top of page

Συμπόσιο

ree


Μπρούσκο κρασί λιαστό της Σέριφος,

αδειάζαν στα κροντήρια,

μέσα σε γίδινο ασκί, ψημένο τρεις χειμώνες,

κι έπειτα κούπες μπρούντζινες, εξώχειλα γεμίζαν,

και χέρια απλώναν λαίμαργα, στις βαθουλές πιατέλες.


Κάποιος ξεκρέμασε τη φόρμιγγα, απ΄ το καρφί στον τοίχο,

και την απόθεσε απαλά, στου ποιητή τα χέρια,

«Τραγούδησε μας αοιδέ !»

«Σκάρωσε με τους στίχους σου, χαρούμενο τραγούδι,

να γλυκαθεί στο άκουσμα, να φτερωθεί η καρδιά μας!»


Ανάβλεψε ο ποιητής, στα πρόσωπα ένα γύρω,

στηρίζοντας το καύκαλο, απά’ στο γόνατό του,

κι αρπίζονας τις τέσσερεις χορδές, αργά απηλογήθη:


«Σχωρέστε με φίλοι και σύντροφοι, μα την αλήθεια μόνο,

μπορώ με στίχους να σας πω, και να σας τραγουδήσω,

γιατί αθέλητά μου μόνο αυτή, μου ψιθυρίζει η Μούσα,

κι η αλήθεια σύντροφοι πονεί, γιατί καθρέφτης είναι.


Κι αν τύχει κάποιος σας να πικραθεί, και να βαρειοκαρδίσει,

στη Μούσα όλο το φταίξιμο, κι όχι σ’ εμέ να ρίξει,

γιατί ‘ναι αυτή που τραγουδά, κι αυτή που πλέκει στίχους».


Και για να βλέπει καθαρά, αφού έκλεισε τα μάτια,

φωνή παράξενη, βαθειά, βγαλμένη από τους αιώνες,

ξεπήδησ’ απ’ τα χείλη του και των δοντιών το έρκος:


«Γένος ανθρώπων ανεμόμυαλο, γενιά κακοβγαλμένη,

που τον εαυτό σου πολεμάς, σαν να ‘τανε εχθρός σου,

κι ως που να σ’ εύρει ο θάνατος, τη ρότα δεν αλλάζεις».


«Πιστεύεις πάντα πως θα ζεις, αθάνατος πως είσαι,

μα είσ’ ένα φύλλο κίτρινο, που το σκορπάει ο αέρας.

Φθονείς, μισείς, οργίζεσαι, το άδικο κάνεις φίλο,

κι ούτε ποτέ σου σκέφτεσαι, κι ούτε που αναρωτιέσα».

Κι αυτό που λέγαν οι παλιοί ποτέ σου δεν θυμάσαι:


«Η αλαζονεία, ο φθόνος κι η οργή,

ψυχή και νου φουσκώνει»,

«Χόλος κραδίη, αήρ τε νόον οιδάνει»!

Παράξενο πολύ παιχνίδι ο εγωισμός:

Όλοι να βγούνε πρώτοι πολεμούν,

μα όποιος κερδίσει, χάνει!




Αρσένης Παππάς 🌹

Comments


bottom of page