Το παλιό, δαντελωτό φόρεμά της σερνόταν αθόρυβα πάνω στο ξεθωριασμένο χαλί, καθώς εκείνη προχωρούσε στο σιωπηλό διάδρομο της εγκαταλελειμμένης έπαυλης.
Ο αέρας ήταν βαρύς, γεμάτος άρωμα από λιωμένο κερί που μισόφωτιζε τους τοίχους γεμάτους σκιές και μυστικά.
Ήταν σαν ο χρόνος να είχε παγώσει γύρω της, κι εκείνη να ανήκε σε μια άλλη εποχή, σε έναν κόσμο που είχε διαλυθεί...
Μπροστά της, μέσα από τα πέπλα της ομίχλης, εμφανίστηκε μια φιγούρα.
Ένας άντρας, με ξεθωριασμένη παρουσία, σαν να έβγαινε μέσα από τα βάθη του χρόνου, ήταν εκείνος ναι εκείνος που είχε αγαπήσει με όλο της το είναι, εκείνος που είχε χάσει με τόσο βάναυσο τρόπο, αφήνοντας την καρδιά της να αιωρείται ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο.
Το βλέμμα του είχε εκείνη την απόκοσμη λάμψη που φανέρωσε πως δεν ανήκε στον κόσμο των ζωντανών, αλλά ταυτόχρονα εξέπεμπε μια ακατανίκητη ζεστασιά.
Εκείνη στάθηκε για μια στιγμή, διστάζοντας.
Ένιωθε τον πόνο της απώλειας να ξυπνάει μέσα της,την τραβούσε κοντά του η υπόσχεση μιας τελευταίας συνάντησης.
Ο άντρας της άπλωσε το χέρι του, μια κίνηση γεμάτη λαχτάρα, σαν να της ζητούσε να διασχίσει μαζί του το λεπτό πέπλο που χώριζε τον κόσμο των ζωντανών από τον κόσμο των ψυχών.
Εκείνη έτεινε το δικό της χέρι προς το μέρος του, αφήνοντας το παγωμένο άγγιγμα του να την τυλίξει.
Στα δεξιά της, πάνω στο παλιό ξύλινο τραπέζι, ένα ανοιχτό βιβλίο ακουμπούσε, οι σελίδες του κιτρινισμένες, γεμάτες λέξεις που είχαν γραφτεί πριν από χρόνια.
Ήταν οι όρκοι που είχαν δώσει κάποτε, σε μια ζωή που τους χώριζε τώρα από αιώνες και σκιές. «Θα είμαστε μαζί, όσο η ψυχή αντέχει να αγαπά», διάβασε σιωπηλά, κι ένας κόμπος έδεσε τον λαιμό της.
Έτοιμη να τον ακολουθήσει, να γίνει μια σκιά πλάι του, να ζήσει μαζί του για πάντα στον κόσμο των ονείρων και των σκιών.
Αυτή τη φορά, ένιωθε μια βαθιά αίσθηση πληρότητας, καθώς συνειδητοποίησε ότι η σύνδεσή τους δεν είχε διακοπεί από τον θάνατο.
« Μάξιμε, δεν θα χωριστούμε ξανά», δήλωσε, η φωνή της γεμάτη δύναμη και ελπίδα.
«Αθηνά, είμαι εδώ ήρθα να σε πάρω δεν θα είσαι πια μόνη, έχουμε όλη την αιωνιότητα μπροστά μας»
Απάντησε εκείνος, το βλέμμα του φωτεινό από την αγάπη τους. Στα χέρια τους, οι ψυχές τους ενώθηκαν, και η μαγεία της υπάρξεως τους πλημμύρισε το χώρο γύρω τους.
Στη νέα τους πραγματικότητα, οι αναμνήσεις τους έγιναν οδηγός για την περιπέτειά τους.
Είναι έτοιμοι να εξερευνήσουν κόσμους άγνωστους, γεμάτους θαύματα και ανακαλύψεις. Κάθε βήμα τους, κάθε γέλιο και κάθε δάκρυ, τους έφερνε πιο κοντά, ενορχηστρώνοντας μια μελωδία αγάπης που δεν είχε τέλος.
Και έτσι, τα δύο πνεύματα, ενωμένα πλέον για πάντα, ταξίδεψαν σε μια νέα διάσταση, όπου η αγάπη τους , τους οδήγησε σε κάθε γωνιά της αιωνιότητας, χέρι-χέρι, μαζί για πάντα.
Comments