρεψαν στον δικό μου τρόπο έκδοσης σε εκδοτικό οίκο, από τον οποίο αγοράζω το σύνολο των βιβλίων μου και τα διακινώ εγώ με παρουσιάσεις και από χέρι σε χέρι. Συνεργάζομαι με πολύ λίγα βιβλιοπωλεία. Αυτό έχει πολλά κατά και λίγα υπέρ. Ειλικρινά δεν ξέρω τι θα κάνω στο επόμενο βιβλίο μου. Αλλά δεν μπορώ και να μη γράφω. Ευχή μου το βιβλίο να κρατήσει τη θέση που του αξίζει στη ζωή μας. Δύσκολοι καιροί για τους δημιουργούς. Η τεχνολογία εξελίσσεται σε άγριο και αμείλικτο θεριό. Λίγοι ξέρουν και θέλουν να τη χρησιμοποιήσουν επ’ αγαθώ.

9. Τι αντιδράσεις έχετε λάβει από τους αναγνώστες σας; Υπάρχει κάποιο σχόλιο που σας έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη;
Τόσο τα παραμύθια μου, όσο και «Τα αξόδευτα», η ποιητική μου συλλογή, και πρόσφατα το «Εκτός Σχεδίου» έχουν τύχει σημαντικής ανταπόκρισης από το κοινό μου. Ταυτίζονται μαζί μου σε πολλά. Με έχουν συγκινήσει ιδιαίτερα οι εισηγήσεις σημαντικών φιλολόγων που έχουν καταπιαστεί με αυτά. Ο καθένας εξετάζει από διαφορετική σκοπιά κάθε βιβλίο μου. Χαίρομαι με αυτή την ποικιλία στο ξεδίπλωμα των πτυχών των έργων μου. Διαλέγουν διαφορετικά ποιήματα ή διαφορετικά αποσπάσματα. Είναι πολύ όμορφο να εστιάζουν σε στιγμές που σημαίνουν πολλά για μένα, που εγώ θεωρώ κορυφαίες. Και θα πρέπει να προσθέσω ότι οφείλω πολλά ευχαριστώ στις ομάδες παρουσίασης. Τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, αλλά το ίδιο δοτικές και γενναιόδωρες σε αγάπη για τα έργα μου. Συμπαρασύρουν το κοινό, δημιουργώντας μια σπουδαία μέθεξη. Θα θυμηθώ κάτι πρόσφατο από μια αναγνώστριά μου, η οποία διαβάζοντας το «Εκτός Σχεδίου», μου τηλεφωνούσε για να μου μιλήσει γι’ αυτό που ένιωθε σε κάθε κεφάλαιο… Βέβαια όλα τα σχόλια είναι πολύ ζεστά και τα κρατώ φυλαχτό! Και είναι αυτά που μου δίνουν κουράγιο να συνεχίσω!
10. Ετοιμάζετε κάποιο νέο συγγραφικό έργο; Αν ναι, μπορείτε να μας αποκαλύψετε κάτι γι' αυτό;
Γενικά, τι να περιμένει το αναγνωστικό κοινό από εσάς στο μέλλον;
Αυτή τη στιγμή μπορώ να πω ότι έχω έτοιμη τη δεύτερη ποιητική μου συλλογή, αλλά με τριγυρίζει και η ιδέα ενός βιβλίου με συγκεκριμένο άξονα, αποτελούμενο από πεζά και ποιήματα, που θα δημιουργούν μια ολότητα με αρχή μέση και τέλος. Ίδωμεν!
… για την συγγραφέα
Η Βάσω Χαμαλέλη-Μπούκλα, ποιήτρια - λογοτέχνης, γεννήθηκε στον Άγιο Θωμά Πρέβεζας. Μεγάλωσε και έζησε για 50 χρόνια στη Νίκαια. Από το 2007 μένει μόνιμα στην Αίγινα. Υπηρέτησε στη Δημόσια Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Το 1999 ο Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου την τίμησε με το Βραβείο «Κ. Π. Δεμερτζή στον Έλληνα Δάσκαλο, για τη συμβολή της στην προώθηση της Παιδικής Λογοτεχνίας». Εισηγήσεις της λογοτεχνικού ή παιδαγωγικού περιεχομένου, έχουν δημοσιευθεί σε αντίστοιχου θέματος έντυπα περιοδικά. Έργα της (παραμύθι, διήγημα, ποίημα) έχουν βραβευθεί από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών. Άλλα έχουν δημοσιευθεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά λόγου και τέχνης ή συμπεριλαμβάνονται στην Παγκόσμια Λογοτεχνία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Εκδόσεων. Ένα διήγημά της έχει ανθολογηθεί στη συλλογή «Ιστορίες με γάτες …για γάτες», σε επιμέλεια Παυλίνας Παμπούδη, από τις εκδόσεις ΟΤΑΝ. Έχει εκδώσει τα παραμύθια: «Τα Σκουλαρίκια της Βασίλισσας», «Μια Φωτίτσα στο μπαλκόνι», «Γιατί κλαίει η Μαργαρίτα», την ποιητική συλλογή «Τα Αξόδευτα» και πρόσφατα το πεζογράφημα «Εκτός Σχεδίου, από τον Άγιο Θωμά Πρέβεζας στην Άνω Νεάπολη Νίκαιας», τα περισσότερα από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Εκδόσεων ΧΑΡΗ ΤΖΟ ΠΑΤΣΗ
email: xamsw@yahoo.gr
Συνέντευξη:
Ιωάννα Σταθοπούλου 🌹

Comments